Τι θυμήθηκα τώρα…
Έρχεται καμιά φορά ο καιρός που ο άνθρωπος – αποκαμωμένος πια – σταματάει στο διάβα του και στέκεται να πάρει μιαν ανάσα. Στέκεται να ξαποστάσει, να κοιτάξει το ρολόι του, να δει πόσος χρόνος του απέμεινε και πόσο χρόνο ξόδεψε ίσαμε εδώ. Κι άμα τύχει σε κανά βαθύσκιωτο πλατάνι, συνήθως κλείνει τα μάτια του. Και τότε, θέλοντας και μη, βλέπει. Και να μην θέλει να δει, τον βλέπουν τα χρόνια του.
Και αυτά που είναι χθεσινά τα βλέπει απλωμένα μπρος στα πόδια του, τα πιο μακρινά μπορεί και να σηκωθεί για να τα δει, και κάποια άλλα – καμώνοντας πως είναι πολύ μακριά – θα βάλει το χέρι στο μέτωπό του τάχα πως τον χτυπάει η αντηλιά, τάχα πώς είναι τόσο μακρινά που μόλις και τα διακρίνει, μόλις που αχνοφέγγουν στο πολύ βάθος.
Μα δε στοχάζεται πως τα πιο μακρινά είναι και τα πιο κοντινά συνάμα. Γιατί τα πιο μακρινά είναι αυτά που τον έκαναν άνθρωπο – ό,τι άνθρωπο τον έκαναν τέλος πάντων.
Και ξεφυλλίζει τότε και διαβάζει στα πεταχτά και ξαναθυμάται εκείνη την πρώτη μέρα στο σχολείο και θυμάται τους επαίνους και μαζί με αυτούς λυπάται για εκείνες τις φορές που στεναχώρησε την καλή του την δασκάλα. Και θυμάται και τους φίλους, πόσο τους αγαπούσε και πόσο τον αγαπούσαν κι αυτοί και θυμάται τα παιχνίδια και τα κυνηγητά στα σοκάκια και το ανέβασμα στις κερασιές και τα ματωμένα γόνατα από τα ποδήλατα και θυμάται και τις φωνές της μάνας του να συμμαζευτεί επιτέλους στο σπίτι, και θυμάται και τον παππού και την γιαγιά του που αστράφτανε και αστράφτουν κάδε φορά που τον βλέπουν και θυμάται και τον πατέρα του που έκανε δυο δουλειές και ο καημένος δεν αγκομαχούσε ποτέ και τι δεν θυμάται…
Και ξαναθυμάται το σχολείο και τους δασκάλους του, άλλους λατρεμένους και άλλους σωστά ρεμάλια, και θυμάται και τα κορίτσια που ήθελε αλλά ως συνήθως ήταν μικρός γι αυτά, και θυμάται και το πανεπιστήμιο και την προσδοκία και θυμάται ακόμα καλύτερα το γκρέμισμα της προσδοκίας και θυμάται και τι δεν θυμάται…
Και θυμάται την πρώτη του δουλειά και τον πρώτο του μισθό που τον ξόδεψε σε δώρα και θυμάται και την πρώτη του Amstel και το πρώτο του μεθύσι και εκείνα τα γλέντια τα ζαγορίσια και τα ποτάμια και τα βουνά και την θάλασσα ακόμη θυμάται – γίνεται να μην θυμάται την θάλασσα; πόσο την αγαπάει την θάλασσα… Και το κρύο πάνω στο μηχανάκι θυμάται και το πόσο τσατιζόταν στο τιμόνι θυμάται και τις αγαπημένες εκδρομές θυμάται και τις σφαλιάρες από τους δασκάλους θυμάται και την μοναξιά την ανείπωτη θυμάται και τις κουβέντες με τον εαυτό του θυμάται και όλα τα θυμάται μα το αεράκι που έπιασε τώρα του ανακατεύει τις σελίδες του βιβλίου και δεν βλέπει να διαβάσει καθαρά και πηγαίνει μια μπρος και μια πίσω και του έφερε και ενα σκουπιδάκι ο αέρας στο μάτι μα αυτός όλα τα θυμάται – ώσπου να! δείτε τον τώρα!
Θυμήθηκε να κοιτάξει το ρολόι του. Μα ούτε που θυμάται πώς πέρασε ο καιρός…
Αλλά στο τέλος, ευθύς πριν ξαναπάρει τη στράτα του θυμάται αυτό που είχε διαβάσει κάποτε:
“Ο καλλιτέχνης ως το τέλος μπορεί να διορθώνει το έργο του, ακόμη μπορεί να το καταστρέψει αν δεν το βρει καλό. Ο άνθρωπος την ζωή που έζησε δεν μπορεί πια να την διορθώσει. Είναι χαραγμένη ανέκκλητα. Και όταν έχει όλη την ζωή πίσω του να την κρίνει, είναι καταδικασμένος να την δεχθεί όπως την έζησε, με όλα τα λάθη της, με όλες τις αστοχίες της…”
Άρα λοιπόν στο χέρι του είναι να το γράψει έτσι το βιβλίο που στο τέλος να μην χορταίνει να το διαβάζει.
