Γεώργιος Σουρῆς - (1853-1919)
Και τ’ είσαι, άνθρωπε μωρέ, που φλυαρείς εμπρός μου,
αν με τα ζώα τα λοιπά παραβληθείς του κόσμου;
Έχεις την χαίτη λιονταριού και το κεντρί της σφήκας;
Έχεις πτερά του παγωνιού και της στρουθοκαμήλου;
ή του προβάτου το μαλλί, το γάλα της κατσίκας,
τα δόντια του ελέφαντος, το στόμα κροκοδείλου;
Έχεις το χλιμίντρισμα εκείνο της φοράδας;
Έχεις λαγού περπατησιά και κάβουρα ποδάρια,
ή του ξιφία την ουρά, ή καν της σουσουράδας,
ή καν της πείνας το φαγί και τα μαργαριτάρια;
Έχεις αυτιά του γαϊδουριού, της κουκουβάγιας μάτι,
ή της χελώνας το καυκί και τζίτζικα λαρύγγι,
κι οπόταν θέλεις, ημπορείς, βρε άνθρωπε σακάτη,
να βγάλεις από μέσα σου ιπποποτάμου ξύγκι;
Μπορείς να πέσεις στο νερό από ψηλά σαν γλάρος
και το μακρύ το ράμφος σου μαρίδες να ρουφήσει;
Μπορείς και συ ν’αλατισθείς καθώς ο μπακαλιάρος
κι από τ’ αλάτι το πολύ να γίνεις στοκοφίσι;
Μπορείς σκουλήκι εν ταυτώ και πεταλούδα νάσαι
κι από το σάπιο σου να βγει μεταξωτή λουρίδα,
ή, όπερ σπουδαιότερον, μπορεί ν’ αποκοιμάσαι
μ’ ένα ποδάρι κρεμαστός, καθώς την νυκτερίδα;
Μπορείς να ζεις χωρίς βρακιά, παπούτσια και φωκόλα,
ή τρία καν πηδήματα να κάνεις σαν ζαρκάδι;
Μπορεί από τα σπλάχνα σου να έβγει καμμιά κόλλα,
χαβιάρι, αυγοτάραχο, ή της μουρούνας λάδι;
Μπορεί από το δέρμα σου να δούμε μια διφθέρα,
σαμούρια, γούνες, στρώματα, παπλώματα, καπότες;
Μπορείς καθώς τον κόκορα μονάχα σε μια μέρα
να χωρατεύεις μ’ εκατό τριάντα πέντε κότες;
Μπορείς και συ να χώνεσαι στις τρύπες σαν ποντίκι;
ή να πετάς σαν κότσυφας, σαν σπίνος, σαν ορτύκι;
Μπορείς ποτέ τα όσα τρως, βρε άνθρωπε τεμπέλη,
να τα μασσάς σαν μέλισσα και να τα βγάζεις μέλι;
Ου! να χαθείς, κηφηναριό… στων μελισσών το σμήνος
εσύ ζηλεύεις μοναχά την θέσιν του κηφήνος,
και θέλεις πάντα χάρισμα να τρώγεις στην κυψέλην,
οπόταν είσαι μάλιστα γιγαντομάχος Έλλην.
Με όλην την σοφίαν σου, την τόσον πνευματώδη,
δεν ημπορείς στα σύννεφα και μια φωλιά να κτίσεις,
μηδέ να βγάλεις κέρατα σαν τράγος ή σαν βόδι,
και μοναχά ως σύζυγος μπορεί να τ’ αποκτήσεις.
Ό,τι μικρόν και αφανές η πτέρνα σου πατεί
γελά με τα καμώματα της λογικής αγέλης,
κι αν πεις, κι εις ένα μύρμηγκα στον κόσμο τι ζητεί;
Θα σ’ απαντήσει αυθαδώς: “αμμέ και συ τι θέλεις;”
Ένα κουνούπι ζωηρό εκάθισε μια μέρα
σ’ ενός βοδιού το κέρατο κι εσφύριζ’ εκεί πέρα,
κι είπε το βόδι με ψυχρόν Εγγλέζου χαρακτήρα:
“Και όταν ήλθες κι έφυγες χαμπάρι δεν σ’ επήρα”.
Αν ημπορείς, βρε άνθρωπε, πες του και συ αυτά,
όταν στ’ αυτιά σου νηστικό σφυρίζοντας πετά.
Με σφύριγμα και δάγκωμα κακά σε ξημερώνει,
αν δεν σκεφτείς δελτάριον ν’ ανάψεις Ζαμπιρόνη.(1)
Βλέπεις αυτόν τον μπούρμπουλα, τον αφανή στο χώμα,
που με τα πόδια του κυλά την μια και άλλη βρώμα;
Μεγάλης έτυχε ποτέ στην Αίγυπτον λατρείας
ως του Ηλίου σύμβολον, δυνάμεως κι ανδρείας.
Και ύστερα κορδώνεσαι και θεωρείς ως δώρον
και το μυαλό της κεφαλής και το μυαλό της ράχης,
συ, του Δαρβίνου η μαϊμού, συ, δίπουν μαστοφόρον,
συ, άνθρωπε θαυμάσιε, που κακό ψόφο νάχεις.
