Θα ήταν ώρα..
Θα ήταν ώρα να αναλογιστούμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε..
Θα ήταν ώρα να ξεβολευτούμε , να σταματήσουμε να φλυαρούμε και επιτέλους όσοι έχουμε απομείνει να εργαστούμε με τις συνειδήσεις μας για να κάνουμε τούτο τον τόπο βιώσιμο, για εμάς και τα παιδιά μας.
Θα ήταν ώρα να κάνουμε ξανά τον ουρανό μας γαλάζιο, τις θάλασσές μας ανοιχτές και τις νύχτες μας φωτεινές, όπως τότε που μανάδες με παιδιά, ηλικιωμένοι, άφοβα απολάμβαναν το Αττικό φεγγάρι στα πάρκα, στις πλατείες,
Θα ήταν ώρα να κλείσουμε τις τηλεοράσεις , να μη βάζουμε τα αρπακτικά στα σπίτια μας και τόση δυσωδία μέσα μας.
Θα ήταν ώρα να κάνουμε ξανά τις γειτονιές μας γειτονιές και όχι γκέτο, να θυμηθούμε τα ονόματα που δώσαμε στους δρόμους και να τους περπατήσουμε προσπαθώντας να πούμε ξανά «καλημέρα» στους διπλανούς μας, τους συνοδοιπόρους μας.
Θα ήταν ώρα να μάθουμε να ζούμε με τους ξένους, τους αλλοδαπούς που προσπαθούν να ζήσουν στον τόπο μας, να επιβιώσουν αφού πρώτα διώχναμε την απίστευτη σαβούρα που μας έχει γεμίσει ως το λαιμό, το κάθε λογής σκουπίδι που μας επιβάλλει τον εκφυλισμό της κουλτούρας μας, την κιτσαρία σε κάθε μας βήμα, αφού καθαρίσουμε πρώτα εμείς και μετά όλοι αυτοί που αφήσαμε και έκαναν τρίτο κόσμο τον τόπο μας.
Θα ήταν ώρα να πάρουμε τη σκούπα όπως οι γιαγιάδες μας και να κάνουμε τα πεζοδρόμια να λάμπουν, τους δρόμους και όχι μόνο τα σπίτια μας πετώντας τα σκουπίδια από το παράθυρο.
Θα ήταν ώρα να γίνουμε κάτι πριν αφανιστούμε και αυτό το κάτι να το αγαπήσουμε, να το προστατεύσουμε, να το δώσουμε στα παιδιά μας πριν μας μισήσουν κι άλλο.
Θα ήταν ώρα να βγούμε στους δρόμους, να κάνουμε αλλιώτικες πορείες, απεργίες, ξεσηκωμό, με ένα σθένος Ελληνικό δείχνοντας εμείς το δρόμο και παύοντας να ακολουθούμε τους άλλους.
Θα ήταν ώρα να πάψουμε να είμαστε όχλος ακόμα και με τον ίδιο μας τον εαυτό, να μάθουμε, να αγωνιστούμε, να κατακτήσουμε όσο και αν πονέσουμε, να χτίσουμε με τα χέρια μας τα σκαλιά που μας γκρεμίσανε και να τα ανέβουμε όρθιοι.
Θα ήταν ώρα να πιστέψουμε στο Θεό, όχι τον έναν ή τον άλλον, αλλά αυτόν που όλοι κρύβουμε μέσα μας, να τον λατρέψουμε και αντί να περιμένουμε να μας κάνει θαύματα, να κάνουμε εμείς γι’ αυτόν.
Θα ήταν ώρα, να περάσουμε μια γιαγιά απ’ το δρόμο, να κρατήσουμε απ’ το χέρι ένα παιδί χωρίς να τρομάξουν, χωρίς να αναρωτηθούν γιατί.
Θα ήταν ώρα να κάνουμε τις γνώσεις μας πέτρες και μ’ αυτές να λιθοβολήσουμε όλους εκείνους που μας κρατούσαν δέσμιους γενιές επί γενιών
Θα ήταν ώρα να πούμε αλήθεια αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη στ’ αγέννητα παιδιά, να δουν το πρώτο φως με κλάμα ευτυχίας, με περηφάνια στα πρώτα τους βήματα και με ηθικό ακλόνητο σε τούτη τη μικρή πατρίδα μας.
Θα ήταν ώρα να ξυρίσουμε τους παπάδες, να γκρεμίσουμε τα ειδωλολατρικά τους μαγαζάκια, να πάρουμε το κεντρί τους από πάνω μας και να τους μάθουμε επιτέλους πως ο Θεός που πιστεύουμε δεν μας θέλει ούτε αμαρτωλούς ούτε γονατιστούς, ούτε φοβισμένους. Να τους μάθουμε πως ο πλησίον μας έχει ανάγκη και δεν μπορεί να μας κατέβει μπουκιά όταν ένα παιδί κλαίει για το γάλα που δεν έχει, για τα παπούτσια που δεν φοράει.
