Ο γερό-μάγειρας
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ το 1776, στα σύνορα της Βιέννης, σε ένα μικρό χωριάτικο σπίτι πέθαινε ένας τυφλός γέρος που κάποτε ήταν μάγειρας στον άρχοντα Τουν. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν ήταν ούτε κάν σπίτι, αλλά ένα ετοιμόρροπο φυλάκιο που βρισκόταν στο βάθος του κήπου. Ο κήπος ήταν σκεπασμένος με σάπια κλαριά, που ο άνεμος τα είχε ρίξει κάτω. Σε κάθε βήμα τρίζανε τα κλαδιά και τότε άρχιζε το δεμένο σκυλί να γρυλλίζει ήσυχα μέσα στο σπιτάκι του. Και αυτό επίσης πέθαινε, όπως και ο κύριός του, από γεράματα και ήδη δεν μπορούσε πια να γαυγίζει.
Πριν λίγα χρόνια ο μάγειρας είχε τυφλωθεί από την φωτιά της σόμπας. Ο κόμης που όριζε τον τόπο, τον έβαλε από τότε να μένει στο φυλάκιο και από καιρό σε καιρό του έδινε μερικά φλωρίνια.
Μαζί με τον μάγειρα ζούσε η κόρη του Μαρία, κορίτσι 18 χρονών. Όλη η επίπλωση του σπιτιού αποτελείτο από το κρεββάτι, τα σπασμένα σκαμνάκια, το χονδροκομμένο τραπέζι, τα πήλινα πιατικά, διάστικτα από σπασίματα και τέλος το πιάνο, ο μοναδικός πλούτος της Μαρίας.
Το πιάνο ήταν τόσο παλιό που οι χορδές του ακούγονταν για ώρα και ήσυχα σαν απάντηση σε κάθε ήχο που γεννιόνταν τριγύρω. Ο μάγειρας γελώντας αποκαλούσε το πιάνο “φύλακα του σπιτιού μας”. Κανένας δεν μπορούσε να μπει μέσα στο σπίτι χωρίς το πιάνο να τον ανταμώσει με τον πολύτιμο παλαιϊκό του ήχο.
Όταν η Μαρία έπλυνε τον ετοιμοθάνατο, και τον έντυσε με το κρύο, καθαρό του πουκάμισο, ο γέρος είπε:
“Ποτέ μου δεν αγαπούσα τους παπάδες και τους μοναχούς. Δεν μπορώ να καλέσω εξομολόγο αν και μου χρειάζεται πριν πεθάνω να καθαρίσω την συνείδησή μου”.
“Τι άραγε να κάνω;” φοβισμένα ρώτησε η Μαρία.
“Βγες στο δρόμο”, είπε ο γέρος, “και παρακάλεσε τον πρώτο που θα συναντήσεις να έρθει στο σπίτι μας, για να εξομολογήσει έναν ετοιμοθάνατο. Κανείς δεν θα σου αρνηθεί”.
“Ο δρόμος είναι τόσο έρημος…” ψυθύρισε η Μαρία. Έριξε πάνω της το παλτό της και βγήκε.
Έτρεξε μέσα από τον κήπο, με δυσκολία άνοιξε την κλειστή εξώπορτα και στάθηκε να περιμένει. Ο δρόμος ήταν έρημος. Ο αέρας τής έφερε φύλλα και από τον σκοτεινό ουρανό έπεφταν παγωμένες σταγόνες βροχής.
Η Μαρία περίμενε πολύ και προσεκτικά αφουγκραζόταν. Τέλος νόμισε πως κατά μήκος του λαχανόκηπου κάποιος πήγαινε τραγουδώντας. Έκανε μερικά βήματα για να τον συναντήσει, έπεσε πάνω του και έβγαλε μια κραυγή. Ο άντρας στάθηκε και ρώτησε:
“Ποιος είναι εδώ;”
Η Μαρία τον άρπαξε από το χέρι και με τρεμάμενη φωνή τού ανακοίνωσε την παράκληση του πατέρα της.
