ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ...
Έζησε μια ζωή σκοτεινή, καταστροφική και απάνθρωπη, ένα τούνελ χωρίς έξοδο. Πέρασε 49 ταραγμένα χρόνια χωρίς την παραμικρή αχτίδα κοινωνικής αποδοχής, χωρίς την ασφάλεια του οικογενειακού πυρήνα. Και βίωσε μοναχικά ένα τέλος βίαιο, το οποίο, όμως, όπως κυνικά ισχυρίζονται πολλοί, του ταίριαζε απολύτως. Πριν από δύο εβδομάδες εκτελέστηκε στις φυλακές της Γιούτα, στις ΗΠΑ, ο Ρόνι Λι Γκάρντνερ.
Ο πρώτος αμερικανός θανατοποινίτης έπειτα από 14 χρόνια που επέλεξε να πεθάνει στο εκτελεστικό απόσπασμα αντί από θανατηφόρα ένεση. Δεν τον αγάπησε ποτέ κανείς και δεν αγάπησε ποτέ κανέναν. Από την πρώτη σελίδα το «βιβλίο» της ζωής του έδειχνε ότι θα γινόταν κτήνος. Ηταν νεκρός προτού καν γεννηθεί: η μητέρα του Ρουθ Λούκας, όσο ήταν έγκυος στον Ρόνι, έπινε καθημερινά φθηνά ποτά και κάπνιζε μαριχουάνα αγνοώντας τις συστάσεις των γιατρών.
Από την πρώτη ημέρα που γεννήθηκε, στο Σολτ Λέικ Σίτι της Γιούτα, ο μικρός έμενε περισσότερο με την εννιάχρονη αδελφή του παρά με τους γονείς του, οι οποίοι καβγάδιζαν σε βαθμό που οι γείτονες σχεδόν πάντα καλούσαν την αστυνομία για να τους χωρίσει. Ο μέθυσος και οξύθυμος πατέρας του Νταν Γκάρντνερ κάθε φορά που το στερνοπαίδι του τον ξυπνούσε με τα κλάματά του στη μέση της νύχτας ούρλιαζε εκνευρισμένος και καχύποπτος στη γυναίκα του: «Πάρε το μπάσταρδο από ΄δώ, δεν είναι παιδί μου αυτός!».
Ενός έτους ο Ρόνι κόλλησε μηνιγγίτιδα με αποτέλεσμα να πειραχθούν κάποιες περιοχές του εγκεφάλου του. Μεγαλώνοντας ανέπτυξε έντονη αντικοινωνική συμπεριφορά. Αντιγράφοντας την επιθετικότητα μέσα στην οποία ζούσε έγινε και ο ίδιος τόσο εριστικός που ήταν αδύνατον να δημιουργήσει φιλίες με τους συνομηλίκους του.
Η μοναδική του διέξοδος, το σχολείο, αποδείχθηκε «βουνό» για τον μικρό Ρόνι. «Δεν μπορούσε να μάθει απολύτως τίποτα.Μάλλον δεν ήταν τόσο έξυπνος όσο οι συμμαθητές του.
Οι δάσκαλοι διαμαρτύρονταν στους γονείς μας πως ήταν υπερκινητικός και συνιστούσαν να τον πάμε σε ειδικό σχολείο» λέει ένας από τους αδελφούς του. Ενας άλλος αδελφός του (η μητέρα του έκανε εννέα παιδιά) τον είχε ήδη κακοποιήσει σεξουαλικά όταν ήταν τριών ετών. Στα επτά(!) του το έριξε στα ναρκωτικά. «Σνίφαρε» από κόλλα ως βερνίκια παπουτσιών και από βενζίνη ως σπρέι αεροζόλ.
Επιπλέον ο μεγαλύτερος αδελφός του τον χτυπούσε βάναυσα, ενώ ο νέος του πατριός Μπιλ Λούκας τον έριξε για τα καλά στον υπόκοσμο. Στα δέκα του χρόνια ο Ρόνι τού έκανε «θελήματα»: διακινούσε ναρκωτικά, πουλούσε όπλα και λήστευε μικρομάγαζα. Ενας γείτονας που ανέλαβε την προστασία του ίδιου και ενός αδελφού του αποδείχθηκε παιδόφιλος που βασάνιζε τα αγόρια. Λίγο μετά πέρασε στην κοκαΐνη, στη μεθαμφεταμίνη και στην ηρωίνη. «Εχω τρυπηθεί με πρέζα πάνω από 200 φορές» είπε στους ψυχολόγους της φυλακής για εκείνη την περίοδο.
