Σ’ ένα χωριό που ζει από τον τουρισμό, τα πάντα έχουν νεκρωθεί λόγω της κρίσης.
Για να επιβιώσουν οι κάτοικοι, ο ένας δανείζεται από τον άλλο.
Ο καιρός περνά μέσα σ’ αυτή τη βαριά ατμόσφαιρα ώσπου, ύστερα από έναν μήνα που όλοι βαράνε μύγες, έρχεται επιτέλους κάποιος τουρίστας και ζητάει ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο του χωριού.
Ο ξενοδόχος τού λέει την τιμή και την έκπτωση κι εκείνος προπληρώνει με ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ.
Πριν ακόμα ανέβει στο δωμάτιό του, ο ξενοδόχος πηγαίνει το χαρτονόμισμα στο χασάπη στον οποίο χρωστάει ακριβώς 100 ευρώ.
Ο χασάπης παίρνει το χαρτονόμισμα και τρέχει να το δώσει στον κτηνοτρόφο που τον εφοδιάζει με κρέας.
Ο κτηνοτρόφος παίρνει το χαρτονόμισμα και σπεύδει στο μπουρδελάκι να το δώσει στην πουτάνα του χωριού που της χρωστάει κάποιες ώρες άγριου, απύθμενου σεξ που πέρασαν μαζί.
Εκείνη με τη σειρά της δίνει τα 100 ευρώ στον ξενοδόχο για τις βραδιές που χρησιμοποίησε με πίστωση τα δωμάτιά του για τους πελάτες της.
ΜΟΛΙΣ η επί χρήμασι εκδιδομένη άφησε το χαρτονόμισμα στη ρεσεψιόν, κατεβαίνει ο τουρίστας από το δωμάτιό του και λέει στον ξενοδόχο ότι τελικά άλλαξε γνώμη και θα φύγει απ’ το χωριό.
Ο ξενοδόχος τού δίνει πίσω τα 100 ευρώ που πήρε απ’ την πουτάνα, αφού έκαναν το γύρο του χωριού.
ΑΥΤΟ είναι ο σουρεαλισμός στην οικονομία.
Τελικά δεν υπήρξε καθόλου εισόδημα για το χωριό, τίποτα δεν ξοδεύτηκε, κανείς δεν έχασε, κανείς δεν κέρδισε και όλα τα χρέη του χωριού ξεπληρώθηκαν! Μήπως κάπως έτσι θα μπορούσαμε να βγούμε από την κρίση;
Ανδρέας Ρουμελιώτης – ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