“Καλά”, είπε ήσυχα ο άντρας, “αν και δεν είμαι ιερέας, όμως είναι το ίδιο. Πάμε”.
Μπήκαν στο σπίτι. Στο φως του κεριού η Μαρία είδε έναν αδύνατο νεαρό άντρα. Πέταξε τον βρεγμένο του μανδύα στο σκαμνί. Ήταν ντυμένος με κομψότητα και απλότητα – η φλόγα του κεριού λαμπύριζε πάνω στην μαύρη του καμιζόλα, τα κρυστάλλινα κουμπιά και το δαντελένιο γιλέκο.
Ήταν ακόμη πολύ νέος αυτός ο άγνωστος. Εντελώς από παιδικότητα τίναξε το κεφάλι του, ίσιωσε την πουδραρισμένη του περούκα, πλησίασε γρήγορα το σκαμνί στο κρεββάτι, κάθισε, και γέρνοντας κοίταξε επίμονα και ευχάριστα το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου.
“Μιλήστε”, είπε. “Ίσως με την εξουσία που μου δίνεται όχι από τον Θεό αλλά από την τέχνη την οποία υπηρετώ, θα ελαφρύνω τις τελευταίας σας στιγμές και θα σηκώσω το βάρος από την ψυχή σας”
“Εργάστηκα όλη την ζωή, όταν δεν ήμουν τυφλός”, ψυθύρισε ο γέρος και τράβηξε από το χέρι τον άγνωστο πιο κοντά του. “Και όποιος εργάζεται δεν έχει καιρό να αμαρτήσει. Όταν η γυναίκα μου αρρώστησε από φυματίωση – την λέγανε Μάρθα – και ο γιατρός της έγραψε διάφορα ακριβά φάρμακα και διέταξε να την ταϊζουμε με κρέμες και χυμώδεις καρπούς και να πίνει δυνατό κόκκινο κρασί, τότε έκλεψα από το σερβίτσιο του κόμη Τουν ένα μικρό χρυσό πιάτο, το έσπασα σε κομμάτια και το πούλησα. Και το θυμάμαι τώρα με βαριά καρδιά και το κρύβω από την κόρη μου: την δίδαξα να μην αγγίζει ούτε σκόνη από ξένο τραπέζι”.
“Μήπως κάποιος από την υπηρεσία του άρχοντα τιμωρήθηκε γι’ αυτό;” ρώτησε ο άγνωστος.
“Ορκίζομαι κύριε, κανείς”, απάντησε ο γέρος και άρχισε να κλαίει. “Αν ήξερα ότι ο χρυσός δεν θα βοηθούσε τη Μάρθα μου, μήπως θα μπορούσα να το κλέψω;”
“Πώς ονομάζεστε;” ρώτησε ο άγνωστος.
“Ιωάννης Μεγιέρ, κύριε”.
“Λοιπόν, Ιωάννη Μεγιέρ”, είπε ο άγνωστος και έβαλε την παλάμη του στα τυφλά μάτια του γέρου, “δεν είστε ένοχος μπροστά στους ανθρώπους. Αυτό που κάνατε δεν είναι αμαρτία και δεν μοιάζει με κλοπή, αντίθετα ίσως μετρηθεί για σας σαν νίκη της αγάπης”.
“Αμήν!” ψιθύρισε ο γέροντας.
“Αμήν!” επανέλαβε ο άγνωστος. “Και τώρα πέστε μου την τελευταία σας επιθυμία”.
“Θα ήθελα κάποιος να φρόντιζε τη Μαρία”.
