Σε τι αλήθεια ωφελεί όλη αυτή η συζήτηση περί πολιτικής, ιδεολογίας και κοινωνικής συνοχής, σε εποχές τόσο σκληρές; Μόλις προ ολίγων ημερών η ερώτηση αυτή ήρθε για να προκαλέσει συνειδησιακά ζητήματα και απορίες.
Ποιος άραγε ο λόγος για τον οποίο κάποιος να κάτσει να γράψει ή πιο καλά να διαβάσει όσα η τάξη του χρόνου ήρθε να ρυθμίσει; Και γιατί μια νεα συζήτηση να ασχολείται παράκαιρα με θέματα που χρόνια τώρα έχουν εξαντληθεί και δεν προσφέρουν τίποτα πια στη μεταμοντέρνα αντίληψη για το κοινωνικό γίγνεσθαι;
Ο λόγος περί πολιτικής, κοινωνίας, αριστεράς συστημικής και μη. Τι νόημα αλήθεια έχουν όλα αυτά σε μια εποχή κοινωνικού αυτοματισμού, μηδενισμού , υπέρμετρης καταναλωτικότητας και οικονομικών αδιεξόδων; Πως όλη αυτή η συζήτηση που διεξάγεται με όρους και μέσα σύγχρονης τεχνολογίας, μπορεί να φέρει κάποιο αποτέλεσμα, όταν απέτυχαν εδώ και χρόνια οι άμεσες κοινωνικές ¨διαπραγματεύσεις¨; Και γιατί εμείς οι σύγχρονοι ¨περιούσιοι¨ να αναλωθούμε σε συζητήσεις που φαντάζουν ρομαντικά , στη καλύτερη περίπτωση, απομεινάρια μιας άλλης εποχής που αποδεδειγμένα πια μεταλλάχθηκε; Τι προσφέρει μια τέτοια κουβέντα που ξεκίνησε αρκετά παλιά και στο κάτω κάτω της γραφής δεν απέδωσε πουθενά; Σωστά τα ερωτήματα και κυρίως οι αιτίες που τα δημιουργούν. Είναι όμως στ αλήθεια έτσι;
Ανήκουμε σε μια γενιά ανθρώπων που χωρίς να έχει ματώσει η ίδια τα ιστορικά της αμπέχονα , χωρίς ιστορικές ετικέτες, μπροσούρες , φυλακίσεις και εξορίες, συνειδητοποίησε για πρώτη φορά την δυναμική και το προσανατολισμό της στη μαθητική εξέγερση, τη πρώτη κατά σειρά , το χειμώνα του 1991.
Η πρώτη αυτή κοινωνική ζύμωση και η πολιτική μέθεξη που ακολούθησε , καλλιέργησε ένα ήδη υπαρκτό αλλά συχνά ασαφές ελάχιστο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο που βασιζόταν στις αρχές του ανθρωπισμού, της χειραφέτησης, της αυτονομίας και της κοινωνικότητας για να μετεξελιχθεί γνήσια και ανόθευτα σε πολιτική ταυτότητα , ιδεολογική σταθερά, κοινωνική πίστη.
Αυτή η συνειδησιακή, περισσότερο, ταυτότητα πέρα από το γεγονός ότι δύσκολα μπορεί να αποκολληθεί από τη σκέψη και το συναίσθημα της γενιάς αυτής που με κόπο προσπάθησε να βρει το δρόμο της τη στιγμή που δίπλα της την ίδια ακριβώς ώρα κατέρρεε ένα ολόκληρο μοντέλο και στα απομεινάρια του στηνόταν ένας ακόμη πιο κολοσσιαίος υπερ-δομικός παγκόσμιος οικονομικός σχηματισμός , απέκτησε τη δική της αυτόφωτη αξία καθώς με το πέρασμα του χρόνου εκμηδενίστηκαν υλιστικά οι όποιες λογής και φύσεως ετερότητες, και στη θέση τους αναπτύχθηκαν μαζικές συμπεριφορές και νοοτροπίες.
Επομένως, σε πραγματικά άγονες εποχές , η όποια λογής διαλογική σχέση υποκειμένου-κοινωνίας, σε πρωτογενές έστω επίπεδο, απέκτησε χαρακτήρα ανατρεπτικό και γιατί όχι επαναστατικό. Ετσι ώστε η συμμετοχή, για παράδειγμα, σε μια ανοικτή συνέλευση κοινωνικού χαρακτήρα την ίδια ημέρα με τα εγκαίνια ενός πολυκαταστήματος να φαινόταν σε πολλούς απομεινάρι μιας άδοξης τελικά εποχής κι από την άλλη βαθιά ριζοσπαστική στάση που δύσκολα ξεπερνιέται από ανθρώπους που δεν νοούν τη ζωή τους χωρίς αυτές.
