ΑΠΕΙΘΑΡΧΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΒΟΥΤΗΞΑΝ ΣΕ ΒΥΘΟΥΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
Δεν την γνώρισα. Τουλάχιστον ζωντανή. Κάποιες λίγες φωτογραφίες της, ένα χαμόγελο μάλλον καρφωμένο σε ένα λιπόσαρκο πρόσωπο, να αποτυπώνει περισσότερο περιέργεια και άγχος για το φωτογραφικό φακό παρά άνεση . Και έλαχε να την γνωρίσω περισσότερο, μέσα από ένα επιθανάτιο ρόγχο. Τον επιθανάτιο ρόγχο του γιου της, πριν λίγα χρόνια.
Ο πεθερός μου, υπήρξε ένας λιγομίλητος άνθρωπος, λιτός σε όλες του τις εκδηλώσεις, κοινωνικές, οικογενειακές, συναισθηματικές, πολύ σοβαρός, πολύ μετρημένος, πολύ αξιοπρεπής. Ένας εξαιρετικός νομικός παλαιάς κοπής, που όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει «προσπάθησα να υπηρετήσω με τον ίδιο σεβασμό, Θεό και Νόμο.»
Γεννημένος στο μεσοπόλεμο, σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο του 40. Και απόμεινε μοναχοπαίδι μιας χήρας αγρότισσας, που αν και ουσιαστικά αγράμματη καταλάβαινε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει για τον μοναχογιό της. Να τον σπουδάσει.
Και το έκανε με άπειρες θυσίες, με άπειρο κόπο, και με άπειρη αξιοπρέπεια.
Έδιωξε το γιο της από το χωριό στην πιο μεγάλη κοντινή πόλη να τελειώσει το γυμνάσιο, υποχρεώθηκε σε κάποιους μακρινούς συγγενείς να τον φιλοξενήσουν με το αζημίωτο, και κάθε μεσημέρι πηγαινορχόταν είτε με το λεωφορείο, είτε με τα πόδια -όταν ο μήνας τελείωνε και η πενιχρή σύνταξη δεν έφτανε και για το εισιτήριο του λεωφορείου-, πηγαίνοντας του κάθε μεσημέρι, φαγητό στην καστανιά- το μπρούτζινο ...τάπερ της εποχής-και το ψωμί τυλιγμένο σε ένα λινό πεσκίρι. Ίσως γιατί το αντίτιμο στους συγγενείς δεν έφτανε και για το μεσημεριανό του φαγητό, ίσως γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη ότι θα τον περιποιηθούν όπως του έπρεπε ή ίσως και για να τον βλέπει κάθε μέρα. Τον περίμενε στο σχόλασμα του, ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο του σχολείου, πήγαιναν λίγο παραπέρα σε ένα παγκάκι στην άκρη της πλατείας, ο νεαρός μαθητής έτρωγε, της έδινε πίσω την καστανιά, και στην ερώτηση του «εσύ έφαγες μάννα;»,η απάντηση της ήταν πάντα «φαγωμένη είμαι εγώ, γιε μου»
Ξεπούλησε κάτι χωραφάκια που είχε προικώον για να τον στείλει να σπουδάσει στην Αθήνα, και όταν της είπε πόσο λαχταρούσε να συνεχίσει έξω, ξεπούλησε και το σπίτι της πηγαίνοντας να μείνει και να γηροκομήσει κάποια θειά, χωρίς καν να τον ενημερώσει, χωρίς καν να τον ...συμβουλευτεί, έτσι για να τον στείλει και στα ...εξωτερικά.
Ο γιος επέστρεψε, με τα πρώτα του λεφτά της ξαναγόρασε το σπίτι, παντρεύτηκε στην Αθήνα, και επέμενε πατώντας πόδι να την φέρει κοντά του. Και την έφερε. Όμως παρά το μεγάλο σπίτι, παρά τις ανέσεις, παρά την παρουσία του γιου, ακόμα και παρά την παρουσία του νιόφερτου εγγονού, εκείνη λαχταρούσε να βλέπει κάθε μέρα τα κύματα που έγλυφαν την αυλόπορτα του δικού της του σπιτιού. Την μεγάλη πόλη δεν την αγάπησε ποτέ, η ξενιτιά είναι πάντα κακή. Κι έτσι, για μια ακόμα φορά έκανε του κεφαλιού της. Επέστρεψε στο κονάκι της.