“Αυτό θα το κάνω εγώ. Μήπως θέλετε τίποτε άλλο ακόμη;”
Τότε ο ετοιμοθάνατος απρόσμενα χαμογέλασε και είπε απότομα:
“Θα ήθελα να μπορούσα να δω τη Μάρθα άλλη μια φορά, έτσι όπως την είχα συναντήσει στα νειάτα. Να δω τον ήλιο και αυτόν τον γερό-κήπο όταν άνθιζε την άνοιξη. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν κύριε, μην μου θυμώνετε για τις κουτές μου κουβέντες. Η αρρώστια θα ‘ναι, με μπέρδεψε εντελώς”.
“Καλά”, είπε ο άγνωστος και σηκώθηκε. “Καλά”, επανέλαβε, πλησίασε το πιάνο και κάθισε μπροστά του στο σκαμνί. “Καλά”, είπε απότομα για τρίτη φορά και ξαφνικά γρήγορος ήχος ακούστηκε στο δωμάτιο, λες και σκόρπιζαν στο πάτωμα εκατοντάδες κρυστάλλινες σφαίρες.
“Ακούστε”, είπε ο άγνωστος, “ακούστε και δείτε”.
Έπαιζε. Η Μαρία θυμόταν αργότερα το πρόσωπο του αγνώστου όταν η πρώτη νότα ήχησε κάτω από τα χέρια του. Ασυνήθιστη χλωμάδα σκέπαζε το μέτωπό του και στα σκοτεινά μάτια του κινήθηκαν γλώσσες φωτός.
Το πιάνο τραγουδούσε με γεμάτη φωνή εδώ και πολλά χρόνια. Γέμιζε με τους ήχους του όχι μόνο το δωμάτιο αλλά και ολόκληρο τον κήπο. Ο γέρο-σκύλος σύρθηκε από την γωνιά του, κάθισε, έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και στήνοντας τα αυτιά του, ήσυχα κουνούσε την ουρά του. Είχε αρχίσει να πέφτει υγρό χιόνι, αλλά το ζώο έγλειφε μονάχα τα αυτιά του.
“Βλέπω, κύριε” είπε ο γέροντας και ανακάθισε στο κρεββάτι. “Βλέπω την ημέρα που συναντήθηκα με την Μάρθα και εκείνη από την ταραχή της έχυσε τον κουβά με το γάλα. Ήταν χειμώνας, στα βουνά. Ο ουρανός έγινε διάφανος σαν γαλάζιος καθρέφτης και η Μάρθα χαμογελούσε. Χαμογελούσε…”, επανέλαβε ακούγοντας τον κελαριστό ήχο.
Ο άγνωστος έπαιζε ενώ έβλεπε στο σκοτεινό παράθυρο.
“Και τώρα”, ρώτησε, “βλέπετε τίποτε;”
Ο γέρος σώπαινε τεντώνοντας το αυτί του για να ακούσει.
“Δεν γίνεται να μην βλέπετε”, είπε γρήγορα ο άγνωστος, χωρίς να σταματήσει να παίζει, “πως η νύχτα από μαύρη έγινε μπλε και μετά γαλάζια και γλυκό φως πέφτει ήδη από κάπου ψηλά και στα γέρικα κλωνάρια των δέντρων σας ανθίζουν άσπρα λουλούδια. Κατά την γνώμη μου αυτά τα άνθη είναι μηλιάς αν και από εδώ, από το δωμάτιο, μοιάζουν με μεγάλες τουλίπες. Βλέπετε; Η πρώτη ακτίνα έπεσε στον πέτρινο φράκτη, τον έκαψε και από αυτόν ανεβαίνει ατμός. Αυτό πρέπει να ‘ναι, στεγνώνει το βρύο γεμάτο λιωμένο χιόνι. Και ο ουρανός κάνει τα πάντα πιο αιθέρια, πιο γαλάζια, πιο μεγαλειώδη και πουλιά ήδη πετούν στον βορρά πάνω στην παλιά Βιέννη”.
“Τα βλέπω όλα!” τσίριξε ο γέρος.
