«…Τον άστεγο του Ταύρου οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα του δήμου τον συναντούσαν συνήθως στην οδό Πόντου. Μόνος, ρακένδυτος, πεινασμένος έψαχνε συνήθως τροφή μέσα στους κάδους. “Δεν ξέρω πώς κατέληξε στον κάδο. Δεν είμαι σίγουρος ότι επέλεξε να κοιμηθεί εκεί, γιατί συνήθως τον βλέπαμε να σκύβει μέσα στους κάδους και να ψάχνει στα σκουπίδια για τροφή. Ίσως να ζαλίστηκε ή να υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο, να έπεσε μέσα και μετά να καλύφθηκε από τα σκουπίδια”, είπε ο πρόεδρος των εργαζομένων του Δήμου Ταύρου» (από τις εφημερίδες, Τρίτη, 2-11-2009).
Είναι η είδηση της εβδομάδας, του μήνα, του χρόνου, της εποχής. Δεν έχει τόση σημασία αν ο άστεγος πέθανε φρικτά μέσα στον «μύλο» του απορριμματοφόρου ή εάν «περισυνελέγη» ήδη νεκρός στον κάδο των σκουπιδιών. Και η κυριότερη απορία που αξίζει να διατυπώσει κανείς δεν είναι αν κούρνιασε στη δυσωδία των σκουπιδιών για να κοιμηθεί ή απλώς γλίστρησε εκεί μεθυσμένος, ζαλισμένος ή εμφραγματίας. Η μόνη πραγματική απορία είναι γιατί έχει σημασία και μας προκαλεί σοκ ο θάνατός του, αφού μας άφηνε αδιάφορους, απαθείς ή απλώς συγκαταβατικούς η ζωή του. Η ζωή του μέσα στα σκουπίδια, από τα σκουπίδια, με τα σκουπίδια.
Τα σκουπίδια είναι ένα ακριβές μέτρο του οικονομικού πολιτισμού μας. Είναι ένα μέτρο και του πλούτου και της αθλιότητας που παράγει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, οι υπερπολυτελείς καταναλώσεις στην κορυφή της ταξικής πυραμίδας που παράγουν τόνους σκουπιδιών και τα «ανθρώπινα απορρίμματα» που βρίσκονται στον πάτο της και ψάχνουν στα σκουπίδια να βρουν να φάνε, να ντυθούν ή να μεταπουλήσουν κάτι άχρηστο είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Και σ’ αυτό το σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων συνυπάρχουν όλες οι ενδιάμεσες διαβαθμίσεις κατανάλωσης και στέρησης που παράγει η καπιταλιστική «σκουπιδομηχανή». Είτε στην εποχή της ευημερίας της είτε στην βαθιά ύφεσή της.
Υπάρχει ωστόσο ένα κατώφλι που, όταν το περνάει ένα κοινωνικό «απόρριμμα», τίθενται υπό αίρεση στοιχειώδεις ανθρώπινες ιδιότητές του: επιβίωση, αυτοσεβασμός, αυτοπροστασία, αυτοσυγκράτηση. Το είδαμε αυτό σε μιαν εξίσου φρικτή είδηση πριν από έναν μήνα. Στη δολοφονία αστέγου από άστεγο για μια θέση στο πεζοδρόμιο. Κι αυτή προκάλεσε σοκ, συγκίνηση, απέχθεια. Αλλά περισσότερη απέχθεια προκαλεί η ιδέα να βρεθεί κανείς στη θέση των λίγων χιλιάδων -προς το παρόν- που ζουν αυτή την καθημερινότητα. Αυτό το αίσθημα, αυτός ο φόβος δημιουργεί μια περίεργη συναίνεση μέσα στην μεγάλη κοινωνική «πλειοψηφία» που δεν τη συνδέει τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι απλώς δεν είναι άστεγη. Είτε στεγάζεται σε τακτοποιημένα μπετονένια «κουτιά» των 80 τετραγωνικών είτε σε πολυτελείς επαύλεις των 500 τετραγωνικών. Αυτή η παρηγορητική σκέψη αποκρύπτει το γεγονός ότι σ’ αυτή την εφησυχασμένη «πλειοψηφία» των στεγασμένων οι πολλοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν στη θέση του άστεγου του Ταύρου από τους ελάχιστους για τους οποίους αυτό αποκλείεται.