Και μπορεί ο γιος να είχε μάθει γράμματα πολλά - άλλωστε ποτέ εκείνη δεν κατάλαβε πως χωρούσαν όλα αυτές οι λέξεις που βρίσκονταν στα βιβλία του μέσα στο μυαλό του- και μπορεί το καμάρι και η περηφάνια της να ξεχείλιζε για εκείνον, αλλά όταν το ξεπροβόδιζε σταυρώνοντας τον, έπαιρνε το αυστηρό της ύφος που κουβέντα και αντίρρηση δεν σήκωνε, και του έλεγε «Να προσεχείς καλά γιε μου, μην γελαστείς και αδικήσεις κανέναν φτωχό άνθρωπο».
Και τις δικές της τις λιγοστές ανάγκες, τις είχε υπερκαλύψει προ πολλού, αλλά είχε πάντα ένα χαρτί που έγραφε με τα κολλυβογράμματα της, τις ...ανάγκες του γείτονα, του παραπέρα, του κουμπάρου στο διπλανό χωριό, του φίλου στο παραδίπλα, του συγγενή της φιλενάδας της, του ανιψιού του συγχωριανού. Για όσους της στάθηκαν κάποτε, αλλά ακριβώς το ίδιο και για όσους την αδίκησαν όταν τους είχε ανάγκη. Αριθμοί, ποσά, δίπλα σε ένα όνομα, συχνά άγνωστο και στην ίδια. «Ποιος είναι πάλι αυτός ρε μάννα;» «Εγώ δεν τον γνωρίζω, η ...κυρα Γιαννούλα, ο ...κυρ Θάνος, η ...παπαδιά, μου το έδωσε, άνθρωπος την ανάγκη μας έχει, για την ψυχούλα του πατέρα σου, γιε μου»
Και κάπως έτσι ...έφυγε ήσυχα, έχοντας κάνει ότι ένοιωθε, ότι καταλάβαινε, ότι νογούσε ότι έπρεπε, έχοντας... ξοδέψει όλη της τη ζωή κατα πώς έπρεπε. Έφυγε, καθισμένη στην πολυθρόνα της με τα μάτια να κοιτούν την θάλασσα έξω από την αυλόπορτα της και με τα χέρια να κρατούν την κορνιζαρισμένη φωτογραφία του μοναχογιού της να αγορεύει σε κάποιο δικαστήριο.
Και κάπως έτσι πέθανε και ο πεθερός μου πριν λίγα χρόνια σε ένα κρεβάτι μιας αθηναϊκής κλινικής. Μέσα σε ένα κορμί ηλικιωμένου αλλά με ένα μυαλό σταματημένο θαρρείς σε εκείνα τα χρόνια, που μαθητής ακούγοντας το κουδούνι που έβγαινε και βαρούσε ο επιστάτης στο προαύλιο, ήξερε ότι η μόνη σταθερά αλλά και φάρος της ζωής του, θα ήταν πάντα εκείνη η μαυροφορεμένη γυναίκα που ακουμπούσε στην μάντρα του σχολειού, με την καστανιά στο χέρι, ή που τον ξεπροβοδιζε με αυστηρή τρυφερότητα που αντίρρηση δεν σήκωνε:
«Να προσεχείς καλά γιε μου, μην γελαστείς και αδικήσεις κανέναν φτωχό άνθρωπο».
Όποια γυναίκα- η νοσοκόμα, η γυναίκα του, εγώ- πλησίαζε το κρεβάτι του, της άρπαζε το χέρι σφιχτά, δυνατά, τόσο παράταιρα με το λιπόσαρκο πια κορμί του, την κοίταζε στα μάτια και ρώταγε με μια θαρρείς ιλιγγιώδη αγωνία «εσύ έφαγες μάννα;». Και δεν ησύχαζε αν δεν του απαντούσες «φαγωμένη είμαι γιε μου».
