Υπάρχει μια περίεργη μόδα στον δημόσιο λόγο που θυμίζει την πορνογραφία: Όσο πιο απροκάλυπτη γίνεται, τόσο λιγότερο ερεθιστικά αποτελέσματα παράγει. Παλαιότερα, σε εποχές αυστηρής λογοκρισίας, αρκούσε ένας σωματικός υπαινιγμός, ένα απειροελάχιστο τμήμα γυμνότητας για να προκαλέσει ακόμη και ερωτικό παροξυσμό. Σήμερα, το Internet είναι μια απέραντη σκηνή σεξ για κάθε γούστο, που αδυνατεί να προκαλέσει τα επιθυμητά αποτελέσματα στα μαλακά υπογάστρια. Περισσότερο καταλείπει την οδύνη του ανικανοποίητου.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τον επίσημο λόγο των πολιτικών. Η έσχατη τάση είναι να γίνεται το ίδιο επιθετικός, όσο και μια σκηνή σκληρού πορνό. Η πειστικότητα και η αληθοφάνεια του πολιτικού λόγου εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα του πολιτικού να εκθέσει και τον ίδιο του τον εαυτό στη δημόσια χλεύη ή τέρψη.
Να τρία παραδείγματα των τελευταίων ημερών. Πρώτα, ο κ. Θόδωρος Τσουκάτος, αν και εκτός επίσημης πολιτικής πλέον, μίλησε στην εξεταστική της Βουλής για τη Siemens για «καθιερωμένη πρακτική των μεγάλων κομμάτων να δέχονται χορηγίες από εταιρείες» και χαρακτήρισε «κατά συνθήκην ψεύδη» την άρνησή τους για του λόγου το αληθές. Μαζί με τις συγκαταβατικές, σχεδόν σιωπηρές αντιδράσεις των κομμάτων σ’ αυτή την ομολογία, έχουμε την πιο απροκάλυπτη διαβεβαίωση ότι το κομματικό σύστημα της χώρας λειτουργεί εδώ και χρόνια με τον κανόνα της διαπλοκής.
Δεύτερον, είχαμε μια ακόμη πράξη της οπερέτας «δηλώσεις πόθεν έσχες», στις οποίες η πλειοψηφία των βουλευτών έκανε φιλότιμες προσπάθειες να αποδείξει ότι η αναρρίχηση στην πολιτική συνοδεύεται από μια προκλητική αύξηση του πλούτου τους, τέτοια που δεν εξηγείται πάντα ούτε από το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης, ούτε από την καλβινιστική τους εγκράτεια, τις οικογενειακές κληρονομιές ή τους καλούς γάμους.
Τρίτον, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης προσέφερε μια ερμηνευτική «ομπρέλα» στις υπόνοιες για τη σχέση της πολιτικοοικονομικής διαπλοκής με την κρίση χρέους που βυθίζει τη χώρα στην ύφεση και την υποτέλεια, με την περίφημη δήλωσή του από το βήμα της Βουλής: «Η απάντηση στην κατακραυγή των πολιτών “πώς φάγατε τα λεφτά;” είναι: Σας διορίζαμε όλα αυτά τα χρόνια στο Δημόσιο. Τα φάγαμε όλοι μαζί, σε μια πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος».
Ακούγεται σαν μια ηχηρή ομολογία ενοχής, μια πρωτοφανής έκρηξη ειλικρίνειας, μια δημόσια κατάθεση συντριπτικής μεταμέλειας. Και θα ήταν τέτοια αν είχε συνοδευτεί από μια μαζική παραίτηση από την επίσημη πολιτική και, πολύ περισσότερο, από μια συνειδητή αποχή των συνήθων υπόπτων της εξουσίας από κάθε αξίωση να κυβερνήσουν τη χώρα, και μάλιστα να τη «σώσουν» από θανάσιμο κίνδυνο.
Ωστόσο, ο κ. Πάγκαλος είναι ένας επιδέξιος ακροβάτης του δημόσιου λόγου. Αντιστάθμισε τη δημόσια ομολογία ενοχής με εκείνο το «όλοι μαζί» που εξουδετερώνει την «κατακραυγή» των πολιτών με μια ισχυρή δόση συνενοχής. Παρ’ ότι αυτή η τακτική παραβιάζει τη δικονομική αρχή «ένοχος ένοχον ου ποιεί», η αλήθεια είναι ότι διέτρεξε την ψυχολογική διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση από τη στιγμή που άνοιξε το καπάκι του χρέους.