----------------------------------------------------
(1) Δελτάριο Ζαμπιρόνη: Αντικουνουπιακό σε χρήση τον καιρό του
Σουρή.
αν με τα ζώα τα λοιπά παραβληθείς του κόσμου;
Έχεις την χαίτη λιονταριού και το κεντρί της σφήκας;
Έχεις πτερά του παγωνιού και της στρουθοκαμήλου;
ή του προβάτου το μαλλί, το γάλα της κατσίκας,
τα δόντια του ελέφαντος, το στόμα κροκοδείλου;
Έχεις το χλιμίντρισμα εκείνο της φοράδας;
Έχεις λαγού περπατησιά και κάβουρα ποδάρια,
ή του ξιφία την ουρά, ή καν της σουσουράδας,
ή καν της πείνας το φαγί και τα μαργαριτάρια;
Έχεις αυτιά του γαϊδουριού, της κουκουβάγιας μάτι,
ή της χελώνας το καυκί και τζίτζικα λαρύγγι,
κι οπόταν θέλεις, ημπορείς, βρε άνθρωπε σακάτη,
να βγάλεις από μέσα σου ιπποποτάμου ξύγκι;
Μπορείς να πέσεις στο νερό από ψηλά σαν γλάρος
και το μακρύ το ράμφος σου μαρίδες να ρουφήσει;
Μπορείς και συ ν’αλατισθείς καθώς ο μπακαλιάρος
κι από τ’ αλάτι το πολύ να γίνεις στοκοφίσι;
Μπορείς σκουλήκι εν ταυτώ και πεταλούδα νάσαι
κι από το σάπιο σου να βγει μεταξωτή λουρίδα,
ή, όπερ σπουδαιότερον, μπορεί ν’ αποκοιμάσαι
μ’ ένα ποδάρι κρεμαστός, καθώς την νυκτερίδα;
Μπορείς να ζεις χωρίς βρακιά, παπούτσια και φωκόλα,
ή τρία καν πηδήματα να κάνεις σαν ζαρκάδι;
Μπορεί από τα σπλάχνα σου να έβγει καμμιά κόλλα,
χαβιάρι, αυγοτάραχο, ή της μουρούνας λάδι;
Μπορεί από το δέρμα σου να δούμε μια διφθέρα,
σαμούρια, γούνες, στρώματα, παπλώματα, καπότες;
Μπορείς καθώς τον κόκορα μονάχα σε μια μέρα
να χωρατεύεις μ’ εκατό τριάντα πέντε κότες;
Μπορείς και συ να χώνεσαι στις τρύπες σαν ποντίκι;
ή να πετάς σαν κότσυφας, σαν σπίνος, σαν ορτύκι;
Μπορείς ποτέ τα όσα τρως, βρε άνθρωπε τεμπέλη,
να τα μασσάς σαν μέλισσα και να τα βγάζεις μέλι;
Ου! να χαθείς, κηφηναριό… στων μελισσών το σμήνος
εσύ ζηλεύεις μοναχά την θέσιν του κηφήνος,
και θέλεις πάντα χάρισμα να τρώγεις στην κυψέλην,
οπόταν είσαι μάλιστα γιγαντομάχος Έλλην.
Με όλην την σοφίαν σου, την τόσον πνευματώδη,
δεν ημπορείς στα σύννεφα και μια φωλιά να κτίσεις,
μηδέ να βγάλεις κέρατα σαν τράγος ή σαν βόδι,
και μοναχά ως σύζυγος μπορεί να τ’ αποκτήσεις.
Ό,τι μικρόν και αφανές η πτέρνα σου πατεί
γελά με τα καμώματα της λογικής αγέλης,
κι αν πεις, κι εις ένα μύρμηγκα στον κόσμο τι ζητεί;
Θα σ’ απαντήσει αυθαδώς: “αμμέ και συ τι θέλεις;”
Ένα κουνούπι ζωηρό εκάθισε μια μέρα
σ’ ενός βοδιού το κέρατο κι εσφύριζ’ εκεί πέρα,
κι είπε το βόδι με ψυχρόν Εγγλέζου χαρακτήρα:
“Και όταν ήλθες κι έφυγες χαμπάρι δεν σ’ επήρα”.
Αν ημπορείς, βρε άνθρωπε, πες του και συ αυτά,
όταν στ’ αυτιά σου νηστικό σφυρίζοντας πετά.
Με σφύριγμα και δάγκωμα κακά σε ξημερώνει,
αν δεν σκεφτείς δελτάριον ν’ ανάψεις Ζαμπιρόνη.(1)
Βλέπεις αυτόν τον μπούρμπουλα, τον αφανή στο χώμα,
που με τα πόδια του κυλά την μια και άλλη βρώμα;
Μεγάλης έτυχε ποτέ στην Αίγυπτον λατρείας
ως του Ηλίου σύμβολον, δυνάμεως κι ανδρείας.
Και ύστερα κορδώνεσαι και θεωρείς ως δώρον
και το μυαλό της κεφαλής και το μυαλό της ράχης,
συ, του Δαρβίνου η μαϊμού, συ, δίπουν μαστοφόρον,
συ, άνθρωπε θαυμάσιε, που κακό ψόφο νάχεις.
----------------------------------------------------
(1) Δελτάριο Ζαμπιρόνη: Αντικουνουπιακό σε χρήση τον καιρό του
Σουρή.