Αυτός ο τόπος, αυτή η χώρα, αυτά τα χωματα, αυτή η Πατρίδα, αυτή η Ελλάδα, χτίστηκε ...έτσι. Μεγάλωσε έτσι. Πρόκοψε έτσι.
Με στέρεα υλικά αυτούς τους ανθρώπους. Αυτούς τους τόσο καθημερινούς ήρωες, που η επίσημη ιστορία δεν θα τους ονοματίσει ποτέ, και που δεν τους γνωρίζουν παρά μόνο οι δικοί τους άνθρωποι. Και στόμα στόμα, θα τους μάθουν και τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, και τα τρισεγγονα.
Πίσω από αυτές τις λίγες γραμμές, πίσω από αυτή την τόσο μικρή ιστορία, είναι χιλιάδες, εκατομμύρια άλλες ίδιες. Ίδιες και απαράλλαχτες. Ο καθένας μας κουβαλάει από μια τέτοια γιαγιά, προγιαγιά, που γνώρισε, που δεν γνώρισε, που έμαθε ή που δεν έμαθε. Αλλά είναι το δικό του το DNA. Είναι η δική του η κληρονομιά, που μόνο χρέος έχει να την διασώσει, να την αναδείξει, να την αυγατίσει. Διπλή και τρίδιπλη. Αυτή ειναι η πραγματική ιστορία. Αυτή είναι η πατρίδα του.
Η δική μου η γενιά, δεν έζησε στέρηση. Η γενιά μου, δεν έζησε ούτε πόλεμους, ούτε εμφύλιους, ούτε θυμάται χούντες. Το ψωμί μάθαμε να μας περίσσευε στο τραπέζι, και συχνά το σιρόπι από το ...παντεσπάνι λέρωνε και το τραπεζομάντιλο.
Ε, και; Παραμυθιάζεται κανείς από τους ...κρατούντες, ότι λησμονάμε ποια είναι η αληθινή κληρονομιά μας;
Νομίζουν κάποιοι ότι δεν την ξέρουμε, ότι την θάψαμε, ότι την ξεχάσαμε, ότι όλα αυτά ...παρήλθαν, δεν βρίσκονται χαραγμένα θαρρείς στο πετσί του μυαλού και της ψυχής μας, σε μνήμες που δεν ζήσαμε. Νομίζουν κάποιοι ότι όλα αυτά απλά σκονίζονται σε κάποια άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, αφημένα σαν ντεκόρ πάνω σε τραπέζια μοναστηριακού ρυθμού. Ε, λοιπόν γελιόνται. Πλανώνται πλάνη οικτρά.
Μπορούν να είναι σίγουροι, ότι τα παιδιά και τους γονείς μας, αλλά ΚΑΙ τα ονόματα που δεν ξέρουμε...έτσι να η ...κυρα Γιαννούλα,ο κυρ Θανάσης, η ...παπαδιά, μας τα έδωσε, θα τους σώσουμε, ότι κι αν αυτό σημαίνει.
Άλλωστε εμείς ξέρουμε τι σημαίνει για μας. Αυτοι δεν ξέρουν. Εμείς ξέρουμε ότι όσοι Εφιάλτες, όσοι δοσίλογοι, όσοι μαυραγορίτες, όσοι Κωλέτηδες, όσοι Τσολάκογλου, όσοι Χατζιαβάτηδες, όσοι Γιωργακηδες κι αν πέρασαν από αυτά τα χώματα, όσοι κι αν ..."πάτησαν", εμείς θα κουβαλάμε, θα υπερασπιζόμαστε, θα λογοδοτούμε σε γεννήτορες και απόγονους για την κληρονομιά μας. Εμείς ξέρουμε και ποιοι είμαστε, και που πάμε. Ώρα να το μάθουν και αυτοί...
