Γράφει : ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Περίπου εκατόν ενενήντα χρόνια μετά τα πρώτα δάνεια στήριξης του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, με βάση τα οποία η χώρα χρεώθηκε 2.800.000 λίρες ενώ παρέλαβε λιγότερα από 540.000, ο κύκλος αυτής της κουτσής εθνικής ανεξαρτησίας μάλλον κλείνει οριστικά με τον ίδιο τραγικό τρόπο, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το εθνικό αίτημα.
Στη διαδρομή αυτή, δεκάδες Ορλάνδοι και Λουριώτες (οι εξουσιοδοτημένοι να συνάψουν τα πρώτα δάνεια) θα επαναλάβουν σχεδόν απαράλλαχτα τις ίδιες αστοχίες στον χειρισμό των δανείων και θα απολαύσουν την ανάλογη σε κάθε εποχή τρυφηλή ευζωία, καταδικάζοντας τον τόπο στην εξάρτηση και στην παρακμή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος του 2009, τρεις χιλιάδες σύγχρονοι «απόγονοι» του Ορλάνδου και του Λουριώτη, διαθέτουν σε τράπεζες του εξωτερικού καταθέσεις, που υπερβαίνουν τα 15 δις ευρώ, δίχως να υπολογίζονται οι επενδύσεις σε real estate, επιχειρήσεις κλπ.
Έτσι, το έλλειμμα που διαπιστώνει ο πρώτος 6μηνιαίος προϋπολογισμός του 1823, (έξοδα 38.000.000 γρόσια – έσοδα 12.000.000 γρόσια) θα περάσει μέσα από τη αργόσυρτη γραμμή της Ιστορίας, για να σκάσει στα μούτρα των νεο-Ελλήνων, σε ευρώ βέβαια αυτή τη φορά. Λες και στην πλάστιγγα που ζυγιάζεται η ελληνική Ιστορία, ότι κερδίζεται με αίμα, είναι καταδικασμένο να χάνεται για μερικές χιλιάδες γρόσια.
Από το 1974 έως το 2009 το ελληνικό κράτος κατέβαλλε για την εξυπηρέτηση του χρέους πάνω από 640 δις ευρώ, ενώ την τελευταία δεκαετία (2000-2009) πάνω από 400 δις ευρώ. Κι’ όμως, παρ’ όλα αυτά, σήμερα οφείλονται ακόμη 350 δις. Ο Ορλάνδος ζει. Ο Λουριώτης ζει. Και οι δυό βασιλεύουν. Ναι γιατί, από αυτά τα ποσά, μόνο το 3% κατευθύνθηκε στην κάλυψη των αναγκών του τόπου. Το υπόλοιπο 97% αφορούσε στην αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους. Ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης ζουν και δεν δανείζονται για να πληρώσουν μισθούς και συντάξεις, αλλά για να υπηρετήσουν την υπόθεση της εξάρτησης της χώρας. Πραγματικό κίνητρο τους, η εγγενής μειονεξία για οτιδήποτε ελληνικό. Άλλοθι τους, η βαθιά περιφρόνηση της ελληνικής ιδιοπροσωπείας. Ανταμοιβή τους η πολυτελής ατομική ευζωία και η επιβράβευση των ξένων τοποτηρητών.
Το συνολικό κόστος των μισθών και συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων ανήλθε το 2009 στο ποσό των 25,5 δις ευρώ, δηλαδή ποσοστό 10% του ΑΕΠ, όταν τα ποσά για την εξυπηρέτηση των δανείων είναι τριπλάσια και εντός του 2011 θα γίνουν τετραπλάσια. Όμως ο Ορλάνδος ζει ακόμη, ακριβώς γιατί είναι δεξιοτέχνης στην παραμόρφωση της πραγματικότητας. Η μικροαστική δημοσιοϋπαλληλία, δεν θα ρισκάρει ποτέ να μην πάρει το χιονίσει-βρέξει μηνιάτικο της. Ο Λουριώτης ξέρει πολύ καλά, πως αρκεί να χτυπήσεις αυτό το καμπανάκι κινδύνου και η «πλέμπα» θα σπεύσει να θεωρήσει εξαιρετικά συνετή ακόμη και την πιο ξεδιάντροπη τοκογλυφία. Ακόμη και περικοπές μισθού θα αποδεχτεί, ακολουθώντας το παλιό αξίωμα «εκείνοι κάνουν ότι μας πληρώνουν και εμείς κάνουμε ότι δουλεύουμε».