Αυτή η ματαιόδοξη παρηγοριά μάς ωθεί να υψώσουμε στεγανά απέναντι στην ακραία εξαθλίωση: ελεημοσύνη, φιλανθρωπία, συμπάθεια από τη μια για τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια, τρώνε στα συσσίτια, κοιμούνται στα πεζοδρόμια. Δυσφορία, εκνευρισμός, οργή από την άλλη για τους ανθρώπους που επιμένουν να καθαρίσουν το καθαρό παρμπρίζ του αυτοκινήτου μας, που ζητούν φορτικά να μας πουλήσουν χαρτομάντιλα, που μετέτρεψαν τις άλλοτε παστρικιές γειτονιές μας σε Βαβέλ της φτώχειας, του λαθρεμπορίου και της εγκληματικότητας. Θέλουμε μια απόσταση ασφαλείας από τον «Άλλο», για να ξορκίσουμε τον φόβο ότι μπορεί κάποια στιγμή κι εμείς να γίνουμε «Άλλοι». Αυτή η ιδέα εξανεμίζει την υποτιθέμενη ανεκτικότητά μας, τον ανθρωπισμό μας, τη συμπάθειά μας. Ιδιαίτερα σήμερα, που το «Άλλο» μάς πολιορκεί επικίνδυνα με τη μορφή του μνημονίου, της ύφεσης, της χρεοκοπίας. Τα σκουπίδια μας, χωρίς αμφιβολία, θα μειωθούν. Αλλά οι άνθρωποι στα σκουπίδια θα αυξηθούν. Στις χωματερές θα διεξαχθεί ο επόμενος «πόλεμος» κατανομής του πλούτου. Ή της φτώχειας.
Έτσι, επιλέγουμε τη στάση της Γουίνι, της ηρωίδας του Μπέκετ στις «Ευτυχισμένες μέρες», που, χωμένη μέχρι τη μέση σ’ έναν σωρό από σκουπίδια, εξακολουθεί να αναπολεί ένα παρελθόν ευημερίας και να νιώθει περήφανη γι’ αυτό, να βομβαρδίζει με ευτυχισμένες αναμνήσεις τον σιωπηλό της σύζυγό της Γουίλι, αρνούμενη να αποδεχθεί ότι κάποτε τα σκουπίδια θα φτάσουν μέχρι τον λαιμό -όπως συμβαίνει πράγματι στη δεύτερη πράξη του έργου- κι ύστερα μπορεί να την καταπιούν εντελώς. Στο μεταξύ, δεν βλέπουμε ότι η «σκουπιδομηχανή» δουλεύει ακατάπαυστα, ότι ο μύλος του «απορριμματοφόρου» συνθλίβει συνεχώς τα καινούργια του σκουπίδια μέχρι να τ’ αδειάσει στη χωματερή.
Άνθρωπος στα σκουπίδια, λοιπόν. Δεν έχουμε ακόμη εξοικειωθεί με την ιδέα; Θα έπρεπε. Η βασική τάση της αστικής «σκουπιδομηχανής» είναι ακριβώς αυτή. Κάθε προσπάθεια να διατηρηθεί και να αυξηθεί ο πλούτος των ατόμων, των τάξεων, των χωρών απαιτεί και προϋποθέτει μια ισοδύναμη παραγωγή σκουπιδιών, μια ανάλογη και ίσως πολλαπλάσια εξώθηση ατόμων, τάξεων, εθνών και κρατών στις χωματερές της οικονομίας και της κατανάλωσης. Συμβαίνει στη μικροκλίμακα της γειτονιάς – κάθε μια έχει τον άστεγό της, τον ρακοσυλλέκτη της, τον «σκουδοφάγο» της. Συμβαίνει και στη μεγάλη κλίμακα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας που έχει τα έθνη-σκουπίδια, τα κράτη-παρίες.
