Στα χωμάτινα μικρά δρομάκια της πόλης με τα μικρά χαμηλά σπιτάκια , οι ανθισμένοι κήποι που με ευλάβεια οι νοικοκυραίοι συντηρούν έχουν αρχίσει να μοσχοβολούν.
Η άνοιξη έχει αρχίσει να κάνει την αισθητή την παρουσία της και μαζί με το δροσερό αεράκι και την μυρωδιά του χώματος από την ξαφνική βροχή μας θυμίζει πως έχουμε μπει στην τελική ευθεία για το καλοκαίρι.
Είναι μεσημέρι, τα σχολεία τελείωσαν και οι παιδικές φωνές έχουν αρχίσει να πλημμυρίζουν τα χωμάτινα σοκάκια ανυπομονώντας να κάτσουν στο τραπέζι και με βουλιμία να καταβροχθίσουν το μεσημεριανό τους φαγητό.
Πίσω στο σπίτι οι μανάδες έχουν ήδη στρώσει το τραπέζι περιμένοντας τα βλαστάρια τους ενώ η φωτιά σιγοκαίει ώστε το τσουκάλι να κρατά ακόμη ζεστό το φαγητό.
Ο πατέρας στην βιοπάλη προσπαθώντας να έχει όσο δυνατόν περισσότερα μεροκάματα τον μήνα και για τα ένσημα του , με τον χρόνο δε μπορεί να τα βάλει κανείς.
Πολλές φορές ο παππούς και η γιαγιά έκαναν και την ευχάριστη εμφάνισή τους φορτωμένοι με τα γεμάτα καλάθια από τα καλούδια του χωριού.
Αυγά , χόρτα, εσπεριδοειδή και βέβαια το λάδι της οικογένειας……ίσως και λίγο από το καλό ζυμωτό ψωμί που η γιαγιά με περίσση τέχνη φτιάχνει στον ξυλόφουρνο του σπιτιού.
Ήταν εποχές που δεν υπήρχαν μεγάλες πολυτέλειες , το τηλέφωνο ήταν κάτι δύσκολο και συνήθως υπήρχαν λίγες γραμμές με μια κατά κάποιον τρόπο κοινόχρηστη σε ένα δημόσιο κτίριο (κοινοτικό γραφείο) ή στο καφενεδάκι της κοντινής πλατείας με τα υπεραιωνόβια πλατάνια.
Το κινητό άγνωστη λέξη που πήγαζε από τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βέρν και του φανταστικού κόσμου του.
Η τηλεόραση είδος πολυτελείας , κάτι που οι περισσότεροι το είχαν δει στα μεγάλα εμπορικά της πόλης , τους εντυπωσίαζε αλλά αδυνατούσαν να το αποκτήσουν , οι προτεραιότητες ήταν άλλες σημαντικότερες.
Ένα πιάτο φαί το μεσημέρι , μερικά χρήματα για ιατρικές ανάγκες, ένα ζευγάρι παπούτσια και ρούχα για το παιδί και βέβαια η απαραίτητη αποταμίευση ώστε όταν μεγαλώσει να σπουδάσει , να γίνει γραμματιζούμενος και κάτι καλύτερο από τον εργάτη πατέρα.
Χρήματα για αυτοκίνητα δεν υπήρχαν , οι συγκοινωνίες έκαναν καλή δουλειά και οικονομικά έστω και με τα προβλήματά τους. Στην χειρότερη όλο και κάποιος γείτονας με το αγροτικό θα μπορούσε να εξυπηρετήσει.
Οι διακοπές ήταν ένα όνειρο το οποίο συνήθως δε γινόταν πραγματικότητα , είπαμε πρέπει να αφήσουμε κάτι πίσω , να δημιουργήσουμε , να σταθούμε στα πόδια μας ώστε τα παιδία μας να έχουν μια καλύτερη ζωή.
Άλλωστε το παν δεν είναι να υπάρχουν τα λεφτά , αυτά κάνουν την ζωή μας ευκολότερη αλλά όχι καλύτερη , αρκεί να υπάρχει αμοιβαία συνεννόηση , επικοινωνία , καλοσύνη , αγάπη , αρκεί να κατανοήσουμε πως μέσα από τις μικρές στιγμές και αξίες της ύπαρξης μας αναδύεται το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής.
Και στάθηκαν , τα κατάφεραν δημιούργησαν από το μηδέν πολλά και άφησαν ένα καλύτερο μέλλον στα παιδία τους με την προσδοκία πως θα το διαχειριστούν σωστά , καλύτερα ίσως και θα κάνουν ένα βήμα εμπρός
Με την ελπίδα πως θα γίνουν καλύτερα από αυτούς , άλλωστε εξ ορισμού είχαν περισσότερα υλικά εφόδια έστω και δεν είχαν το πλεονέκτημα τον πατεράδων που βρέθηκαν σε μια χρονική συγκυρία με την χώρα κατεστραμμένη άρα εκ προοιμίου να έχει μπροστά της ανάπτυξη , βέβαια αυτό δε λέει πολλά και θα το κάνω σαφέστερο παρακάτω.
Αρκετά χρόνια μετά τα στενά χωμάτινα δρομάκια και σοκάκια έχουν γίνει πλέον ασφαλτοστρωμένα στενά .
Ο πολιτισμός έχει χτυπήσει την πόρτα μας και τα μικρά ,ζεστά σπιτάκια με τους ανθισμένους κήπους έχουν γίνει τεράστιοι τσιμεντένιοι όγκοι στο βωμό της ανάπτυξης.