Η ηρεμία που ακολούθησε με τις ελάχιστες αλλά ικανές εξάρσεις κοινωνικών αντιπαραθέσεων και διεκδικήσεων στα πλαίσια διαφορετικών κάθε φορά συλλογικοτήτων και αιτημάτων , έδωσε στους ίδιους αυτούς ανθρώπους, ένα χρήσιμο ανάχωμα προβληματισμού και μελέτης πάνω σε καίρια ζητήματα της κοινωνικής γεωμετρίας και πολιτικής θεωρίας, προετοιμάζοντας με τον τρόπο αυτό μια ασύνδετη και χαλαρή προς το παρόν κοινωνική και πολιτική παρουσία, για κάποιους αρχικά στους κόλπους υπαρκτών πολιτικών σχηματισμών και για τους περισσότερους στην αναζήτηση και μόνο αυτή, μιας εφικτής ενιαίας πρότασης για ένα κοινό μέτωπο ελάχιστων , αρχικά, προϋποθέσεων και συγκλίσεων.
Tη δεκαετία- σχεδόν- που ακολούθησε και που σημαδεύτηκε έντονα από ιστορικές εντάσεις, διαιρέσεις, πισωγυρίσματα και στη συνέχεια από νέα σχήματα, σύμβολα και δυναστείες με παγκόσμιους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς και ¨νέο φιλελεύθερους¨ κοινωνικούς οδοστρωτήρες , πολεμοκάπηλους εθνοπατέρες, αντι- τρομοκρατικές υστερίες και ¨δημοκρατικές¨ υπερβολές , πολυεθνικούς κερδοφόρους Τιτάνες και νομισματικές εξομοιώσεις, γέννησε την ιστορική αναγκαιότητα για μια οριστική πια και αμετάκλητη συστράτευση όλων όσων εναντιώνονται με σθένος στη νέα επώδυνη συγκυρία.
Το ολοένα πιο δυναμικό αυτό αίτημα για μια νέα μαχητική συλλογικότητα που θα αγωνίζεται μετωπικά και συστηματικά , που θα λειτουργεί αυτόνομα χωρίς στρεβλώσεις και εσωστρεφείς νοοτροπίες και που θα κλείνει στους κόλπους της ομάδες , φορείς , παρατάξεις , προσωπικότητες με έναν κοινό ελάχιστο παρανομαστή αλλά με μέγιστο όραμα ¨έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο¨, ¨κατέβηκε¨ αρκετές φορές μέσα στη δεκαετία στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, διεκδίκησε το κοινωνικό της ρόλο και διαμόρφωσε μια αρκετή χρήσιμη παρακαταθήκη που ανέμενε την δική της ιστορική ευκαιρία. Μια ευκαιρία που θα επαναπροσδιόριζε τη παρουσία του υποκειμένου στο σύγχρονο γίγνεσθαι, που θα γονιμοποιούσε το σπέρμα της διαλογικής σχέσης κοινωνίας – ανθρώπου , όπως αυτό εμφανίστηκε στη ¨κούνια¨ της γενιάς του 1991.
Στο κατώφλι της νέας χιλιετίας μια εντελώς άδοξη , παράλογη και άγονη πανσπερμία κενών συμβόλων, συμβολισμών, στόχων , αρχών και αξιών σε στενή επαφή με την αδυσώπητη καθημερινή αγοραία πραγματικότητα του κέρδους και της βίας , υπαγορεύει μια νέα κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά , μεταλλάσσει τις συνήθεις κοινωνικές αντιδράσεις και επιβάλλει την άμεση εφαρμογή της χρήσιμης εκείνης παρακαταθήκης. Προϋπόθεση απαραίτητη να προσεγγισθεί ανοικτά, κριτικά, ελεύθερα , σε όλες τις διαστάσεις της και σε όλο το φάσμα της.