Να γίνουμε πιστοί και να τους διδάξουμε. Και ο Θεός ο δικός τους ακόμα, θα βγάλει τα καρφιά του μια για να τους μουντζώσει και μια για να χειροκροτήσει που επιτέλους κάποιοι κατάλαβαν και δεν θα λένε πια το όνομά Του επί ματαίω.
Θα ήταν ώρα πρώτα εμείς, εγώ κι εσύ, να δώσουμε πίσω ότι αρπάξαμε. υλικά και ηθικά αποθέματα που σπαταλήσαμε ασύστολα μες στην εγκληματική μας αμάθεια και να απαιτήσουμε μετά από τους πάντες να μας τα επιστρέψουν, να δούμε ξανά τα ταμεία μας να γεμίζουν, να ακούσουμε ξανά τη «συγνώμη» που τόσοι μας οφείλουν, να πάρουμε πίσω τα υπάρχοντά μας, τα ιδανικά μας τα πιστεύω, τις ματωμένες σημαίες και τα λάβαρά μας, να μαζέψουμε τη σκορπισμένη μας πατρίδα, από τις χώρες που περάσαμε, από τα μουσεία που αφήσαμε να γεμίσουν, από το τραπέζι των χαρτοπαιχτικών λεσχών, από τον Καιάδα των συνειδήσεων.
Θα ήταν ώρα να μάθουμε και να βρίζουμε ακόμα, αλλά στη γλώσσα μας, την αυθεντική, την απόλυτη, την γλώσσα που έδωσε στη γη τη γνώση, που κόκαλλα τσακίζει και κόκαλλα δεν έχει, την Ελληνική.
Θα ήταν ώρα να ακούσουμε το δάσκαλο αφού μάθει πρώτα εκείνος πως πρέπει να μας διδάξει, να φιλήσουμε το χέρι του παπά αφού πρώτα μάθει να ταΐζει όχι το θηρίο αλλά τον ανήμπορο, να πλησιάσουμε τον αστυφύλακα αφού γίνει αστυ-φύλακας, να ζητήσουμε τη βοήθεια του γιατρού αφού πρώτα κάνει τους όρκους του πράξη και να αφήσουμε τον αρχηγό της χώρας να μας οδηγήσει μπροστά αφού πρώτα μάθει πως τον βάλαμε εκεί ψηλά μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μαζί μπροστά και όχι από άγνοια.
Θα ήταν ώρα να γίνουν όλα αυτά και άλλα πολλά.. αλλά δεν είναι, απλά, δυστυχώς γιατί όλοι εμείς που ξέρουμε, ΔΕΝ θέλουμε. Καληνύχτα μας..
Έπεται συνέχεια.
Ματωμένες Πύλες
Θα ήταν ώρα να ξεβολευτούμε , να σταματήσουμε να φλυαρούμε και επιτέλους όσοι έχουμε απομείνει να εργαστούμε με τις συνειδήσεις μας για να κάνουμε τούτο τον τόπο βιώσιμο, για εμάς και τα παιδιά μας.
Θα ήταν ώρα να κάνουμε ξανά τον ουρανό μας γαλάζιο, τις θάλασσές μας ανοιχτές και τις νύχτες μας φωτεινές, όπως τότε που μανάδες με παιδιά, ηλικιωμένοι, άφοβα απολάμβαναν το Αττικό φεγγάρι στα πάρκα, στις πλατείες,
Θα ήταν ώρα να κλείσουμε τις τηλεοράσεις , να μη βάζουμε τα αρπακτικά στα σπίτια μας και τόση δυσωδία μέσα μας.
Θα ήταν ώρα να κάνουμε ξανά τις γειτονιές μας γειτονιές και όχι γκέτο, να θυμηθούμε τα ονόματα που δώσαμε στους δρόμους και να τους περπατήσουμε προσπαθώντας να πούμε ξανά «καλημέρα» στους διπλανούς μας, τους συνοδοιπόρους μας.
Θα ήταν ώρα να μάθουμε να ζούμε με τους ξένους, τους αλλοδαπούς που προσπαθούν να ζήσουν στον τόπο μας, να επιβιώσουν αφού πρώτα διώχναμε την απίστευτη σαβούρα που μας έχει γεμίσει ως το λαιμό, το κάθε λογής σκουπίδι που μας επιβάλλει τον εκφυλισμό της κουλτούρας μας, την κιτσαρία σε κάθε μας βήμα, αφού καθαρίσουμε πρώτα εμείς και μετά όλοι αυτοί που αφήσαμε και έκαναν τρίτο κόσμο τον τόπο μας.
Θα ήταν ώρα να πάρουμε τη σκούπα όπως οι γιαγιάδες μας και να κάνουμε τα πεζοδρόμια να λάμπουν, τους δρόμους και όχι μόνο τα σπίτια μας πετώντας τα σκουπίδια από το παράθυρο.
Θα ήταν ώρα να γίνουμε κάτι πριν αφανιστούμε και αυτό το κάτι να το αγαπήσουμε, να το προστατεύσουμε, να το δώσουμε στα παιδιά μας πριν μας μισήσουν κι άλλο.