Υ.Γ. Λίγες σκέψεις που πετάχτηκαν θαρρείς από το μυαλό μου, έτσι μόνες τους απείθαρχες, ακούγοντας αυτό το δεκάλεπτο που κρατάει η ομιλία της Λιάνας Κανέλλη για το ...«ασφαλιστικό». Ίσως γιατί , όσα δεν ζήσαμε υπάρχουν, μας ανήκουν, μας ζητάνε και ίσως να είναι ακόμα πιο ζωντανά και από όσα ζήσαμε. Είναι η ΠΑΤΡΙΔΑ μας. Ίσως γιατί υπερασπιζόμενοι τους γεννήτορες, το παρελθόν μας , στήνουμε οδόφραγμα στο μέλλον που κάποιοι Εφιάλτες στήνουν για εμάς και τα παιδιά μας..
http://agauch-katerina.blogspot.com/
Ο πεθερός μου, υπήρξε ένας λιγομίλητος άνθρωπος, λιτός σε όλες του τις εκδηλώσεις, κοινωνικές, οικογενειακές, συναισθηματικές, πολύ σοβαρός, πολύ μετρημένος, πολύ αξιοπρεπής. Ένας εξαιρετικός νομικός παλαιάς κοπής, που όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει «προσπάθησα να υπηρετήσω με τον ίδιο σεβασμό, Θεό και Νόμο.»
Γεννημένος στο μεσοπόλεμο, σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο του 40. Και απόμεινε μοναχοπαίδι μιας χήρας αγρότισσας, που αν και ουσιαστικά αγράμματη καταλάβαινε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει για τον μοναχογιό της. Να τον σπουδάσει.
Και το έκανε με άπειρες θυσίες, με άπειρο κόπο, και με άπειρη αξιοπρέπεια.
Έδιωξε το γιο της από το χωριό στην πιο μεγάλη κοντινή πόλη να τελειώσει το γυμνάσιο, υποχρεώθηκε σε κάποιους μακρινούς συγγενείς να τον φιλοξενήσουν με το αζημίωτο, και κάθε μεσημέρι πηγαινορχόταν είτε με το λεωφορείο, είτε με τα πόδια -όταν ο μήνας τελείωνε και η πενιχρή σύνταξη δεν έφτανε και για το εισιτήριο του λεωφορείου-, πηγαίνοντας του κάθε μεσημέρι, φαγητό στην καστανιά- το μπρούτζινο ...τάπερ της εποχής-και το ψωμί τυλιγμένο σε ένα λινό πεσκίρι. Ίσως γιατί το αντίτιμο στους συγγενείς δεν έφτανε και για το μεσημεριανό του φαγητό, ίσως γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη ότι θα τον περιποιηθούν όπως του έπρεπε ή ίσως και για να τον βλέπει κάθε μέρα. Τον περίμενε στο σχόλασμα του, ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο του σχολείου, πήγαιναν λίγο παραπέρα σε ένα παγκάκι στην άκρη της πλατείας, ο νεαρός μαθητής έτρωγε, της έδινε πίσω την καστανιά, και στην ερώτηση του «εσύ έφαγες μάννα;»,η απάντηση της ήταν πάντα «φαγωμένη είμαι εγώ, γιε μου»
Ξεπούλησε κάτι χωραφάκια που είχε προικώον για να τον στείλει να σπουδάσει στην Αθήνα, και όταν της είπε πόσο λαχταρούσε να συνεχίσει έξω, ξεπούλησε και το σπίτι της πηγαίνοντας να μείνει και να γηροκομήσει κάποια θειά, χωρίς καν να τον ενημερώσει, χωρίς καν να τον ...συμβουλευτεί, έτσι για να τον στείλει και στα ...εξωτερικά.
Ο γιος επέστρεψε, με τα πρώτα του λεφτά της ξαναγόρασε το σπίτι, παντρεύτηκε στην Αθήνα, και επέμενε πατώντας πόδι να την φέρει κοντά του. Και την έφερε. Όμως παρά το μεγάλο σπίτι, παρά τις ανέσεις, παρά την παρουσία του γιου, ακόμα και παρά την παρουσία του νιόφερτου εγγονού, εκείνη λαχταρούσε να βλέπει κάθε μέρα τα κύματα που έγλυφαν την αυλόπορτα του δικού της του σπιτιού. Την μεγάλη πόλη δεν την αγάπησε ποτέ, η ξενιτιά είναι πάντα κακή. Κι έτσι, για μια ακόμα φορά έκανε του κεφαλιού της. Επέστρεψε στο κονάκι της.