Ήσυχα άγγιξε ο νέος το πετάλι και το πιάνο τραγούδησε πανηγυρικά σαν να μην ηχούσε αυτό αλλά εκατοντάδες φωνές αγαλλιάσεως.
“Όχι, κύριε”, είπε η Μαρία στον άγνωστο, “αυτά τα λουλούδια δεν μοιάζουν καθόλου με τουλίπες. Αυτή η μηλιά άνθισε μέσα σε μία μόνο νύχτα”.
“Ναι”, είπε ο άγνωστος, “είναι μηλιά αλλά έχει πολύ μεγάλα πέταλα”.
“Άνοιξε το παράθυρο Μαρία”, παρακάλεσε ο γέροντας.
Η Μαρία άνοιξε το παράθυρο. Κρύος αέρας όρμησε στο δωμάτιο. Ο άγνωστος έπαιζε αργά και πολύ ήσυχα.
Ο γέρος έπεσε στα μαξιλάρια, ανέπνευσε με δυσκολία και έψαξε την κουβέρτα με τα χέρια του. Η Μαρία ρίχτηκε πάνω του. Ο άγνωστος σταμάτησε να παίζει. Καθόταν στο πιάνο ακίνητος σαν να ήταν μαγεμένος από την ίδια του την μουσική.
Η Μαρία έβγαλε μια κραυγή. Ο άγνωστος σηκώθηκε και πλησίασε στο κρεββάτι. ο γέρος με κομμένη την αναπνοή, είπε:
“Τα βλέπω όλα τόσο καθαρά, όπως χρόνια πολλά πίσω. Αλλά δεν θα ‘θελα να πεθάνω χωρίς να μάθω το όνομά σας… Το όνομά σας!”
“Με λένε Βόλφαγκ Αμαντέους Μόζαρτ”, απάντησε ο άγνωστος.
Η Μαρία οπισθοχώρησε από το κρεββάτι και χαμηλά, σχεδόν να αγγίζει με το γόνατο το πάτωμα, υποκλίθηκε μπροστά στον μεγάλο μουσικό.
Όταν σηκώθηκε, ο γέροντας ήταν ήδη νεκρός. Η αυγή κοκκίνιζε πίσω από τα παράθυρα, και το φως της σταμάτησε στον κήπο, καλυμμένο με λουλούδια υγρού χιονιού.
KONSTANTIN PAUSTOVSKI
http://kommatoskylo.blogspot.com/
Πριν λίγα χρόνια ο μάγειρας είχε τυφλωθεί από την φωτιά της σόμπας. Ο κόμης που όριζε τον τόπο, τον έβαλε από τότε να μένει στο φυλάκιο και από καιρό σε καιρό του έδινε μερικά φλωρίνια.
Μαζί με τον μάγειρα ζούσε η κόρη του Μαρία, κορίτσι 18 χρονών. Όλη η επίπλωση του σπιτιού αποτελείτο από το κρεββάτι, τα σπασμένα σκαμνάκια, το χονδροκομμένο τραπέζι, τα πήλινα πιατικά, διάστικτα από σπασίματα και τέλος το πιάνο, ο μοναδικός πλούτος της Μαρίας.
Το πιάνο ήταν τόσο παλιό που οι χορδές του ακούγονταν για ώρα και ήσυχα σαν απάντηση σε κάθε ήχο που γεννιόνταν τριγύρω. Ο μάγειρας γελώντας αποκαλούσε το πιάνο “φύλακα του σπιτιού μας”. Κανένας δεν μπορούσε να μπει μέσα στο σπίτι χωρίς το πιάνο να τον ανταμώσει με τον πολύτιμο παλαιϊκό του ήχο.
Όταν η Μαρία έπλυνε τον ετοιμοθάνατο, και τον έντυσε με το κρύο, καθαρό του πουκάμισο, ο γέρος είπε:
“Ποτέ μου δεν αγαπούσα τους παπάδες και τους μοναχούς. Δεν μπορώ να καλέσω εξομολόγο αν και μου χρειάζεται πριν πεθάνω να καθαρίσω την συνείδησή μου”.
