http://www.makthes.gr/
Στην ηλεκτρονική σελίδα του γερμανικού περιοδικού “Focus” αναρτήθηκε ρεπορτάζ με τον τίτλο “Μπορεί κανείς να καταλάβει τους Έλληνες;” Ο υπέρτιτλος “Πολιτιστικό σοκ: Ελλάδα” δίνει και την απάντηση του συντάκτη, ειδικά αν συνδυαστεί με τον υπότιτλο “Η Ε.Ε. δεν επέβαλε στην Ελλάδα μόνο ένα αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας, αλλά ζήτησε και την αλλαγή νοοτροπίας. Οι ρίζες, όμως, της διαφορετικότητας των Ελλήνων είναι βαθιές και δεν θα πρέπει να αναμένεται κάτι περισσότερο από μια επιδερμική αλλαγή”. Το δημοσίευμα είναι επιθετικό σε ακραίο βαθμό, ψέγοντας τους Έλληνες για όλα: Από τον τρόπο που πληρώνουν (ρεφενέ) στις ταβέρνες μέχρι ότι εξακολουθούν να λένε την Κωνσταντινούπολη Κωνσταντινούπολη και όχι Ιστανμπούλ. Από το ότι δεν έχουν καταργηθεί τα αρχαία ελληνικά μέχρι τα μοναχικά ζεϊμπέκικα στις πίστες. Γράφει μεταξύ άλλων ο συντάκτης: “Οι Έλληνες δεν αντιμετωπίζουν ποτέ και πουθενά προβλήματα ενσωμάτωσης. Παντού νοιώθουν σαν στο σπίτι τους. Το συμπαθητικό αυτό μικρό έθνος μοιάζει να μην έχει έγνοιες και να χορεύει πάντα σαν τον Αλέξη Ζορμπά. Οι Έλληνες αισθάνονται σαν πατέρες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών και δεν θα είχαν καμία δυσκολία να ζήσουν και χωρίς κυβέρνηση. Γιατί να αλλάξει κάποιος που είναι ήδη τέλειος;” Και συνεχίζει: “Οι Έλληνες αποτελούν μοναδικό είδος. Μόνο αυτοί χρησιμοποιούν την ελληνική γραφή. Η διαγραφή των αρχαίων ελληνικών δεν τίθεται καν ως θέμα. Η προφορά και η σημασία των λέξεων έχουν, ωστόσο, αλλάξει. Τα αρχαία ελληνικά είναι υποχρεωτικό μάθημα από την Α΄ Γυμνασίου. Σαν να λέμε ότι οι γερμανοί μαθητές θα πρέπει να μάθουν γοτθικά. Τα τοπωνύμια στις πινακίδες των δρόμων γράφονται και με λατινικούς χαρακτήρες (στα αγγλικά, λένε οι Έλληνες). Ενιαίοι κανόνες, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχουν και το ίδιο τοπωνύμιο μπορεί κανείς να το απαντήσει γραμμένο και με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Οι κανόνες υπάρχουν, άλλωστε, για να παραβιάζονται”. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του γερμανικού περιοδικού, “στους δρόμους ισχύει το ʽόλοι εναντίον όλωνʼ και προπάντων κατά των πεζών. Η διχόνοια είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο εμφύλιος πόλεμος (1944-1949) κόστισε τη ζωή σε περισσότερους ανθρώπους απʼ ό,τι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. ʽΕίσαι δικός μαςʼ, είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορούν να κάνουν οι Έλληνες σε κάποιον ξένο”.