Και μπορεί ο γιος να είχε μάθει γράμματα πολλά - άλλωστε ποτέ εκείνη δεν κατάλαβε πως χωρούσαν όλα αυτές οι λέξεις που βρίσκονταν στα βιβλία του μέσα στο μυαλό του- και μπορεί το καμάρι και η περηφάνια της να ξεχείλιζε για εκείνον, αλλά όταν το ξεπροβόδιζε σταυρώνοντας τον, έπαιρνε το αυστηρό της ύφος που κουβέντα και αντίρρηση δεν σήκωνε, και του έλεγε «Να προσεχείς καλά γιε μου, μην γελαστείς και αδικήσεις κανέναν φτωχό άνθρωπο».
Και τις δικές της τις λιγοστές ανάγκες, τις είχε υπερκαλύψει προ πολλού, αλλά είχε πάντα ένα χαρτί που έγραφε με τα κολλυβογράμματα της, τις ...ανάγκες του γείτονα, του παραπέρα, του κουμπάρου στο διπλανό χωριό, του φίλου στο παραδίπλα, του συγγενή της φιλενάδας της, του ανιψιού του συγχωριανού. Για όσους της στάθηκαν κάποτε, αλλά ακριβώς το ίδιο και για όσους την αδίκησαν όταν τους είχε ανάγκη. Αριθμοί, ποσά, δίπλα σε ένα όνομα, συχνά άγνωστο και στην ίδια. «Ποιος είναι πάλι αυτός ρε μάννα;» «Εγώ δεν τον γνωρίζω, η ...κυρα Γιαννούλα, ο ...κυρ Θάνος, η ...παπαδιά, μου το έδωσε, άνθρωπος την ανάγκη μας έχει, για την ψυχούλα του πατέρα σου, γιε μου»
Και κάπως έτσι ...έφυγε ήσυχα, έχοντας κάνει ότι ένοιωθε, ότι καταλάβαινε, ότι νογούσε ότι έπρεπε, έχοντας... ξοδέψει όλη της τη ζωή κατα πώς έπρεπε. Έφυγε, καθισμένη στην πολυθρόνα της με τα μάτια να κοιτούν την θάλασσα έξω από την αυλόπορτα της και με τα χέρια να κρατούν την κορνιζαρισμένη φωτογραφία του μοναχογιού της να αγορεύει σε κάποιο δικαστήριο.
Και κάπως έτσι πέθανε και ο πεθερός μου πριν λίγα χρόνια σε ένα κρεβάτι μιας αθηναϊκής κλινικής. Μέσα σε ένα κορμί ηλικιωμένου αλλά με ένα μυαλό σταματημένο θαρρείς σε εκείνα τα χρόνια, που μαθητής ακούγοντας το κουδούνι που έβγαινε και βαρούσε ο επιστάτης στο προαύλιο, ήξερε ότι η μόνη σταθερά αλλά και φάρος της ζωής του, θα ήταν πάντα εκείνη η μαυροφορεμένη γυναίκα που ακουμπούσε στην μάντρα του σχολειού, με την καστανιά στο χέρι, ή που τον ξεπροβοδιζε με αυστηρή τρυφερότητα που αντίρρηση δεν σήκωνε:
«Να προσεχείς καλά γιε μου, μην γελαστείς και αδικήσεις κανέναν φτωχό άνθρωπο».
Όποια γυναίκα- η νοσοκόμα, η γυναίκα του, εγώ- πλησίαζε το κρεβάτι του, της άρπαζε το χέρι σφιχτά, δυνατά, τόσο παράταιρα με το λιπόσαρκο πια κορμί του, την κοίταζε στα μάτια και ρώταγε με μια θαρρείς ιλιγγιώδη αγωνία «εσύ έφαγες μάννα;». Και δεν ησύχαζε αν δεν του απαντούσες «φαγωμένη είμαι γιε μου».
Αυτός ο τόπος, αυτή η χώρα, αυτά τα χωματα, αυτή η Πατρίδα, αυτή η Ελλάδα, χτίστηκε ...έτσι. Μεγάλωσε έτσι. Πρόκοψε έτσι.
Με στέρεα υλικά αυτούς τους ανθρώπους. Αυτούς τους τόσο καθημερινούς ήρωες, που η επίσημη ιστορία δεν θα τους ονοματίσει ποτέ, και που δεν τους γνωρίζουν παρά μόνο οι δικοί τους άνθρωποι. Και στόμα στόμα, θα τους μάθουν και τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, και τα τρισεγγονα.