Εργαζόταν περιστασιακά ως ζιγκολό για να βγάλει τη δόση του. «Ξέρω καλά πως είμαι ένα εκνευριστικό και ενοχλητικό κωλόπαιδο» είχε πει κάποτε για τον εαυτό του ο Γκάρντνερ δικαιολογώντας τις ατέλειωτες «βόλτες» του μέσα σε σωφρονιστικά ιδρύματα. Στα 19 του ο Ρόνι είχε αποκτήσει ήδη δύο παιδιά με μια φίλη του, την Ντέμπρα Μπίσοφ.
Για λίγο έμοιαζε ότι η πατρότητα θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο τον τραχύ χαρακτήρα του. Φευ. Το 1984 δολοφόνησε πάνω σε καβγά έναν μπάρμαν. Στη δίκη όλοι ήξεραν την κατάληξη: στην καλύτερη τα ισόβια δεσμά, στη χειρότερη η θανατική ποινή. Την ημέρα της δίκης, ένα ζεστό απόγευμα του καλοκαιριού του 1985, μια συνεργός του τού προμήθευσε ένα όπλο. Πήγε να δραπετεύσει από τα δικαστήρια αλλά πυροβόλησε και σκότωσε έναν δικηγόρο.
Πιάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για διπλό φόνο εκ προμελέτης. Η γυναίκα του την επόμενη ημέρα τον παράτησε παίρνοντας μαζί και τα δυο τους παιδιά. Οπως λένε όσοι τον γνώρισαν, ο Γκάρντνερ δεν πέθανε πριν από λίγες ημέρες από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Είχε παραιτηθεί από τη ζωή από εκείνο το λουτρό αίματος στα δικαστήρια. Με έναν στόχο καρφιτσωμένο στην καρδιά Δεμένος σε αυτή την καρέκλα εκτελέστηκε ο δύο φορές δολοφόνος 17 προς 18 Ιουνίου 2010. Μεσάνυχτα ακριβώς. Το κελί του κρατουμένου υπ΄ αριθμόν 14.873 άνοιξε.
Ενας γεροδεμένος άντρας φάνηκε στο κατώφλι με χειροπέδες στα χέρια και αλυσίδες στα πόδια. Από τα μεγάφωνα της φυλακής ακούστηκε δυνατά η φοβερή φράση «Dead man walking!», το παράγγελμα του δεσμοφύλακα για να ξεκινήσει η απεχθής διαδικασία. Η φυλακή σιγεί αφουγκραζόμενη το «περπάτημα του νεκρού άντρα» προς την αίθουσα εκτελέσεων.
Ο Γκάρντνερ δέθηκε στη μαύρη μεταλλική καρέκλα, περιστοιχισμένη από σακιά με άμμο, ώστε να μην εξοστρακιστούν οι σφαίρες. Του έβαλαν μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι. Και έναν στόχο καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. Οι πέντε εκτελεστές, όλοι αστυνομικοί, πήραν θέση απέναντί του, σε απόσταση 7,5 μέτρων, με τα τουφέκια Winchester των 7,62 χιλιοστών στα χέρια τους.
«Εχεις να δηλώσεις κάτι τελευταίο;» τον ρώτησε ο αρχιδεσμοφύλακας. «Οχι, δεν έχω» απάντησε. Στις 12.15 ακούστηκαν ταυτόχρονα πέντε πυροβολισμοί. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, δεν χύθηκε στο πάτωμα ούτε σταγόνα αίματος του Γκάρντνερ, σχηματίστηκαν μόνο μερικές κόκκινες κηλίδες στο σκούρο μπλε πουκάμισό του. Ο ιατροδικαστής έσπευσε αμέσως, έβγαλε την κουκούλα και αντίκρισε τον νεκρό Γκάρντνερ με το στόμα μισάνοιχτο, το πρόσωπό του κάτωχρο. Στις 12.17 τον ανακήρυξε και επισήμως νεκρό.