Κάπως έτσι, μέσα από τα σπάργανα του πρώτου εθνικού δανείου, και της αντιπαραγωγικής κουλτούρας που το συνοδεύει, ανιχνεύεται η συνεχής αποδιάρθρωση της ελληνικής δημιουργικότητας. Τέσσερα εκατομμύρια εννιακόσιες σαράντα χιλιάδες «μωρά» (τόσο είναι το εργατικό δυναμικό της χώρας) βυζαίνουν στα τρυφερά μαστάρια της πατρίδας, κλαψουρίζοντας αραιά και πού για το έλλειμμα γάλακτος ή για την άδικη μοιρασιά του και αφήνοντας εν πολλοίς ήσυχους τους Ορλάνδους και τους Λουριώτες να κάνουν τη δουλειά τους. Δεν έχει παρά να συγκρίνει κανείς σε διάφορες χώρες, το αποτέλεσμα που προκύπτει αν διαιρέσουμε το ΑΕΠ με τον αριθμό του εργατικού δυναμικού. Για την Ελλάδα 37.000 ευρώ, για την Ολλανδία 66.000, για την Αυστρία 70.000, για την Δανία 71.000 και για την Νορβηγία 87.000 ευρώ. Η Δανία του Ορλάνδου (και όχι του Νότου) έχει τη μισή παραγωγικότητα από την Δανία.
Μπορούμε να δούμε και τα αντίστοιχα αποτελέσματα, διαιρώντας τις εξαγωγές της χώρας με τον αριθμό του εργατικού δυναμικού, ξεκινώντας από την δραματική διαπίστωση ότι η χώρα έχει εξαγωγές ανάλογες του Λουξεμβούργου –λιγώτερο από 18 δις ευρώ- με τη «μικρή» διαφορά ότι το Λουξεμβούργο έχει πληθυσμό μόλις ενός εκατομμυρίου! Για την Ελλάδα λοιπόν, ο δείκτης εξαγωγών ανά εργαζόμενο είναι 4.000 ευρώ, για την Αυστρία 34.000, για τη Δανία 27.000 και για την Νορβηγία 42.000 ευρώ. Πάλι, η Δανία του Ορλάνδου, έχει το 1/9 της «εξαγωγικής παραγωγικότητας» της πραγματικής Δανίας.
Σε χοντρά νούμερα, η Ελλάδα έχει εξαγωγές 17,2 δις, ενώ η σχεδόν ίσου μεγέθους Ολλανδία, 430 δις. ευρώ. Πίσω από τον Γερμανό-ολλανδικό αφορισμό της «ελληνικής τεμπελιάς», αποκρύπτεται η αλήθεια της ελληνικής εξάρτησης σε σχέση με την ολλανδική ανεξαρτησία. Αν υπήρχε μια μεζούρα για να μετρήσουμε το μέγεθος αυτό, θα λέγαμε πως
η Ολλανδία είναι 25 φορές πιο ανεξάρτητη απ’ ότι η Ελλάδα.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω, ότι η παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας στήριξε την ξέφρενη ανάπτυξη του δανεισμού και αντίστροφα, σ’ ένα καθοδικό σπιράλ που διασφάλιζε πάντα την ξένη εξάρτηση και τους εγχώριους διεκπεραιωτές της. Και ο λαός, σαν αγωγιάτης χωρίς αγώι για να τον αφυπνίσει, βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στη αντιδημιουργική νάρκη της κατανάλωσης, ζητώντας -στην καλύτερη των περιπτώσεων- μια πιο δίκαιη μοιρασιά της.
Κοντολογίς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο δανεισμός όχι μόνο υπονόμευσε βαρύτατα την εθνική ανεξαρτησία αλλά και «γκρέμισε» τη δημιουργική αυτοπεποίθηση του τόπου, αλλοιώνοντας τα κρίσιμα χαρακτηριστικά του ελληνικού υποδείγματος, οδηγώντας έτσι, σε περαιτέρω συρρίκνωση της ανεξαρτησίας και στην ανάγκη όλο και μεγαλύτερου δανεισμού.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στις αρχές του 2011, στην εκτίμηση ότι το χρέος -παρά τις αρχικές προβλέψεις- θα κορυφωθεί στα 362,2 δις ευρώ και σε ποσοστό 158,6% του ΑΕΠ. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το τέλος του ελληνικού δράματος, ύστερα από σχεδόν 190 χρόνια ανελεύθερου –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- εθνικού βίου.
Το ελληνικό κράτος εντός του 2011 θα χρειαστεί να καταβάλλει σε τοκοχρεολύσια 69,5 δις. ευρώ, για να ανταπεξέλεθει στις αυξημένες υποχρεώσεις ιδιαίτερα του πρώτου εξαμήνου. Τα ποσά είναι εξωφρενικά, αν σκεφτεί κανείς ότι τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού δεν θα ξεπεράσουν τα 50 δις ευρώ. Στην καλύτερη περίπτωση ο μηχανισμός στήριξης θα διαθέσει 46,5 δις ευρώ, αφήνοντας ένα άνοιγμα 23 δις ευρώ. Πού θα βρεθούν τα χρήματα αυτά; Μήπως, στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό με ομόλογα 3μηνης διάρκειας και τόκους εκατομμυρίων ευρώ για ανάσα μόλις μερικών μηνών; Και ποιός τρελός θα δανείσει μια χώρα με χρέος 158,6% του ΑΕΠ; Τρίχες κατσαρές. Τα χρήματα αυτά δεν θα βρεθούν. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς τα χρήματα αυτά, θα βρεθούν, αλλά με μία προϋπόθεση. Την ολοσχερή εκποίηση του εθνικού αλλά και του ιδιωτικού πλούτου της χώρας.