Και μπορεί η παγκόσμια συγκυρία να εξασθένησε αδιακρίτως κοινωνικά και πολιτικά ξεσπάσματα, μπορεί η μελαγχολική εσωστρέφεια και ένας ιδιότυπος μεγαλοϊδεατισμός της τάξεως του 3 ή 5% να κράτησε καθηλωμένο το όραμα για ένα μέτωπο κοινωνικής δράσης ή αντίδρασης, ποτέ όμως ουσιαστικά δεν εξαφανίστηκε από την άκρη έστω του μυαλού της γενιάς εκείνης που γνώρισε από νωρίς –επαναλαμβάνω σε εποχές άγονες- τη πρώτη κοινωνική της συλλογικότητα, ο γονιδιακά αυτονόητος συνειδησιακός προβληματισμός για τη παρουσία του ανθρώπου στη κοινωνία. Και μπορεί ο σημερινός 30 και κάτι πολίτης να ανακάλυψε τον συγχρονισμό των μέσων και των εκσυγχρονισμό των τεχνολογιών, μπορεί να απέκτησε κινητό με τηλεόραση και video, πάντα όμως στην άκρη του μυαλού του και ιδιαίτερα σε συνθήκες καθημερινής πίεσης , δεν έπαψε να θυμάται τις πρώτες εκείνες καταλήψεις, να αλλάζει τη πολιτική του θέση ανα τετραετία, να συλλογάται συνειδησιακά ελεύθερος, να ελπίζει όσο κι αν προς το παρόν δεν συμμετέχει σε έναν άλλο κόσμο για τον οποίο κάποτε υπήρξε έτοιμος να οικοδομήσει και τώρα απλά ονειρεύεται.
Και μπορεί να φαίνεται τώρα μπερδεμένος μεταξύ των φανταχτερών προκλήσεων, συνειδητοποιεί όμως παράλληλα ότι δύσκολα θα μπορέσει να αποκτήσει την αληθινή ευτυχία, που δεν είναι ατομική αλλά συλλογική έστω και προς το παρόν μικρής εμβέλειας. Όταν λοιπόν με το πέρασμα του χρόνου η αναγκαιότητα μιας πραγματικής μεταστροφής και του υλικού κορεσμού αρχίζει να τον ωθεί σε άμεσες λύσεις ή δράσεις, ο διάλογος για τη σχέση ανθρώπου - κοινωνίας, δράσης-αντίδρασης, επαναπροσδιορισμού της ανθρώπινης ετερότητας και συλλογικής εξέλιξης δεν θα πρέπει να έχει διακοπεί , ούτε να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε, γιατί θα καταλήξει και πάλι αναποτελεσματικός.
Αντιθέτως, η επικαιροποίηση της διαλογικής σχέσης κοινωνίας-ανθρώπων , η απλή καταγραφή θέσεων και απόψεων που φαίνονται προς το παρόν ανούσιες παρελθοντικές σαχλαμάρες ή ανεδαφικές ουτοπίες , ουσιαστικά φέρνουν πιο κοντά εκείνο που έρχεται. Και μπορεί να μην έχει μέχρι τώρα όνομα ή χρώμα, μπορεί να μην έχει γεννηθεί ή να έχει ήδη πεθάνει, όμως θα έρθει. Όχι αυτόματα ή με την ¨ευλογία του Θεού, όχι με τον πελαργό ή το διαστημόπλοιο, αλλά σιγά - σιγά μέσα από τη συζήτηση που ήδη διεξάγεται μέσα μας ή σε μικρές συλλογικότητες όπως μια παρέα , μια εφημερίδα και φυσικά το διαδύκτιο που μας φιλοξενεί.
Χωρίς την αναγκαία αυτή συζήτηση , τον εσωτερικό προβληματισμό , την σκέψη και την έκφραση θέσεων και απόψεων, ιδεολογικό , πολιτικό ή κοινωνικό άρμα δεν γίνεται να προκύψει. Και η μάχη έρχεται, ίσως πιο γρήγορα τελικά κι από το αναμενόμενο. Στο κάτω-κάτω της γραφής και για όσους συνεχίζουν να θεωρούν τις ¨μάχες¨ σενάριο επιστημονικής φαντασίας, το ¨καινούργιο¨ που περιμένουν να ρθει δεν θα έρθει ποτέ, εάν πρώτα δεν έχει εξαντληθεί και ξεκαθαρίσει το ¨παλιό¨. Ο ¨δρόμος¨ λοιπόν υπάρχει.
Διαβάτες χρειάζεται να ξεκινήσουν μαζί, με την εμπειρία του παλιού και το πάθος για το καινούργιο , μια νεα συλλογική πορεία για έναν κόσμο διαφορετικό μα όχι ανέφικτο. Το βουβό, μέχρι σήμερα, κίνημα της γενιάς των τριάντα, είναι , μετά από όλη αυτή την ιστορική του διαδρομή, στην αφετηρία του. Οι υπόλοιποι;;
dialogoi.enet