Οι πέντε αστυνομικοί αποχώρησαν σιωπηλοί. Το ένα από τα πέντε τουφέκια περιείχε άσφαιρα ώστε ο καθένας τους να μπορεί να υποθέσει ότι δεν έριξε αυτός μία από τις μοιραίες σφαίρες.
BHMA
Ο πρώτος αμερικανός θανατοποινίτης έπειτα από 14 χρόνια που επέλεξε να πεθάνει στο εκτελεστικό απόσπασμα αντί από θανατηφόρα ένεση. Δεν τον αγάπησε ποτέ κανείς και δεν αγάπησε ποτέ κανέναν. Από την πρώτη σελίδα το «βιβλίο» της ζωής του έδειχνε ότι θα γινόταν κτήνος. Ηταν νεκρός προτού καν γεννηθεί: η μητέρα του Ρουθ Λούκας, όσο ήταν έγκυος στον Ρόνι, έπινε καθημερινά φθηνά ποτά και κάπνιζε μαριχουάνα αγνοώντας τις συστάσεις των γιατρών.
Από την πρώτη ημέρα που γεννήθηκε, στο Σολτ Λέικ Σίτι της Γιούτα, ο μικρός έμενε περισσότερο με την εννιάχρονη αδελφή του παρά με τους γονείς του, οι οποίοι καβγάδιζαν σε βαθμό που οι γείτονες σχεδόν πάντα καλούσαν την αστυνομία για να τους χωρίσει. Ο μέθυσος και οξύθυμος πατέρας του Νταν Γκάρντνερ κάθε φορά που το στερνοπαίδι του τον ξυπνούσε με τα κλάματά του στη μέση της νύχτας ούρλιαζε εκνευρισμένος και καχύποπτος στη γυναίκα του: «Πάρε το μπάσταρδο από ΄δώ, δεν είναι παιδί μου αυτός!».
Ενός έτους ο Ρόνι κόλλησε μηνιγγίτιδα με αποτέλεσμα να πειραχθούν κάποιες περιοχές του εγκεφάλου του. Μεγαλώνοντας ανέπτυξε έντονη αντικοινωνική συμπεριφορά. Αντιγράφοντας την επιθετικότητα μέσα στην οποία ζούσε έγινε και ο ίδιος τόσο εριστικός που ήταν αδύνατον να δημιουργήσει φιλίες με τους συνομηλίκους του.
Η μοναδική του διέξοδος, το σχολείο, αποδείχθηκε «βουνό» για τον μικρό Ρόνι. «Δεν μπορούσε να μάθει απολύτως τίποτα.Μάλλον δεν ήταν τόσο έξυπνος όσο οι συμμαθητές του.
Οι δάσκαλοι διαμαρτύρονταν στους γονείς μας πως ήταν υπερκινητικός και συνιστούσαν να τον πάμε σε ειδικό σχολείο» λέει ένας από τους αδελφούς του. Ενας άλλος αδελφός του (η μητέρα του έκανε εννέα παιδιά) τον είχε ήδη κακοποιήσει σεξουαλικά όταν ήταν τριών ετών. Στα επτά(!) του το έριξε στα ναρκωτικά. «Σνίφαρε» από κόλλα ως βερνίκια παπουτσιών και από βενζίνη ως σπρέι αεροζόλ.
Επιπλέον ο μεγαλύτερος αδελφός του τον χτυπούσε βάναυσα, ενώ ο νέος του πατριός Μπιλ Λούκας τον έριξε για τα καλά στον υπόκοσμο. Στα δέκα του χρόνια ο Ρόνι τού έκανε «θελήματα»: διακινούσε ναρκωτικά, πουλούσε όπλα και λήστευε μικρομάγαζα. Ενας γείτονας που ανέλαβε την προστασία του ίδιου και ενός αδελφού του αποδείχθηκε παιδόφιλος που βασάνιζε τα αγόρια. Λίγο μετά πέρασε στην κοκαΐνη, στη μεθαμφεταμίνη και στην ηρωίνη. «Εχω τρυπηθεί με πρέζα πάνω από 200 φορές» είπε στους ψυχολόγους της φυλακής για εκείνη την περίοδο.