Είναι στο χέρι του όμως;
http://kommatoskylo.blogspot.com/
Και αυτά που είναι χθεσινά τα βλέπει απλωμένα μπρος στα πόδια του, τα πιο μακρινά μπορεί και να σηκωθεί για να τα δει, και κάποια άλλα – καμώνοντας πως είναι πολύ μακριά – θα βάλει το χέρι στο μέτωπό του τάχα πως τον χτυπάει η αντηλιά, τάχα πώς είναι τόσο μακρινά που μόλις και τα διακρίνει, μόλις που αχνοφέγγουν στο πολύ βάθος.
Μα δε στοχάζεται πως τα πιο μακρινά είναι και τα πιο κοντινά συνάμα. Γιατί τα πιο μακρινά είναι αυτά που τον έκαναν άνθρωπο – ό,τι άνθρωπο τον έκαναν τέλος πάντων.
Και ξεφυλλίζει τότε και διαβάζει στα πεταχτά και ξαναθυμάται εκείνη την πρώτη μέρα στο σχολείο και θυμάται τους επαίνους και μαζί με αυτούς λυπάται για εκείνες τις φορές που στεναχώρησε την καλή του την δασκάλα. Και θυμάται και τους φίλους, πόσο τους αγαπούσε και πόσο τον αγαπούσαν κι αυτοί και θυμάται τα παιχνίδια και τα κυνηγητά στα σοκάκια και το ανέβασμα στις κερασιές και τα ματωμένα γόνατα από τα ποδήλατα και θυμάται και τις φωνές της μάνας του να συμμαζευτεί επιτέλους στο σπίτι, και θυμάται και τον παππού και την γιαγιά του που αστράφτανε και αστράφτουν κάδε φορά που τον βλέπουν και θυμάται και τον πατέρα του που έκανε δυο δουλειές και ο καημένος δεν αγκομαχούσε ποτέ και τι δεν θυμάται…
Και ξαναθυμάται το σχολείο και τους δασκάλους του, άλλους λατρεμένους και άλλους σωστά ρεμάλια, και θυμάται και τα κορίτσια που ήθελε αλλά ως συνήθως ήταν μικρός γι αυτά, και θυμάται και το πανεπιστήμιο και την προσδοκία και θυμάται ακόμα καλύτερα το γκρέμισμα της προσδοκίας και θυμάται και τι δεν θυμάται…
Και θυμάται την πρώτη του δουλειά και τον πρώτο του μισθό που τον ξόδεψε σε δώρα και θυμάται και την πρώτη του Amstel και το πρώτο του μεθύσι και εκείνα τα γλέντια τα ζαγορίσια και τα ποτάμια και τα βουνά και την θάλασσα ακόμη θυμάται – γίνεται να μην θυμάται την θάλασσα; πόσο την αγαπάει την θάλασσα… Και το κρύο πάνω στο μηχανάκι θυμάται και το πόσο τσατιζόταν στο τιμόνι θυμάται και τις αγαπημένες εκδρομές θυμάται και τις σφαλιάρες από τους δασκάλους θυμάται και την μοναξιά την ανείπωτη θυμάται και τις κουβέντες με τον εαυτό του θυμάται και όλα τα θυμάται μα το αεράκι που έπιασε τώρα του ανακατεύει τις σελίδες του βιβλίου και δεν βλέπει να διαβάσει καθαρά και πηγαίνει μια μπρος και μια πίσω και του έφερε και ενα σκουπιδάκι ο αέρας στο μάτι μα αυτός όλα τα θυμάται – ώσπου να! δείτε τον τώρα!
Θυμήθηκε να κοιτάξει το ρολόι του. Μα ούτε που θυμάται πώς πέρασε ο καιρός…
Αλλά στο τέλος, ευθύς πριν ξαναπάρει τη στράτα του θυμάται αυτό που είχε διαβάσει κάποτε:
“Ο καλλιτέχνης ως το τέλος μπορεί να διορθώνει το έργο του, ακόμη μπορεί να το καταστρέψει αν δεν το βρει καλό. Ο άνθρωπος την ζωή που έζησε δεν μπορεί πια να την διορθώσει. Είναι χαραγμένη ανέκκλητα. Και όταν έχει όλη την ζωή πίσω του να την κρίνει, είναι καταδικασμένος να την δεχθεί όπως την έζησε, με όλα τα λάθη της, με όλες τις αστοχίες της…”
Άρα λοιπόν στο χέρι του είναι να το γράψει έτσι το βιβλίο που στο τέλος να μην χορταίνει να το διαβάζει.
Είναι στο χέρι του όμως;
http://kommatoskylo.blogspot.com/