Το ΄΄πολιτικά ορθό ΄΄ της εποχής είναι ένα καλό μεγάλο διαμέρισμα με parking για να στεγάσουμε τα όνειρα της ζωής μας.
Οι μυρωδιές της φύσης έχουν σιγά σιγά δώσει την θέση τους στην βουή των αυτοκινήτων και την μυρωδιά του καυσαερίου.
Τα παιδία έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν όλο και λιγότερο μόνα τους στον δρόμο , οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί και οι εποχές έχουν γίνει πονηρές.
Στο σπίτι οι μανάδες έχουν αφήσει την θέση τους στις γιαγιάδες , είναι πολλά τα χρήματα των δόσεων και πρέπει να δουλέψει και αυτή ενώ οι πατεράδες κατά πλειοψηφία έχουν ξεχάσει πως έχουν κάνει οικογένεια.
Οικογένεια ? Ωραία λέξη , πόσο καλά θα ήταν να υπήρχε με την παλιά καλή έννοια της ενότητας , του αλληλοσεβασμού , της εμπιστοσύνης , την καλλιέργιας μιας νέας ψυχής , την διατήρηση της ψυχής των πατεράδων μας.
Τα τηλέφωνα έγιναν 2play και 3play , τα κινητά 2-3 στον καθέναν, ενώ η τηλεόραση πλέον έχει γίνει 50΄΄ και 3D για να μπορούμε να βλέπουμε τα προγράμματα σε άλλο επίπεδο , ενώ απαραίτητα πρέπει να υπάρχει μια σε κάθε δωμάτιο.
Η ντουλάπες μας δεν έχουν ένα ζευγάρι παπούτσια ή 2-3 αλλαξιές έχοντας αλλά έχουν γεμίσει με αμέτρητα ζευγάρια , Nike, Lacoste, Timberland, ενώ η γκαρνταρόμπα μας φιλοξενεί σειρά από Levi’s, Gucci, Bvlgari και άλλα.
Στο parking μας στέκει υπερήφανα το X5 , το GOLF για την κόρη ή τον γιό , και κανένα Smart για την σύζυγο και τις μετακινήσεις στο κέντρο.
Οι δε διακοπές είναι πλέον απαραίτητο καλοκαιρινό ΄΄αξεσουάρ΄΄ με συγκεκριμένους προορισμούς θεωρώντας πως το παλιό καλό χωριουδάκι μας δεν αποτελεί προορισμό τέτοιον που θα μπορούσε να μας δώσει μερικές στιγμές ξεκούρασης και ξεγνοιασίας.
Τα φώτα της μεγαλούπολης και της εύκολης απόκτησης των αγαθών ,πολλές φορές περιττών, μας τύφλωσαν ως άλλους ιθαγενείς.
Πιασμένοι στην φάκα της δήθεν ανάπτυξης και προόδου πιστέψαμε πως αποκτώντας όλο και περισσότερα , μεγαλύτερα και φανταχτερά θα καταφέρουμε να είμαστε κάτι καλύτερο από τους προγόνους μας.
Θεωρήσαμε πως έτσι θα προσδώσουμε την αίγλη που αρμόζει σε μια γενιά που διαχειρίστηκε την καλύτερη χρονική περίοδο της ιστορία του νεοελληνικού κράτους , μια περίοδο ειρηνική με πολλά χρήματα(Ε.Ε) και δυνατότητες ανάπτυξης τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.
Παρόλα αυτά τα καταφέραμε ξανά , καταφέραμε να την χαραμίσουμε και το κάναμε γιατί πολύ απλά στο βωμό του γυαλιστερού περιτιλύγματος της ζωής μας πουλήσαμε την ψυχή μας.
Ξεχάσαμε πως είναι να εργαζόμαστε , ξεχάσαμε πως πρέπει να κοπιάσουμε για να πετύχουμε , ξεχάσαμε πως είναι να βγάζουν ρόζους τα χέρια μας.
Ξεχάσαμε πως είναι να μην έχεις χρήματα στην τσέπη ώστε να εκτιμάς όταν τα έχεις.
Ξεχάσαμε πως είναι να μην βγαίνεις 3-4 φορές την εβδομάδα για διασκέδαση αλλά να ξεσκάς με έναν περίπατο.
Ξεχάσαμε πως το λάδι που τρώμε από το χωριό θέλει χέρια για να βγεί και δουλειά για να ετοιμαστεί.
Ξεχάσαμε ή δεν μάθαμε πως είναι να παλεύουμε για τις αξίες μας , τα θέλω μας , τα πιστεύω μας.
Ξεχάσαμε πως τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Ξεχάσαμε πως όσα καλούδια και αν αγοράσουμε ,όσες φορές και αν επισκευθούμε τα γκλαμουράτα θέρετρα στις διακοπές μας , όσα χρήματα και αν έχουμε στις καταθέσεις μας………………..τίποτα δε μπορεί να μας γλυτώσει από την μοναξιά μας κάτω από τα φανταχτερά φώτα της πόλης παρα μόνο η ψυχή μας.
Αυτό είναι το μυστικό , ότι ο λαός μας παλαιότερα , οι άνθρωποι είχαν ψυχή , καρδιά και καλοσύνη.
Είναι αυτό που πρέπει να το ξαναβρούμε , να το ξαναγοράσουμε με κάθε κόστος , όσο καθυστερούμε απλά το κόστος θα είναι μεγαλύτερο.
http://greeknet.wordpress.com/