Εργαζόταν περιστασιακά ως ζιγκολό για να βγάλει τη δόση του. «Ξέρω καλά πως είμαι ένα εκνευριστικό και ενοχλητικό κωλόπαιδο» είχε πει κάποτε για τον εαυτό του ο Γκάρντνερ δικαιολογώντας τις ατέλειωτες «βόλτες» του μέσα σε σωφρονιστικά ιδρύματα. Στα 19 του ο Ρόνι είχε αποκτήσει ήδη δύο παιδιά με μια φίλη του, την Ντέμπρα Μπίσοφ.
Για λίγο έμοιαζε ότι η πατρότητα θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο τον τραχύ χαρακτήρα του. Φευ. Το 1984 δολοφόνησε πάνω σε καβγά έναν μπάρμαν. Στη δίκη όλοι ήξεραν την κατάληξη: στην καλύτερη τα ισόβια δεσμά, στη χειρότερη η θανατική ποινή. Την ημέρα της δίκης, ένα ζεστό απόγευμα του καλοκαιριού του 1985, μια συνεργός του τού προμήθευσε ένα όπλο. Πήγε να δραπετεύσει από τα δικαστήρια αλλά πυροβόλησε και σκότωσε έναν δικηγόρο.
Πιάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για διπλό φόνο εκ προμελέτης. Η γυναίκα του την επόμενη ημέρα τον παράτησε παίρνοντας μαζί και τα δυο τους παιδιά. Οπως λένε όσοι τον γνώρισαν, ο Γκάρντνερ δεν πέθανε πριν από λίγες ημέρες από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Είχε παραιτηθεί από τη ζωή από εκείνο το λουτρό αίματος στα δικαστήρια. Με έναν στόχο καρφιτσωμένο στην καρδιά Δεμένος σε αυτή την καρέκλα εκτελέστηκε ο δύο φορές δολοφόνος 17 προς 18 Ιουνίου 2010. Μεσάνυχτα ακριβώς. Το κελί του κρατουμένου υπ΄ αριθμόν 14.873 άνοιξε.
Ενας γεροδεμένος άντρας φάνηκε στο κατώφλι με χειροπέδες στα χέρια και αλυσίδες στα πόδια. Από τα μεγάφωνα της φυλακής ακούστηκε δυνατά η φοβερή φράση «Dead man walking!», το παράγγελμα του δεσμοφύλακα για να ξεκινήσει η απεχθής διαδικασία. Η φυλακή σιγεί αφουγκραζόμενη το «περπάτημα του νεκρού άντρα» προς την αίθουσα εκτελέσεων.
Ο Γκάρντνερ δέθηκε στη μαύρη μεταλλική καρέκλα, περιστοιχισμένη από σακιά με άμμο, ώστε να μην εξοστρακιστούν οι σφαίρες. Του έβαλαν μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι. Και έναν στόχο καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. Οι πέντε εκτελεστές, όλοι αστυνομικοί, πήραν θέση απέναντί του, σε απόσταση 7,5 μέτρων, με τα τουφέκια Winchester των 7,62 χιλιοστών στα χέρια τους.
«Εχεις να δηλώσεις κάτι τελευταίο;» τον ρώτησε ο αρχιδεσμοφύλακας. «Οχι, δεν έχω» απάντησε. Στις 12.15 ακούστηκαν ταυτόχρονα πέντε πυροβολισμοί. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, δεν χύθηκε στο πάτωμα ούτε σταγόνα αίματος του Γκάρντνερ, σχηματίστηκαν μόνο μερικές κόκκινες κηλίδες στο σκούρο μπλε πουκάμισό του. Ο ιατροδικαστής έσπευσε αμέσως, έβγαλε την κουκούλα και αντίκρισε τον νεκρό Γκάρντνερ με το στόμα μισάνοιχτο, το πρόσωπό του κάτωχρο. Στις 12.17 τον ανακήρυξε και επισήμως νεκρό.
Οι πέντε αστυνομικοί αποχώρησαν σιωπηλοί. Το ένα από τα πέντε τουφέκια περιείχε άσφαιρα ώστε ο καθένας τους να μπορεί να υποθέσει ότι δεν έριξε αυτός μία από τις μοιραίες σφαίρες.
BHMA