Ο ελληνικός λαός εγκαλείται από τον γερμανό δημοσιογράφο για εθνικισμό και προγονοπληξία: “Η Κωνσταντινούπολη ακόμη και σήμερα ονομάζεται Κωνσταντινούπολη. Σε εκκλησίες και μονές κυματίζει η σημαία του Βυζαντίου δίπλα στην ελληνική, ενώ τα σχολικά βιβλία καλλιεργούν απροκάλυπτα τον σοβινισμό”. Εγκαλείται επίσης για τον τρόπο με τον οποίο διασκεδάζει και κοινωνικοποιείται: “Οι περισσότεροι Έλληνες είναι κοινωνικοί άνθρωποι. Σπάνια τρώνε μόνοι τους έξω. Η έννοια της παρέας εμπεριέχει και μία αποκλειστικότητα. Κάθε παρέα διεκδικεί την πίστα για τον εαυτό της και πληρώνει τους μουσικούς για τις παραγγελιές της. Όλοι παραγγέλνουν, τα πιάτα τοποθετούνται στο μέσο του τραπεζιού, ο καθένας τρώει και πίνει όσο θέλει. Όταν έρθει η ώρα του λογαριασμού, αρχίζουν τα ψευτομαλώματα. Όλοι αγωνίζονται να πληρώσουν τον λογαριασμό. Και όσον αφορά το φιλοδώρημα, το ποσό του δεν δηλώνεται προφορικά, αλλά αφήνεται στο τραπέζι, καθώς φεύγει η παρέα”. Ο συντάκτης ενοχλείται βαθύτατα και από συμπεριφορές που συνδέονται με θρησκευτικές πεποιθήσεις. Γράφει συγκεκριμένα: “Το 97% των Ελλήνων έχουν βαπτιστεί χριστιανοί ορθόδοξοι. Οι άγιοι εμφανίζονται ως υπουργοί και υφυπουργοί του Θεού στα εικονίσματα, τα οποία δεν απαντώνται μόνο στις αναρίθμητες εκκλησίες και μονές, αλλά και σε διαμερίσματα, ταβέρνες, σουπερμάρκετ και νυχτερινά μαγαζιά. Όποιος έχει προβλήματα απευθύνεται στους αγίους. Κάθε άγιος έχει και δικό του χαρτοφυλάκιο”. Ύστερα από όλα αυτά, δεν προκαλούν εντύπωση οι μομφές για αναβλητικότητα: “Η λέξη αύριο έχει ευρύτατη σημασία. Κυρίως χρησιμοποιείται για να μετατίθενται θέματα προς διεκπεραίωση στο μέλλον. Υπάρχουν μεν ταχυδρομικοί κώδικες και ονομασίες οδών (που τις ξέρει μόνο ο ταχυδρόμος), αλλά μόνο σποραδικά βλέπει κανείς αριθμούς σε σπίτια και καταστήματα. Οι Έλληνες δεν συμπαθούν τους χάρτες. Λίγοι αγοράζουν ταξιδιωτικούς οδηγούς και συστήματα πλοήγησης. Προτιμούν να ρωτούν. Απέναντι σε στοιχεία και πληροφορίες που παρέχονται γραπτώς θα πρέπει κανείς να είναι επιφυλακτικός. Οι ώρες κοινού των μουσείων, όπως αναγράφονται στις ιστοσελίδες τους, σπάνια ισχύουν. Καλύτερα κάποιος να τηλεφωνεί”. Ο λίβελος καταλήγει με τα εξής: “Πολλοί Έλληνες είναι δημιουργικοί όχι μόνο στο μαγείρεμα στατιστικών στοιχείων. Δεν είναι τυχαίο που στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά ιδιωτικά μουσεία με περίεργες συλλογές”. Και βεβαίως δεν λείπει η αποδόμηση του ελληνικού καλοκαιρινού ονείρου: “Οι Έλληνες κάνουν πολύ ευχαρίστως διακοπές. Κατά προτίμηση με την παρέα κάπου στην Ελλάδα. Πολλοί ξενώνες έχουν χτιστεί με χρηματοδότηση της Ε.Ε. Αντί, όμως, οι ιδιοκτήτες να διαμορφώσουν απλά δωμάτια, φτιάχνουν διαμερίσματα για τα παιδιά τους (για όταν μεγαλώσουν). Αυτό το θέμα δεν έχει απασχολήσει κανέναν προς το παρόν στις Βρυξέλλες”.