Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΤΑΣΚΑ
«Υπάρχουν πολλοί τρόποι να σκοτώσεις έναν άνθρωπο. Μπορείς να του καρφώσεις ένα μαχαίρι στην κοιλιά, να του στερήσεις το ψωμί, να μην τον γιατρέψεις από την ασθένειά του, να τον βάλεις να ζήσει σε ένα άθλιο σπίτι, να τον βασανίσεις αναγκάζοντάς τον να δουλεύει μέχρι θανάτου, να τον ωθήσεις στην αυτοκτονία, να τον στείλεις στον πόλεμο.
Μόνο ορισμένοι από αυτούς είναι απαγορευμένοι στο κράτος μας».
Tα λόγια του Μπρεχτ συνοψίζουν μία πραγματικότητα, από την οποία ο κόσμος, και ιδιαίτερα η Ελλάδα, έδωσαν πολυετείς, αιματηρούς εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες για να ξεφύγουν – ή τουλάχιστον να μετριάσουν.
Λίγοι γνωρίζουν σήμερα ότι τα βασικά εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, που για ορισμένους δεν αποτελούν παρά «σοσιαλιστικές πολυτέλειες», αν όχι άδικα προνόμια, είχαν εν Ελλάδι κατοχυρωθεί σε μία περίοδο πολύ παλαιά και ιδιαίτερα δύσκολη.
Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν εκείνο που καθιέρωσε μέτρα που σήμερα φαίνονται όνειρα αναρχικών αιθεροβαμόνων: εγγυημένος κατώτατος μισθός, 8ωρο, 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα, ασφάλιση, δεκαπενθήμερες διακοπές μετ' αποδοχών, άδεια μητρότητας, επίδομα ανεργίας, αυστηρότεροι όροι ασφαλείας στους εργασιακούς χώρους.
Μόλις 4 χρόνια νωρίτερα, το 1932, η Ελλάδα είχε κηρύξει πτώχευση, με αποτελέσματα τραγικά για το επίπεδο διαβίωσης.
Η πολιτική αστάθεια, καθώς και οι δυναμικές -και με τίμημα αίματος απεργών- διεκδικήσεις του οργανωμένου και ρωμαλέου εργατικού κινήματος είχαν ως αποτέλεσμα να αποφασιστεί από το στρατόπεδο των δανειστών η ανατροπή της Δημοκρατίας, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι απαιτήσεις τους. Οι διεκδικήσεις του λαού, όμως, ανάγκασαν ακόμη και το αυταρχικό καθεστώς να παραχωρήσει τα παραπάνω δικαιώματα και να εξασφαλίσει μία μικρή αναδιανομή πλούτου υπέρ των ασθενεστέρων, προκειμένου να εξασφαλίσει τη λαϊκή ανοχή.
Ολα αυτά τα δικαιώματα θα διαγραφούν με μονοκονδυλιά; Ο κατώτατος μισθός θα αποτελέσει παρελθόν, από τη στιγμή που η επιχείρηση δεν θα δεσμεύεται από την Εθνική ή τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας; Οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις θα τσακίζουν κάθε έννοια αξιοπρεπών όρων εργασίας;
Η σύνταξη αποτελεί ήδη ευτελές φιλοδώρημα για τους ηλικιωμένους και σύντομο ανέκδοτο για τις γενιές που ακολουθούν. Κι όλα αυτά σε περίοδο κοινοβουλευτισμού, από ένα πολιτικό κατεστημένο που αδυνατεί να διδαχθεί από τον κοινωνικό ρεαλισμό ακόμη και ωμών, αυταρχικών καθεστώτων.
Το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά όχι μόνο δεν βοηθούν τη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά καταβαραθρώνουν τα δημόσια έσοδα, ότι ακόμη και πυλώνες του πιο ασύδοτου φιλελευθερισμού όπως ο Economist προειδοποιούν για τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου κατάρρευσης και έσχατης ανέχειας μέσω της μείωσης των μισθών, αντιμετωπίζεται με την κολακεία των ταπεινότερων ενστίκτων: εκτρέφοντας τον φανατικό αλληλοσπαραγμό μεταξύ εργαζομένων μικρού και μεσαίου εισοδήματος, σε έναν διαγωνισμό ισοπέδωσης έναντι των ισχυροτέρων.
Ωστόσο, το προφανές αποτέλεσμα, δηλαδή η διαρραγή της κοινωνικής συνοχής, είναι αδύνατον να μην επιφέρει επάνοδο στις προνεωτερικές δυναστικές δομές (δηλαδή έναν «βουβό εμφύλιο») ή ακραίες πολιτικές εντάσεις. Το προηγούμενο του 1932 επανέρχεται απειλητικά στο προσκήνιο.
«Οσα τα κέρδισες με τα μαρτύρια,
τα παζαρεύουν πάλι στα χαρτιά,
τρέχεις να ψάξεις μες στα καταφύγια
και βρίσκεις μιαν αιχμάλωτη γενιά».
radar