“Τι άραγε να κάνω;” φοβισμένα ρώτησε η Μαρία.
“Βγες στο δρόμο”, είπε ο γέρος, “και παρακάλεσε τον πρώτο που θα συναντήσεις να έρθει στο σπίτι μας, για να εξομολογήσει έναν ετοιμοθάνατο. Κανείς δεν θα σου αρνηθεί”.
“Ο δρόμος είναι τόσο έρημος…” ψυθύρισε η Μαρία. Έριξε πάνω της το παλτό της και βγήκε.
Έτρεξε μέσα από τον κήπο, με δυσκολία άνοιξε την κλειστή εξώπορτα και στάθηκε να περιμένει. Ο δρόμος ήταν έρημος. Ο αέρας τής έφερε φύλλα και από τον σκοτεινό ουρανό έπεφταν παγωμένες σταγόνες βροχής.
Η Μαρία περίμενε πολύ και προσεκτικά αφουγκραζόταν. Τέλος νόμισε πως κατά μήκος του λαχανόκηπου κάποιος πήγαινε τραγουδώντας. Έκανε μερικά βήματα για να τον συναντήσει, έπεσε πάνω του και έβγαλε μια κραυγή. Ο άντρας στάθηκε και ρώτησε:
“Ποιος είναι εδώ;”
Η Μαρία τον άρπαξε από το χέρι και με τρεμάμενη φωνή τού ανακοίνωσε την παράκληση του πατέρα της.
“Καλά”, είπε ήσυχα ο άντρας, “αν και δεν είμαι ιερέας, όμως είναι το ίδιο. Πάμε”.
Μπήκαν στο σπίτι. Στο φως του κεριού η Μαρία είδε έναν αδύνατο νεαρό άντρα. Πέταξε τον βρεγμένο του μανδύα στο σκαμνί. Ήταν ντυμένος με κομψότητα και απλότητα – η φλόγα του κεριού λαμπύριζε πάνω στην μαύρη του καμιζόλα, τα κρυστάλλινα κουμπιά και το δαντελένιο γιλέκο.
Ήταν ακόμη πολύ νέος αυτός ο άγνωστος. Εντελώς από παιδικότητα τίναξε το κεφάλι του, ίσιωσε την πουδραρισμένη του περούκα, πλησίασε γρήγορα το σκαμνί στο κρεββάτι, κάθισε, και γέρνοντας κοίταξε επίμονα και ευχάριστα το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου.
“Μιλήστε”, είπε. “Ίσως με την εξουσία που μου δίνεται όχι από τον Θεό αλλά από την τέχνη την οποία υπηρετώ, θα ελαφρύνω τις τελευταίας σας στιγμές και θα σηκώσω το βάρος από την ψυχή σας”
“Εργάστηκα όλη την ζωή, όταν δεν ήμουν τυφλός”, ψυθύρισε ο γέρος και τράβηξε από το χέρι τον άγνωστο πιο κοντά του. “Και όποιος εργάζεται δεν έχει καιρό να αμαρτήσει. Όταν η γυναίκα μου αρρώστησε από φυματίωση – την λέγανε Μάρθα – και ο γιατρός της έγραψε διάφορα ακριβά φάρμακα και διέταξε να την ταϊζουμε με κρέμες και χυμώδεις καρπούς και να πίνει δυνατό κόκκινο κρασί, τότε έκλεψα από το σερβίτσιο του κόμη Τουν ένα μικρό χρυσό πιάτο, το έσπασα σε κομμάτια και το πούλησα. Και το θυμάμαι τώρα με βαριά καρδιά και το κρύβω από την κόρη μου: την δίδαξα να μην αγγίζει ούτε σκόνη από ξένο τραπέζι”.