Αν παρατηρήσουμε τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών, θα εντοπίσουμε αρκετούς επάλληλους κύκλους παραγωγής «σκουπιδιών». Πριν φτάσουμε στα ανθρώπινα σκουπίδια, η «σκουπιδομηχανή» έσπρωξε στη χωματερή πολλά άλλα πράγματα. Πρώτα μετέτρεψε σε σκουπίδια αξίες: μετοχές εταιρειών, ομόλογα τραπεζών, αξίες ακινήτων. Και μαζί τους, τις ίδιες της εταιρείες, τις τράπεζες, τα ακίνητα. Και μαζί με τα «χαρτιά» -τις κινητές και ακίνητες αξίες που κατρακύλησαν στη χρηματιστηριακή χωματερή- σπρώχτηκαν στην ανακύκλωση οι ίδιοι οι άνθρωποι που εξαρτούσαν την ύπαρξή τους από τις αξίες: οι εργαζόμενοι, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ιδιοκτήτες των κατασχεμένων ακινήτων στις ΗΠΑ.
Έπειτα, ακολουθώντας το ντόμινο της κρίσης, πήραν τον δρόμο της χωματερής τα κρατικά ομόλογα. «Σκουπίδια» τα ελληνικά ομόλογα, πρώτα και καλύτερα στην έκρηξη της παγκόσμιας κρίσης χρέους. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι μαζί με τη «σκουπιδοποίηση» των κρατικών ομολόγων σπρώχνονται στην παγκόσμια χωματερή χώρες, κοινωνίες ολόκληρες. Σκουπίδι, λεκές της ευρωπαϊκής «καθαρότητας» για μήνες η Ελλάδα, πριν βρεθούν στην παρέα της και οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί. Στον κάδο των χωρών-σκουπιδιών αλιεύουν υλικά ανακύκλωσης μόνον οι πιστωτές τους.
Ζούμε τον τελευταίο κύκλο παραγωγής σκουπιδιών. Η «σκουπιδομηχανή» έχει ξεπεράσει τον εαυτό της σε ευρηματικότητα. Διαβάζοντας προσεκτικά κανείς τους νέους όρους που επιδιώκει να επιβάλει στην Ε.Ε. η γαλλογερμανική αυτοκρατορία, μπορεί να δει ζοφερό μέλλον μιας χωματερής χωρών. Η Ευρωζώνη που σχεδιάζεται μέσω του νέου Συμφώνου Σταθερότητας («σκουπίδι» το είχε αποκαλέσει κι αυτό, κατά σύμπτωση, κορυφαίος ευρωκράτης στο ζενίθ της κρίσης) σπρώχνει τουλάχιστον μια δεκάδα χωρών στη θέση των σκουπιδιών της Ευρωζώνης. Ο μηχανισμός της ελεγχόμενης χρεοκοπίας που προωθεί με πάθος η Μέρκελ σαν μελλοντικό όρο ύπαρξης του ευρώ δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία μιας νομισματικής χωματερής, προσεκτικά και οικολογικά απομακρυσμένης από τον «πράσινο» παράδεισο των ηγεμονικών, πλεονασματικών χωρών. Μια νομισματική χωματερή στην οποία θα εξωθούνται οι ελλειμματικές, υπερχρεωμένες χώρες, καταδικασμένες να επιβιώνουν μόνο με όσα υλικά κατάλληλα προς «ανακύκλωση» διαθέτουν: φθηνά παραγωγικά χέρια, δημόσια περιουσία, φυσικούς πόρους, τουριστικά αξιοποιήσιμο πολιτισμό.
Ζούμε ήδη στη χωματερή. Κάποιοι ακόμη στις παρυφές της, άλλοι ήδη στα βαθύτερα στρώματά της, όπου αποσυντίθενται τα οργανικά στοιχεία του οικονομικού μας πολιτισμού: το κοινωνικό κράτος, η πρόνοια, ο κατώτατος μισθός, η συλλογική σύμβαση, η ασφάλιση, η δημόσια υγεία και παιδεία, η αρωγή των αδυνάτων, οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν βρεθεί στον πάτο της χωματερής. Θα περιμένουμε την αυτανάφλεξη; Μήπως να κάνουμε κάτι πιο δραστικό; Αρχίζοντας, για παράδειγμα, από το απλούστερο. Ν’ αγγίξουμε τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια της γειτονιάς, πριν τους μαζέψει το απορριμματοφόρο.
ΚΙΜΠΙ