Του Ηλία Σιαμέλα
«Απ’ τη θάλασσα έφτασα ως εδώ, με φορτίο από κλέφτες…»* κι οι κλέφτες σε μια νύχτα πλήθυναν κι έγιναν αμέτρητες χιλιάδες, εκατομμύρια…
Ένας ολόκληρος κόσμος γιομάτος από τομάρια και σκύλας γέννες. Μια τυραννία και μια κατάπτυστη προπαγάνδα, που μας θάβει μέσα στο λάκκο του δοσίλογου και στο πρόστυχο γυαλί του τηλεκαναλάρχη.
Παντού μια κακορίζικη πολιτική φάρα κι ένα φαρμακερό πλιατσικόμαυρο παζάρι!
Μια τεχνητή σκηνή όπου μαλακοδέρνοται τα μανιακά πολιτικά θεριά και οι απανταχού καθεστωτικοί ρουφιάνοι. Εκεί όπου συφοριασμένοι μινίστροι καραδοκούν για ν’ αρπάξουν την ψήφο του φτωχού, για να του αφαιρέσουν μετά με άνεση το γλίσχρο πορτοφόλι του.
Εκεί όπου ο βλάμης τηλεπαρουσιαστής επιδεικνύει τις σπάνιες ράτσες των πολιτικών αιλουροειδών προσκαλεσμένων του, για να δούμε ποιος θα μιμηθεί καλύτερα τη γάτα, την ώρα που σκεπάζει τις βρωμιές της.
Εκεί όπου ο πληρωμένος εμπρηστής τρέχει πότε στις φωτιές και πότε στις πλατείες για να ενισχύσει τον προεκλογικό αγώνα των αφεντικών του.
Πάνε λίγες μέρες που ένας φίλος μου έβαλε στ’ αυτί κάποια αναπάντητα ρωτήματα: Ποιος θα αλλάξει, μου είπε, τούτο το λαό το θεομπαίχτη; Ποιος θα φωνάξει για τούτη την αγιάτρευτη φραγκοραγιάδικη νοοτροπία του; Που είναι αυτοί που θα τον βγάλουν απ’ τον πουλημένο δρόμο του; Ποιοι θα μας αποτραβήξουν από τη νοοτροπία του διακονιάρη; Νισάφι πια! Χρόνια και χρόνια παρακμής, ντροπής και σιχασιάς. Οι διαχρονικοί στίχοι του ποιητή, συνέχισε ο καλός μου φίλος, μιλάνε μόνοι τους: Ακόμη και «Τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά/ και τα σκατά λιβάνι / οι γύφτοι γίναν δήμαρχοι / κι οι κλέφτες καπετάνιοι…»**
Κι εγώ ο φουκαράς μ’ ένα δάκρυ σαν ουλή στο πρόσωπό μου, δε βρήκα τίποτ’ άλλο να του πω, παρά του απάγγειλα με τη σειρά μου τους στίχους του μεγάλου ποιητή της Χιλής, που στις δύσκολες στιγμές σαν άγιο προσκυνάω:
«Εσύ θ’ αγωνιστείς για ν’ αλλάξεις τη ζωή, εσύ θ’ αγωνιστείς για να σβήσεις το κοπριασμένο στίγμα απ’ το χάρτη, εσύ, χωρίς άλλο θ’ αγωνιστείς για να λείψει το αίσχος…».***
Όμως, σαν τέλειωσα την απαγγελία, το «Εσύ» έμεινε εκεί και κόλλησε μέσα στη γλώσσα μου πεντάρφανο κι ανάξιο. Το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω μέσα μου ήταν κάποια λόγια θλιβερά, κάποια ανέραστα μαντάτα:
Μα ποιος είσαι εσύ λαέ μου που δε σ’ αναγνωρίζω; Ποια λάσπη και ποια κατάρα σου κλείνει τα μάτια για να μη βλέπεις πέρα απ’ τη μικροαστική μύτη σου; Που είναι ο αγώνας σου και που η πάλη σου;
«Εκλογές» κάνουν οι κλέφτες, και ξέρεις καλά ότι μια παράσταση ακόμη του καραγκιόζη αρχίζει. Και είσαι Εσύ λαουτζίκε που θ’ αναδείξεις τον καλύτερο έμπορο που θα πουλήσει την πατρίδα σου. Αυτόν που θα βρει κι άλλους έξυπνους τρόπους για να κλέβει τα Ταμεία σου. Που θα φέρει ακόμη μερικά εκατομμύρια αλλοδαπούς για ν’ αρπάξουν τις δουλειές σου. Αυτόν που θα «εισάγει» κι άλλους αλβανούς επιβήτορες για να πιάσουμε σπόρο.
