Tου Παντελη Μπουκαλα
Επειδή η εξουσία, η μικρή και η μεγάλη, δεν τα πάει καλά με τη μνήμη, καταφεύγει σε γιατροσόφια. Στην αρχαία Ρώμη, ας πούμε, ο νομενκλάτωρ, ο ονοματολόγος όπως μεταφράζεται στα λατινοελληνικά λεξικά, ήταν ένας δούλος επιφορτισμένος με το εξής σοβαρότατο καθήκον: Συνόδευε τον άρχοντα κύριό του στις εξόδους του και του ψιθύριζε εγκαίρως το όνομα όσων συναντούσε στους δρόμους. Ετσι ο αφέντης χαιρετούσε τους ανθρώπους με τους οποίους συναπαντιόταν κατονομάζοντάς τους κι εκείνοι, χαρούμενοι και περήφανοι που τους γνωρίζει ένας προεστός, του όφειλαν αιώνια ευγνωμοσύνη, η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί και σε ψήφο, αν ο ευγενικός άρχων πολιτευόταν. Νομενκλάτορες αυτού του είδους δεν έχουμε στις μέρες και στα μέρη μας, από νομενκλατούρα πάντως άλλο τίποτα, από κομματικούς αξιωματούχους δηλαδή που είδαν τα οικογενειακά τους οικονομικά να παίρνουν το δρόμο της προκοπής (ο οποίος δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τον μυθικό δρόμο της αρετής) ενόσω οι ίδιοι υπηρετούσαν με ανιδιοτελές πάθος την πεφιλημένη πατρίδα.
Οι νέου τύπου νομενκλάτορες, τμήμα γερό και πολυπλόκαμο του πολιτικού συστήματος, δεν πέφτουν από τον ουρανό αιφνιδιαστικά ούτε φυτρώνουν από τη γη. Ενηλικιώνονται μέσα σε κομματικούς οργανισμούς, κάποια στιγμή τους εκχωρείται από την ηγεσία ένας μικρός θώκος σαν ανταμοιβή για τον κομματικό τους πατριωτισμό, δημιουργούν τον προσωπικό τους μηχανισμό, πολιτεύονται, αναρριχώνται, γίνονται τελικά μέλη της αυλής του αρχηγού και «αναντικατάστατοι», κι ας μην έχουν δουλέψει εκτός κόμματος ούτε μια βδομάδα στη ζωή τους, ας μην έχουν φανερώσει δηλαδή καμία άλλη αξιοσύνη πλην της κομματικής ευπείθειας και της ικανότητάς τους να κολακεύουν τον ηγέτη. Και ο ηγέτης δεν παύει να τους ανταμείβει με όλο και κρισιμότερους θώκους, όλο και και αποδοτικότερους (για την πατρίδα και πάλι, εννοείται). Γιατί και αυτοκράτορες μπορεί να μη διαθέτουμε στις μέρες μας (αν και ουδέποτε μας έλειψαν οι βέβαιοι ότι κυβερνούν ελέω Θεού), αυλές και αυλικούς όμως έχουμε. Οπως είχαμε, έχουμε και θα συνεχίσουμε να έχουμε ηγέτες που διεκδικούν σαν αυτονόητο το δικαίωμά τους να κυβερνούν σαν Ανεύθυνοι Αρχοντες, βασιζόμενοι σε κάποιον άγραφο πλην πανίσχυρο (καθότι εθιμικό) Νόμο Περί Μη Ευθύνης Πρωθυπουργών.
Ενας τέτοιος άρχων, ένας τέτοιος πρωθυπουργός υπήρξε ο Κύριος Κ., αλλά και ο επόμενός του στο πρωθυπουργικό αξίωμα, Κύριος Κ. κι αυτός: Κώστας Για να μην τους συγχέουμε, τον δεύτερο ας τον αποκαλούμε Κύριο Κ.Κ. (δεύτερος υπήρξε έτσι κι αλλιώς, μετά τον πρώτο Κ.Κ. του κόμματός του). Ο Κύριος Κ. λοιπόν έχει να καυχάται ότι απόλαυσε τη μακροβιότερη πρωθυπουργία στην ιστορία της χώρας μας: οχτώ χρόνια και δύο μήνες. Στόχος του, ρητός και κατηγορηματικός, ήταν ο «εκσυγχρονισμός του κράτους» και η «ισχυρή Ελλάδα». Ο Κύριος Κ.Κ. κυβέρνησε επί πεντέμισι χρόνια, εισάγοντας το θεσμό τού πρωθυπουργεύειν δι’ αντιπροσώπου (του κ. Ρουσόπουλου συγκεκριμένα) ώσπου καταπονήθηκε από την πολλή επανάληψη της ευθυνολογίας και κήρυξε πρόωρες εκλογές με τον οικουμενικώς καινοφανή στόχο να τις χάσει. Ως τότε ο στόχος της «νέας διακυβέρνησής» του, ρητός και κατηγορηματικός, ήταν η «επανίδρυση του κράτους» και η «ηθική Ελλάδα». Τώρα, επειδή της ιστορίας της αρέσει να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, τόσο ο εκσυγχρονίσας και ισχυροποιήσας όσο και ο επανιδρύσας και ηθικοποιήσας βρίσκονται αντιμέτωποι με το ίδιο ερώτημα-πρόβλημα: να πάνε (για εξηγήσεις, όχι για