Πίσω από αυτές τις λίγες γραμμές, πίσω από αυτή την τόσο μικρή ιστορία, είναι χιλιάδες, εκατομμύρια άλλες ίδιες. Ίδιες και απαράλλαχτες. Ο καθένας μας κουβαλάει από μια τέτοια γιαγιά, προγιαγιά, που γνώρισε, που δεν γνώρισε, που έμαθε ή που δεν έμαθε. Αλλά είναι το δικό του το DNA. Είναι η δική του η κληρονομιά, που μόνο χρέος έχει να την διασώσει, να την αναδείξει, να την αυγατίσει. Διπλή και τρίδιπλη. Αυτή ειναι η πραγματική ιστορία. Αυτή είναι η πατρίδα του.
Η δική μου η γενιά, δεν έζησε στέρηση. Η γενιά μου, δεν έζησε ούτε πόλεμους, ούτε εμφύλιους, ούτε θυμάται χούντες. Το ψωμί μάθαμε να μας περίσσευε στο τραπέζι, και συχνά το σιρόπι από το ...παντεσπάνι λέρωνε και το τραπεζομάντιλο.
Ε, και; Παραμυθιάζεται κανείς από τους ...κρατούντες, ότι λησμονάμε ποια είναι η αληθινή κληρονομιά μας;
Νομίζουν κάποιοι ότι δεν την ξέρουμε, ότι την θάψαμε, ότι την ξεχάσαμε, ότι όλα αυτά ...παρήλθαν, δεν βρίσκονται χαραγμένα θαρρείς στο πετσί του μυαλού και της ψυχής μας, σε μνήμες που δεν ζήσαμε. Νομίζουν κάποιοι ότι όλα αυτά απλά σκονίζονται σε κάποια άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, αφημένα σαν ντεκόρ πάνω σε τραπέζια μοναστηριακού ρυθμού. Ε, λοιπόν γελιόνται. Πλανώνται πλάνη οικτρά.
Μπορούν να είναι σίγουροι, ότι τα παιδιά και τους γονείς μας, αλλά ΚΑΙ τα ονόματα που δεν ξέρουμε...έτσι να η ...κυρα Γιαννούλα,ο κυρ Θανάσης, η ...παπαδιά, μας τα έδωσε, θα τους σώσουμε, ότι κι αν αυτό σημαίνει.
Άλλωστε εμείς ξέρουμε τι σημαίνει για μας. Αυτοι δεν ξέρουν. Εμείς ξέρουμε ότι όσοι Εφιάλτες, όσοι δοσίλογοι, όσοι μαυραγορίτες, όσοι Κωλέτηδες, όσοι Τσολάκογλου, όσοι Χατζιαβάτηδες, όσοι Γιωργακηδες κι αν πέρασαν από αυτά τα χώματα, όσοι κι αν ..."πάτησαν", εμείς θα κουβαλάμε, θα υπερασπιζόμαστε, θα λογοδοτούμε σε γεννήτορες και απόγονους για την κληρονομιά μας. Εμείς ξέρουμε και ποιοι είμαστε, και που πάμε. Ώρα να το μάθουν και αυτοί...
Υ.Γ. Λίγες σκέψεις που πετάχτηκαν θαρρείς από το μυαλό μου, έτσι μόνες τους απείθαρχες, ακούγοντας αυτό το δεκάλεπτο που κρατάει η ομιλία της Λιάνας Κανέλλη για το ...«ασφαλιστικό». Ίσως γιατί , όσα δεν ζήσαμε υπάρχουν, μας ανήκουν, μας ζητάνε και ίσως να είναι ακόμα πιο ζωντανά και από όσα ζήσαμε. Είναι η ΠΑΤΡΙΔΑ μας. Ίσως γιατί υπερασπιζόμενοι τους γεννήτορες, το παρελθόν μας , στήνουμε οδόφραγμα στο μέλλον που κάποιοι Εφιάλτες στήνουν για εμάς και τα παιδιά μας..
http://agauch-katerina.blogspot.com/