Θα ήταν ώρα να βγούμε στους δρόμους, να κάνουμε αλλιώτικες πορείες, απεργίες, ξεσηκωμό, με ένα σθένος Ελληνικό δείχνοντας εμείς το δρόμο και παύοντας να ακολουθούμε τους άλλους.
Θα ήταν ώρα να πάψουμε να είμαστε όχλος ακόμα και με τον ίδιο μας τον εαυτό, να μάθουμε, να αγωνιστούμε, να κατακτήσουμε όσο και αν πονέσουμε, να χτίσουμε με τα χέρια μας τα σκαλιά που μας γκρεμίσανε και να τα ανέβουμε όρθιοι.
Θα ήταν ώρα να πιστέψουμε στο Θεό, όχι τον έναν ή τον άλλον, αλλά αυτόν που όλοι κρύβουμε μέσα μας, να τον λατρέψουμε και αντί να περιμένουμε να μας κάνει θαύματα, να κάνουμε εμείς γι’ αυτόν.
Θα ήταν ώρα, να περάσουμε μια γιαγιά απ’ το δρόμο, να κρατήσουμε απ’ το χέρι ένα παιδί χωρίς να τρομάξουν, χωρίς να αναρωτηθούν γιατί.
Θα ήταν ώρα να κάνουμε τις γνώσεις μας πέτρες και μ’ αυτές να λιθοβολήσουμε όλους εκείνους που μας κρατούσαν δέσμιους γενιές επί γενιών
Θα ήταν ώρα να πούμε αλήθεια αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη στ’ αγέννητα παιδιά, να δουν το πρώτο φως με κλάμα ευτυχίας, με περηφάνια στα πρώτα τους βήματα και με ηθικό ακλόνητο σε τούτη τη μικρή πατρίδα μας.
Θα ήταν ώρα να ξυρίσουμε τους παπάδες, να γκρεμίσουμε τα ειδωλολατρικά τους μαγαζάκια, να πάρουμε το κεντρί τους από πάνω μας και να τους μάθουμε επιτέλους πως ο Θεός που πιστεύουμε δεν μας θέλει ούτε αμαρτωλούς ούτε γονατιστούς, ούτε φοβισμένους. Να τους μάθουμε πως ο πλησίον μας έχει ανάγκη και δεν μπορεί να μας κατέβει μπουκιά όταν ένα παιδί κλαίει για το γάλα που δεν έχει, για τα παπούτσια που δεν φοράει.
Να γίνουμε πιστοί και να τους διδάξουμε. Και ο Θεός ο δικός τους ακόμα, θα βγάλει τα καρφιά του μια για να τους μουντζώσει και μια για να χειροκροτήσει που επιτέλους κάποιοι κατάλαβαν και δεν θα λένε πια το όνομά Του επί ματαίω.
Θα ήταν ώρα πρώτα εμείς, εγώ κι εσύ, να δώσουμε πίσω ότι αρπάξαμε. υλικά και ηθικά αποθέματα που σπαταλήσαμε ασύστολα μες στην εγκληματική μας αμάθεια και να απαιτήσουμε μετά από τους πάντες να μας τα επιστρέψουν, να δούμε ξανά τα ταμεία μας να γεμίζουν, να ακούσουμε ξανά τη «συγνώμη» που τόσοι μας οφείλουν, να πάρουμε πίσω τα υπάρχοντά μας, τα ιδανικά μας τα πιστεύω, τις ματωμένες σημαίες και τα λάβαρά μας, να μαζέψουμε τη σκορπισμένη μας πατρίδα, από τις χώρες που περάσαμε, από τα μουσεία που αφήσαμε να γεμίσουν, από το τραπέζι των χαρτοπαιχτικών λεσχών, από τον Καιάδα των συνειδήσεων.
Θα ήταν ώρα να μάθουμε και να βρίζουμε ακόμα, αλλά στη γλώσσα μας, την αυθεντική, την απόλυτη, την γλώσσα που έδωσε στη γη τη γνώση, που κόκαλλα τσακίζει και κόκαλλα δεν έχει, την Ελληνική.
Θα ήταν ώρα να ακούσουμε το δάσκαλο αφού μάθει πρώτα εκείνος πως πρέπει να μας διδάξει, να φιλήσουμε το χέρι του παπά αφού πρώτα μάθει να ταΐζει όχι το θηρίο αλλά τον ανήμπορο, να πλησιάσουμε τον αστυφύλακα αφού γίνει αστυ-φύλακας, να ζητήσουμε τη βοήθεια του γιατρού αφού πρώτα κάνει τους όρκους του πράξη και να αφήσουμε τον αρχηγό της χώρας να μας οδηγήσει μπροστά αφού πρώτα μάθει πως τον βάλαμε εκεί ψηλά μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μαζί μπροστά και όχι από άγνοια.
Θα ήταν ώρα να γίνουν όλα αυτά και άλλα πολλά.. αλλά δεν είναι, απλά, δυστυχώς γιατί όλοι εμείς που ξέρουμε, ΔΕΝ θέλουμε. Καληνύχτα μας..
Έπεται συνέχεια.
Ματωμένες Πύλες