Εδώ ας σταθούμε. Το «όλοι μαζί» δεν είναι ένας πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας ή της ευγενείας. Ποτέ σ’ αυτή τη χώρα, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν ήμασταν «όλοι μαζί», τουλάχιστον στη νομή του πλούτου. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η πρακτική των διορισμών στο Δημόσιο εξηγεί μέρος του προβλήματος της υπερχρέωσης, αυτή αφορά τους 700.000 δημοσίους υπαλλήλους.
Αν προσθέσουμε στην πρακτική της «αθλιότητας και της εξαγοράς» που περιγράφει ο κ. Πάγκαλος και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ο αριθμός των «συνενόχων» φτάνει το πολύ το 1 εκατομμύριο. Με τ’ άλλα 10 εκατομμύρια, τι γίνεται; Αλλά, ακόμη και σ’ αυτό τον πυρήνα «συνενόχων» είναι αδύνατο να ενταχθούν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μικρό ή μεγάλο, το κράτος με κάποιους υπαλλήλους θα λειτουργούσε. Με ρουσφέτια ή αξιοκρατικούς διαγωνισμούς, θα είχε προσλάβει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες. Όσο για το κόστος τους, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία, υπολείπεται κατά πολύ του κόστους του δημόσιου τομέα σε πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε. που δεν βρίσκονται στη δίνη του χρέους.
Επειδή, λοιπόν, δεν είμαστε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι ή πολιτικοί που έχουμε διαχειριστεί τον πλούτο της χώρας, απομένει το ερώτημα ποιοι είναι οι «όλοι μαζί» συνένοχοι του εγκλήματος (υποθέτουμε ότι η αναφορά του αντιπροέδρου της κυβέρνησης στο Δημόσιο ήταν μια ρητορική αφαίρεση για έναν ευρύτερο κύκλο «συνενόχων»). Ιδού μερικοί.
Πρώτον. Το δημόσιο χρέος το 1982 ήταν 2,5 δισ. ευρώ και 34% του ΑΕΠ και έχει φτάσει σήμερα πάνω από 320 δισ. ευρώ ή 127% του ΑΕΠ. Στην 28ετία αυτή, αντιστοιχούν 18 χρόνια διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ κι εννιά χρόνια διακυβέρνησης Ν.Δ. Ωστόσο, η συμβολή των δύο κομμάτων εξουσίας στην αύξηση του χρέους είναι σχεδόν ισότιμη, οπότε ας βρουν μεταξύ τους τι ποσοστό τους αναλογεί στο «όλοι μαζί».
Δεύτερον. Την τελευταία δεκαετία (μέχρι και το 2009) η χώρα δανείστηκε 485 δισ. ευρώ για να πληρώσει σε τόκους και χρεολύσια 451 δισ. ευρώ. Επί της ουσίας, δανειζόταν μόνο για να εξυπηρετήσει τις αξιώσεις των πιστωτών της ακόμη και πριν το κόστος δανεισμού, τα περίφημα spreads, εκτιναχθεί στα σημερινά επίπεδα. Σ’ αυτή τη διαρκή, ληστρική συναλλαγή δεν υπάρχουν άλλοι εκτός από τους κυβερνώντες και τους πιστωτές (κατά κανόνα ξένες και εγχώριες τράπεζες). Ήταν «όλοι μαζί» στο έγκλημα, αλλά δεν ξεπερνούν παρά μερικές εκατοντάδες ανθρώπων της αριστοκρατίας της πολιτικής και του χρήματος.
Τρίτον. Παρ’ ότι οι κοινοτικές επιδοτήσεις ως συνολικό ποσό ωχριούν μπροστά στα ποσά που πληρώνει η κοινωνία στους πιστωτές, συμβολή στο έγκλημα είχαν και τα 60 δισ. των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης. «Πώς φάγατε αυτά τα λεφτά;», θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε. Και με ποιους, θα προσθέταμε. Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στην κατασκευαστική και προμηθευτική «Γιάλτα», που μονοπώλησε τα αναγκαία ή μη δημόσια έργα και προμήθειες με όρους τόσης αδιαφάνειας που ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ του εκσυγχρονισμού και τη Ν.Δ. της επανίδρυσης να επιδοθούν στις γνωστές ανεπιτυχείς προσπάθειες κατά της διαπλοκής (θυμάστε τον «βασικό μέτοχο»;). Η απάντηση μπορεί επίσης να αναζητηθεί στις εξεταστικές επιτροπές που είναι σε εξέλιξη, οι οποίες αναδύουν την αφόρητη δυσωδία των σχέσεων πολιτικής και επιχειρηματικότητας. Αλλά σ’ αυτή τη δυσωδία δεν είμαστε «όλοι μαζί». Είναι μερικές εκατοντάδες ανθρώπων της επιχειρηματικής αριστοκρατίας και, φυσικά, οι άνθρωποι που ασκούσαν διακυβέρνηση και υπέγραφαν γκρίζες συμβάσεις.