“Μήπως κάποιος από την υπηρεσία του άρχοντα τιμωρήθηκε γι’ αυτό;” ρώτησε ο άγνωστος.
“Ορκίζομαι κύριε, κανείς”, απάντησε ο γέρος και άρχισε να κλαίει. “Αν ήξερα ότι ο χρυσός δεν θα βοηθούσε τη Μάρθα μου, μήπως θα μπορούσα να το κλέψω;”
“Πώς ονομάζεστε;” ρώτησε ο άγνωστος.
“Ιωάννης Μεγιέρ, κύριε”.
“Λοιπόν, Ιωάννη Μεγιέρ”, είπε ο άγνωστος και έβαλε την παλάμη του στα τυφλά μάτια του γέρου, “δεν είστε ένοχος μπροστά στους ανθρώπους. Αυτό που κάνατε δεν είναι αμαρτία και δεν μοιάζει με κλοπή, αντίθετα ίσως μετρηθεί για σας σαν νίκη της αγάπης”.
“Αμήν!” ψιθύρισε ο γέροντας.
“Αμήν!” επανέλαβε ο άγνωστος. “Και τώρα πέστε μου την τελευταία σας επιθυμία”.
“Θα ήθελα κάποιος να φρόντιζε τη Μαρία”.
“Αυτό θα το κάνω εγώ. Μήπως θέλετε τίποτε άλλο ακόμη;”
Τότε ο ετοιμοθάνατος απρόσμενα χαμογέλασε και είπε απότομα:
“Θα ήθελα να μπορούσα να δω τη Μάρθα άλλη μια φορά, έτσι όπως την είχα συναντήσει στα νειάτα. Να δω τον ήλιο και αυτόν τον γερό-κήπο όταν άνθιζε την άνοιξη. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν κύριε, μην μου θυμώνετε για τις κουτές μου κουβέντες. Η αρρώστια θα ‘ναι, με μπέρδεψε εντελώς”.
“Καλά”, είπε ο άγνωστος και σηκώθηκε. “Καλά”, επανέλαβε, πλησίασε το πιάνο και κάθισε μπροστά του στο σκαμνί. “Καλά”, είπε απότομα για τρίτη φορά και ξαφνικά γρήγορος ήχος ακούστηκε στο δωμάτιο, λες και σκόρπιζαν στο πάτωμα εκατοντάδες κρυστάλλινες σφαίρες.
“Ακούστε”, είπε ο άγνωστος, “ακούστε και δείτε”.
Έπαιζε. Η Μαρία θυμόταν αργότερα το πρόσωπο του αγνώστου όταν η πρώτη νότα ήχησε κάτω από τα χέρια του. Ασυνήθιστη χλωμάδα σκέπαζε το μέτωπό του και στα σκοτεινά μάτια του κινήθηκαν γλώσσες φωτός.
Το πιάνο τραγουδούσε με γεμάτη φωνή εδώ και πολλά χρόνια. Γέμιζε με τους ήχους του όχι μόνο το δωμάτιο αλλά και ολόκληρο τον κήπο. Ο γέρο-σκύλος σύρθηκε από την γωνιά του, κάθισε, έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και στήνοντας τα αυτιά του, ήσυχα κουνούσε την ουρά του. Είχε αρχίσει να πέφτει υγρό χιόνι, αλλά το ζώο έγλειφε μονάχα τα αυτιά του.
“Βλέπω, κύριε” είπε ο γέροντας και ανακάθισε στο κρεββάτι. “Βλέπω την ημέρα που συναντήθηκα με την Μάρθα και εκείνη από την ταραχή της έχυσε τον κουβά με το γάλα. Ήταν χειμώνας, στα βουνά. Ο ουρανός έγινε διάφανος σαν γαλάζιος καθρέφτης και η Μάρθα χαμογελούσε. Χαμογελούσε…”, επανέλαβε ακούγοντας τον κελαριστό ήχο.