Γιατί η χώρα, αν και υπερχρεωμένη διαθέτει ακόμη δύο –τουλάχιστον- σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Μια τεράστια δημόσια περιουσία σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών και ένα εξαιρετικά μικρό ιδιωτικό χρέος.
Τα 300 δις της Δημόσιας περιουσίας και το μικρότερο ιδιωτικό χρέος στην ευρωζώνη (μόλις 123% του ΑΕΠ) καθιστούν τη χώρα και τις πολυάριθμες μικρές ιδιωτικές περιουσίες που δεν είναι και τόσο επιβαρυμένες με δανειακά βάρη, καλοψημένο φιλέτο στο πιάτο των νεο-αποικιοκρατών της δύσης.
Όπως ακριβώς ένας δύστυχος οφειλέτης μπορεί να απολέσει την κυριότητα της κατοικίας του, για ένα ποσό πολύ μικρότερο της πραγματικής αξίας της, έτσι και η χώρα θα βρεθεί στο πρώτο 6μηνο του 2011 στην ανάλογη θέση. Θα ακολουθήσουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Και όπως ακριβώς συνέβη στο πρώτο δάνειο του 1824, όπου ως εγγύηση αποπληρωμής τέθηκαν τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα, έτσι και τώρα 186 χρόνια μετά, οι εγγυήσεις -όσες δεν έχουν δοθεί- και θα δοθούν και θα καταπέσουν.
Όσοι παροικούν στην Ιερουσαλήμ, γνωρίζουν ότι ήδη διεξάγονται οι σχετικές συζητήσεις ενώ διακριτικά διαμορφώνεται το κατάλληλο κλίμα αποδοχής των τετελεσμένων στην κοινή γνώμη, με δηλώσεις Γερμανών κυρίως αξιωματούχων. Ακόμη, στα καθεστωτικά ΜΜΕ όλο και πληθαίνουν οι συζητήσεις περί επιμήκυνσης, επαναδιαπραγμάτευσης κλπ. χωρίς βεβαίως να ομολογείται καθαρά ότι το «πράγμα δεν βγαίνει».
Στο μικρό παράθυρο ευκαιρίας -μόλις 6 μηνών- που βρίσκεται μπροστά μας, εκείνο που πραγματικά διακυβεύεται είναι το ανολοκλήρωτο οριστικό κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε η επανάσταση του ’21 και που προσπάθησαν –ανεπιτυχώς- να ολοκληρώσουν οι γενιές των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασίας, καθώς και του ’40 και της Εθνικής Αντίστασης. Θα τολμούσε να συμπεριλάβει κανείς και τη γενιά του Πολυτεχνείου, αν δεν ήταν εκείνη που με τον αβάσταχτο ουτιδανισμό της, πρόσφερε το πιο βαρύ ναρκωτικό στη συνείδηση του λαού και του τόπου.
Έχουν ακόμη μερικοί την εικόνα συγκαταβατικής και χαζοχαρούμενης αμηχανίας στο πρόσωπο, όταν τους μιλάς για όλα αυτά, όπως όταν τους μιλούσες για την ανάγκη ΔΕ-θελοντισμού στο «πάρτι» των ολυμπιακών αγώνων.
Μπροστά σ’ αυτό το διακύβευμα, της ταφόπλακας του ’21, δεν χωράει άλλη προσταγή παρά η πάση θυσία εθνική ανεξαρτησία, αλλά ταυτόχρονα και η παραγωγική ανασυγκρότηση με τρόπο που να τη διασφαλίζει. Η οριστική καταδίκη των Ορλάνδων ,των Λουριώτιδων και όσων συναγελάζονται μαζί τους, καθώς και η απομάκρυνση τους από την πολιτική πραγματικότητα, δεν μπορεί παρά να είναι επίσης προαπαιτούμενο.
Στην αντίθετη περίπτωση στο επόμενο μόλις 6μηνο, το αίμα για την ελευθερία αλλά και ο ιδρώτας για την προκοπή, εκατομμυρίων ψυχών πριν από μας, θα συνθέτουν αδικαίωτοι το τελικό καημό της Ρωμιοσύνης. Και θα είναι αυτό μεγάλο βάρος, όταν σταθούμε ο ένας απέναντι στον άλλο, αργά ή γρήγορα, στη συνάντηση των νεκρών και ζωντανών της ελληνικής κοινότητας των ψυχών
tonoikaipnevmata