Τέταρτον. Ένα σημαντικό κομμάτι του εθνικού πλούτου που γλίτωνε από τα νύχια των πιστωτών, δεκάδες δισ. ευρώ, διοχετεύτηκε στα περίφημα αναπτυξιακά κίνητρα που εξέθρεψαν τα νέα τζάκια, συντήρησαν αρκετά παλαιά και έσπειραν την Ελλάδα με επενδύσεις της αρπαχτής, που σήμερα κατά κανόνα χάσκουν σαν κουφάρια, μνημεία βιομηχανικής παρακμής. Κι εδώ, το «όλοι μαζί» περιορίζεται σε μερικές χιλιάδες ανθρώπους της επιχειρηματικής ελίτ.
Πέμπτον. Προφανώς τον μηχανισμό της «αθλιότητας και της εξαγοράς» τον πλαισίωσαν αρκετές χιλιάδες διεφθαρμένοι κρατικοί λειτουργοί, τυχοδιώκτες και λαμόγια που έγιναν τρόφιμοι του Πρυτανείου, μέλη της κομματικής νομενκλατούρας που μετέτρεψαν σε εύκολο πλούτο τη στενή επαφή τους με την εξουσία. Στον ίδιο μηχανισμό συνωστίσθηκαν και αρκετά μέλη του περιούσιου λαού της μεσαίας τάξης που μπήκαν στο τρυπάκι του παρασιτισμού και του εκμαυλισμού, τσιμπολογώντας επιδοτήσεις, διευκολύνεις, ρυθμίσεις χρεών και -κυρίως- αξιοποιώντας τη φορολογική ασυλία που από ανικανότητα ή σκοπιμότητα τους παρείχε η πολιτική εξουσία. Αλλά ακόμη κι αυτοί, «όλοι μαζί» δεν ξεπερνούν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες με αδιαμφισβήτητη συμβολή στη σημερινή κρίση.
«Όλοι μαζί», οι εκούσιοι ή ακούσιοι συνένοχοι των κομμάτων εξουσίας συγκρότησαν ένα ιδιόμορφο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας που καθόρισε την τύχη όλης της κοινωνίας την τελευταία εικοσαετία. Αλλά, δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτούς τα εκατομμύρια μισθωτών που υφίστανται τις συνέπειες της «σωτηρίας». Δεν περιλαμβάνονται οι 600.000 άνεργοι, οι συνταξιούχοι των 350-600 ευρώ, οι κατεστραμμένοι από τις κοινοτικές πολιτικές μικροί αγρότες, τα 3 εκατομμύρια παιδιών, εφήβων και νέων που προπαρασκευάζονται για ένα μέλλον χωρίς σταθερές.
Δεν περιλαμβάνονται τα εκατομμύρια πολιτών που δεν έκλεψαν, δεν έγλειψαν, δεν λούφαραν φορολογικά, δεν εξαπάτησαν τις κρατικές αρχές, δεν λάδωσαν δημόσιους λειτουργούς για να κάνουν τη δουλειά τους ή το έκαναν για λόγους έσχατης ανάγκης. Στο «όλοι μαζί» δεν περιλαμβάνονται όσοι δεν ψήφισαν τα κόμματα εξουσίας, αλλά ούτε και τα εκατομμύρια που τα ψήφιζαν εξαπατημένα από τις προεκλογικές τους επαγγελίες.
Οι «όλοι μαζί» είναι συγκεκριμένοι, μετρήσιμοι, ενδεχομένως και με ονοματεπώνυμα – σε κομματικούς καταλόγους, λίστες εφορίας και αρχεία με αποδέκτες κρατικού χρήματος. Ως εκ τούτου, στο εξής καθείς να μιλά για λογαριασμό του, για λογαριασμό των φίλων και των συμμάχων του.
Ποτέ πια δεν θα είμαστε «όλοι μαζί». Ίσα ίσα, θα είμαστε τρομακτικά, αβυσσαλέα χώρια.
ΚΙΜΠΙ