Ο άγνωστος έπαιζε ενώ έβλεπε στο σκοτεινό παράθυρο.
“Και τώρα”, ρώτησε, “βλέπετε τίποτε;”
Ο γέρος σώπαινε τεντώνοντας το αυτί του για να ακούσει.
“Δεν γίνεται να μην βλέπετε”, είπε γρήγορα ο άγνωστος, χωρίς να σταματήσει να παίζει, “πως η νύχτα από μαύρη έγινε μπλε και μετά γαλάζια και γλυκό φως πέφτει ήδη από κάπου ψηλά και στα γέρικα κλωνάρια των δέντρων σας ανθίζουν άσπρα λουλούδια. Κατά την γνώμη μου αυτά τα άνθη είναι μηλιάς αν και από εδώ, από το δωμάτιο, μοιάζουν με μεγάλες τουλίπες. Βλέπετε; Η πρώτη ακτίνα έπεσε στον πέτρινο φράκτη, τον έκαψε και από αυτόν ανεβαίνει ατμός. Αυτό πρέπει να ‘ναι, στεγνώνει το βρύο γεμάτο λιωμένο χιόνι. Και ο ουρανός κάνει τα πάντα πιο αιθέρια, πιο γαλάζια, πιο μεγαλειώδη και πουλιά ήδη πετούν στον βορρά πάνω στην παλιά Βιέννη”.
“Τα βλέπω όλα!” τσίριξε ο γέρος.
Ήσυχα άγγιξε ο νέος το πετάλι και το πιάνο τραγούδησε πανηγυρικά σαν να μην ηχούσε αυτό αλλά εκατοντάδες φωνές αγαλλιάσεως.
“Όχι, κύριε”, είπε η Μαρία στον άγνωστο, “αυτά τα λουλούδια δεν μοιάζουν καθόλου με τουλίπες. Αυτή η μηλιά άνθισε μέσα σε μία μόνο νύχτα”.
“Ναι”, είπε ο άγνωστος, “είναι μηλιά αλλά έχει πολύ μεγάλα πέταλα”.
“Άνοιξε το παράθυρο Μαρία”, παρακάλεσε ο γέροντας.
Η Μαρία άνοιξε το παράθυρο. Κρύος αέρας όρμησε στο δωμάτιο. Ο άγνωστος έπαιζε αργά και πολύ ήσυχα.
Ο γέρος έπεσε στα μαξιλάρια, ανέπνευσε με δυσκολία και έψαξε την κουβέρτα με τα χέρια του. Η Μαρία ρίχτηκε πάνω του. Ο άγνωστος σταμάτησε να παίζει. Καθόταν στο πιάνο ακίνητος σαν να ήταν μαγεμένος από την ίδια του την μουσική.
Η Μαρία έβγαλε μια κραυγή. Ο άγνωστος σηκώθηκε και πλησίασε στο κρεββάτι. ο γέρος με κομμένη την αναπνοή, είπε:
“Τα βλέπω όλα τόσο καθαρά, όπως χρόνια πολλά πίσω. Αλλά δεν θα ‘θελα να πεθάνω χωρίς να μάθω το όνομά σας… Το όνομά σας!”
“Με λένε Βόλφαγκ Αμαντέους Μόζαρτ”, απάντησε ο άγνωστος.
Η Μαρία οπισθοχώρησε από το κρεββάτι και χαμηλά, σχεδόν να αγγίζει με το γόνατο το πάτωμα, υποκλίθηκε μπροστά στον μεγάλο μουσικό.
Όταν σηκώθηκε, ο γέροντας ήταν ήδη νεκρός. Η αυγή κοκκίνιζε πίσω από τα παράθυρα, και το φως της σταμάτησε στον κήπο, καλυμμένο με λουλούδια υγρού χιονιού.
KONSTANTIN PAUSTOVSKI
http://kommatoskylo.blogspot.com/