απολογία) στις Εξεταστικές Επιτροπές της Βουλής που ερευνούν όσα από τα πράσινα, γαλάζια και γαλαζοπράσινα σκάνδαλα έγιναν γνωστά ή να οχυρωθούν ο μεν πρώτος στην ήδη διατυπωθείσα άρνησή του, ο δε δεύτερος στην πυθαγορείων προδιαγραφών σιωπή που επέλεξε αφότου ανακουφίστηκε από το βάρος της έστω δι’ αντιπροσώπου πρωθυπουργίας; Να διευρύνουν δηλαδή το παλαιό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο «οι πρωθυπουργοί δεν πάνε στα δικαστήρια», στη μορφή «οι πρωθυπουργοί δεν πάνε στις Εξεταστικές» και να προτιμήσουν την αποχή και την απόσταση, σαν αδιάφοροι τρίτοι παρατηρητές; Ή να αναλογιστούν ότι βαρύτερη από οποιοδήποτε αξίωμα, του υπουργού, του πρωθυπουργού, του Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμα, είναι η αξίωση των πολιτών, μαζικά και επίμονα εκφρασμένη, να πληροφορηθούν αρμοδίως και επισήμως πώς πήγαν στράφι τόσα εθνικά στοιχήματα και εθνικά οράματα (έτσι δεν τα ονομάτιζαν οι ίδιοι οι εισαγωγείς τους;), πώς οι αυλές των ηγεμόνων κατάντησαν περιβόλια για να θρασομανούν όλα τα άνθη του κακού, πώς, τελικά, η εκσυγχρονισμένη και επανιδρυμένη και ισχυρή και ηθική Ελλάδα κατάντησε οικονομικά χρεοκοπημένη και ηθικά απαξιωμένη επί των ημερών τους και λόγω των ημερών τους;
Χρηματιστήριο, Ζίμενς, Βατοπέδι, Ομόλογα (να δούμε πότε θα προστεθεί και το όνομα των Ολυμπιακών στην ακολουθία των σκανδάλων). Διαφθορά, διαπλοκή, χρηματισμός, κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου, μικροκομπίνες για να ξεγελάσουμε τους «κουτόφραγκους», μεγάλες κομπίνες για να εξυπηρετήσουμε τους κομματικούς και προσωπικούς μας φίλους. Ολα τούτα δεν έγιναν στο κενό ούτε και συνέβαιναν δίχως να αφήνουν ίχνη ορατά σε όσους ήθελαν να τα δουν. Αλλά φαίνεται πως οι κυβερνήτες μας, οι πρωθυπουργοί της χώρας, ο Κύριος Κ. και ο Κύριος Κ.Κ., χρειάζονταν κάποιον νομενκλάτορα σαν εκείνους της αρχαίας Ρώμης για να τους κατονομάζει τα πρόσωπα του εξουσιάζοντος περιγύρου τους αλλά και να τους προσδιορίζει τα ατοπήματα των στελεχών τους. Οι ίδιοι, απασχολημένοι με τα μεγάλα και τα υψηλά (τον Εκσυγχρονισμό και την Επανίδρυση), δεν μπορούσαν ή δεν επιθυμούσαν να δουν πώς εκσυγχρόνιζαν το πελατειακό σύστημα ή το σύστημα των προμηθειών κάποιοι υφιστάμενοί τους, πώς επανίδρυαν το καθεστώς της λοβιτούρας ή πώς, πολύ απλό, προλάβαιναν να πλουτίσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα άνθρωποι που μακριά από την ασφάλεια του κομματικού τους σωλήνα θα κρίνονταν ανεπαρκείς και δύσκολα θα έβρισκαν σοβαρή δουλειά.
Βεβαίως και εκμεταλλεύτηκαν την «αποστασιοποίηση» των προϊσταμένων τους (αριστοκρατικής κοπής στον πρώτο Κύριο Κ., λαϊκότροπης στον δεύτερο) οι σκανδαλοποιοί υφιστάμενοί τους, καθώς και τη φραγή ενημέρωσης προς τα υψηλά δώματα - χονδρικώς, ο κ. Καραμανλής, όταν είπε-δεν είπε εκείνο το «mea culpa» για το Βατοπέδι, μας έδωσε να καταλάβουμε πως ούτε εφημερίδες διάβαζε επί μήνες ούτε τηλεόραση έβλεπε (εκτός, υποθέτω, αν έπαιζε ο Παναθηναϊκός). Οταν όμως ένας υπουργός ενδίδει ασμένως στη «χορηγία» της Ζίμενς (για τις σπουδές των παιδιών του) ή στον πειρασμό των οφσόρ εταιρειών (κι αυτός για το καλό των παιδιών του), υποχρεωνόμαστε να πιστέψουμε ότι δεν ποντάρει αποκλειστικά στο νόμο περί ανευθυνότητας υπουργών και στη μηχανή της παραγραφής αλλά και στην πρωθυπουργική αμεριμνησία ή αδιαφορία ή κατανόηση και μεγαλοθυμία ή αβελτηρία. Πώς να επιλέξουμε εμείς κάτι απ’ όλα αν δεν ακούσουμε, επιτέλους ειλικρινείς, τους Κυρίους Κ. που μας κυβέρνησαν;
http://www.kathimerini.gr/