«Εκλογές» κάνουν οι απατεώνες, για να ξεπουλήσουν πιο άνετα και τα τελευταία ξεροβούνια στις πολυεθνικές, για να βάλουν τα τσιράκια τους ν’ ανάψουν κι άλλες φωτιές, να κάψουν κι άλλες σημαίες, να στείλουν κι άλλους στρατιώτες στο Αφγανιστάν. Να κάνουν κι άλλες υποκλίσεις στα κεμαλικά θεριά της Τουρκιάς. Να σκύψουν κι άλλο στις επιταγές του ευρωπαϊκού σκουπιδαριού. Να πουλήσουν και το τελευταίο ελεύθερο λιθαράκι της Κύπρου.
«Εκλογές» κάνουν οι απάτριδες, για να φέρουν πάλι τη Γιαννάκου και τη Ρεπούση στο προσκήνιο, να «χρίσουν» και πάλι το Λιάκο σκιώδη υπερυπουργό, για να θάψει ο Σόρος ανεμπόδιστα την ιστορία μας και τη φυλή μας.
«Εκλογές» κάνουν οι μασκαράδες, κι εσύ προσκυνημένε, φτηνέ οπαδέ λαουτζίκο, είδα που βγήκες πάλι στους δρόμους κι έριξες τόνους λούλουδα στου «αρχηγού» το αμάξι κι έριξες «φύλα πολλά μυρτιάς, / στεφάνια από τριαντάφυλλα κι άλλ’ από μενεξέδες…», αντί για χίλια φάσκελα κι άλλες τόσες μούντζες «χεροποδαράτες»! ****
Απ’ τη θάλασσα έφτασα ως εδώ με φορτίο από απατεώνες, κι οι απατεώνες σε μια νύχτα πλήθυναν κι έγιναν αμέτρητες χιλιάδες, εκατομμύρια...
Ξέρω καλά φίλε μου. Δεν είναι λόγια τούτα δω, δεν είναι για ανθρώπους. Το παράπονο της θάλασσας έχουν μέσα τους και τ’ άπιαστα μαυροντυμένα μοιρολόγια της φυλής μας.
Ξέρω καλά φίλε μου. Δεν είναι λόγια τούτα δω για τους πολιτικάντηδες. Μα τι να κάνω. Τούτοι οι κλέφτες με τίποτα δεν ταράζονται κι εξακολουθούνε τον τούρκικο «χαβά» τους. Ακόμη κι αν κλέψουνε όλο το «ινδικό χρυσάφι κι όλο το κεχριμπάρι από τις Σάρδεις», πάλι δε θα ησυχάσουνε!
Ξέρω καλά φίλε μου, ότι πάλι η πέννα μου του κάκου θα φωνάξει. Θα είναι μια αιχμή και μια βροντή στο σκοτάδι μου και τίποτα παραπάνω.
Τούτοι οι Νέοι Άρπαλοι είναι όλοι τους κουφοί, ανέγγιχτοι απ’ της ψυχής τους θρήνους.***** Είναι όλοι τους μικροί και θλιβεροί, που δεν αξίζουν για γροθιές, ούτε καν για ένα φτύσιμο!
Πέρα μακριά σέρνεται ένας απρόσωπος τύραννος. Κι εδώ σιμά μας τα τσιράκια του, ασύδοτοι παραστάτες, χωρίς ντροπή και φόβο ασχημονούν και παίζουν πότε με τις εκλογές και πότε με τη νοημοσύνη μας. Κι όλα αυτά, σε μια κοινωνία που στέρφεψε και δε γεννάει πια τυραννοκτόνους!
Όμως εμείς ας κρατήσουμε την αξιοπρέπειά μας!
Εμείς, δε θα νομιμοποιήσουμε με την ψήφο μας την «κλεφτο-τυραννία» τους. Δε θα βάλουμε πάλι τα χέρια μας, για να βγάλουμε τα μάτια μας.
Η «Αποχή» πλέον, είναι η Νέα Πατρίδα μας.
Η οργή και η περιφρόνηση, είναι η Νέα Σημαία μας.
Εμείς δε θα συναινέσουμε στη Νέα Κοροϊδία. Εμείς δε ζητήσαμε εκλογές.
Ζητάμε Απελευθέρωση! Ζητάμε ανυπόταχτες ψυχές, για να πιάσουμε και πάλι τα βουνά, να βαφτιστούμε στην φτεροσάλαγη ανάσα του 21!
resalto