Εθνική, θρησκευτική, πατριωτική, ταξική συνείδηση. Όποιος κι αν είναι ο επιθετικός προσδιορισμός της συνείδησης, αυτή αποκτάται από το ίδιο το άτομο που δρα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Η απόκτησή της βασίζεται σε βιώματα και όχι σε εμφυτεύσεις ιδεών και προτύπων.
Σε συνθήκες κοινωνικής αποσάθρωσης, όπως κατεξοχήν η κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, οι άνθρωποι επαναπροσδιορίζουν το πλαίσιο αναφοράς τους προκειμένου να ενισχύσουν τις άμυνές τους (οικογένεια, πατρίδα, τάξη), αλλά ταυτόχρονα είναι ευάλλωτοι στον ετεροκαθορισμό του πλαισίου αυτού από την εξουσία που επιχειρεί να χειραγωγήσει με τον πλέον αδίστακτο τρόπο. Μήπως λοιπόν αντί να επιχειρήσουμε να αποδομήσουμε τα “μη χρήσιμα” πλαίσια, να τολμήσουμε να τα υφαρπάξουμε από τα χέρια της εξουσίας; Μπορεί τελικά το πατριωτικό να μετατραπεί σε ταξικό;
Από τους διάφορους ορισμούς της συνείδησης, ας κρατήσουμε τον παρακάτω.
Συνείδηση: η συναίσθηση της προσωπικής ένταξης σε ένα χώρο ή σε ένα σύνολο και της ευθύνης που προκύπτει από αυτή: H ιστορική ~ ενός λαού. H ταξική ~ συσπειρώνει εκείνους που υπερασπίζονται κοινωνικά συμφέροντα.
Ανεξάρτητα από την επιστημονική ή την ψυχολογική προσέγγιση του όρου συνείδηση, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για νοητική ατομική διεργασία που καθορίζεται δυναμικά από τις εξωτερικές προσλαμβάνουσες. Παρόλο λοιπόν που προϋποθέτει την ένταξη του ατόμου εντός ενός κοινωνικού πλαισίου, η ανάπτυξή της έχει προσωπικό χαρακτήρα. Δε φυτεύεται, ούτε ορίζεται, αλλά βιώνεται.
Ο πατριωτικός μπαλαντέρ
Αναμφίβολα, ο πατριωτισμός χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και αποτελεσματικά για την επικράτηση της οικονομικής δικτατορίας, την υποδαύλιση του εθνικού μίσους και εν τέλει την αδρανοποίηση της ταξικής πάλης. Ιστορικά λειτούργησε θαυμάσια με τη μορφή του «τελευταίου καταφύγιου των απατεώνων». Σε κάθε περίσταση οπότε το κεφάλαιο τα έβρισκε μπαστούνια, ανέσυρε τον πατριωτικό μπαμπούλα από την εργαλειοθήκη του και καταπλάκωνε τον ενοχλητικό κοινωνικό έλεγχο και φυσικά την ίδια την αστική δημοκρατία. Από τα χιτλερικά Φρέικορπς έως τον πόλεμο των Φόκλαντ και το Patriot Act, ο εθνικοπατριωτικός μπαλαντέρ εμφανίζεται ως διά μαγείας να καταπνίξει την κοινωνική αντίσταση στις αποτυχημένες συνταγές της «συναίνεσης με το κεφάλαιο».
Στην πιο κρίσιμη στιγμή, το κράτος ενισχύει τις ψευδεπίγραφες εθνικές αντιθέσεις, άλλοτε ανεξέλεγχτα όπως κατά το μεσοπόλεμο, άλλοτε ελεγχόμενα και αποτελεσματικά όπως με τη θατσερική επικράτηση στην πιο κρίσιμη καμπή του νεκροφιλικού νεοφιλελευθερισμού της, μέσω ενός πολέμου στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Η εκμετάλλευση του πατριωτισμού έχει γίνει η αιτία για τη μεγαλύτερη υποδούλωση των ίδιων των «πατριωτών».
Μη γελιούνται όσοι διαχωρίζουν τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό. Απλώς, στην παρούσα ιστορική φάση των εθνών-κρατών (και παρά την κρίση του διαχειριστικού αυτού μεταφεουδαρχικού μορφώματος), ο δεύτερος αποτελεί υποσύνολο του πρώτου. Ο πατριωτισμός είναι απλώς υπέρτερος του εθνικισμού, καθώς κάποιος μπορεί να προσδιορίζεται ως πατριώτης αλλά όχι εθνικιστής, όμως το αντίθετο είναι αδύνατο να συμβαίνει. Σε κάθε περίπτωση, η πατριωτική συνείδηση έχει προσδιορισμό. Μπορεί να συνδέεται με τη γη, το έθνος, ή το λαό (σ.σ. όλους τους κατοίκους εκτός της άρχουσας τάξης). Αυτός ο τελευταίος πατριωτισμός μπορεί να φανεί χρήσιμος, γιατί αποτελεί ένα ισχυρό θεμέλιο για το χτίσιμο της ταξικής συνείδησης. Το ζητούμενο είναι πώς θα απομονωθεί από το εθνικιστικό υποσύνολο και πώς θα αποδυναμωθούν τα ερείσματα των πατριδοκάπηλων της εξουσίας και του κεφαλαίου.
Γη και ελευθερία
«Ελευθερία ή Θάνατος» χαράσουν στα πανοφώρια τους οι «Minutemen» της Αμερικάνικης Επανάστασης. Το ίδιο ακριβώς αποτελεί το μόττο της Γαλλικής Επανάστασης στην «Περίοδο του Τρόμου» (1793-94). Το 19ο αιώνα, το σύνθημα δύο εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων, των Ελλήνων και των Ιρλανδών, δεν αναφέρει τίποτε για πατρίδα ή έθνος: «ελευθερία ή θάνατος» και «ορκισμένος ελεύθερος» αντίστοιχα. Κατεξοχήν εθνικές επαναστάσεις, έχουν ως πρόταγμα την ελευθερία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και όλον τον 20ο, με τις τελευταίες μεγάλες αυτοκρατορίες να γκρεμίζονται από δύο παγκόσμιους πολέμους, η πατρίδα παίρνει τη θέση της ελευθερίας. Κατεξοχήν πατριωτικό χαρακτήρα αποκτούν και τα κομμουνιστικά κινήματα του τρίτου κόσμου. Η πατρίδα στη λαϊκή συνείδηση γίνεται συνυφασμένη με την ελευθερία, ενέχοντας την έννοια της αυτοδιαχείρισης.
Με λίγα λόγια η πατρίδα σαφώς και συνδέεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το έδαφος και το έθνος, αλλά ως υπέρτερο αγαθό εμπεριέχει την αυτοδιάθεση της κοινωνίας, άρα εν τέλει ενισχύεται το έμψυχο σε σχέση με το άυλο. Μία χρήσιμη υπενθύμιση σε αυτό το σημείο. Ο όρος πατριωτισμός αποκτά τη σημερινή του σημασία την περίοδο της Αναγέννησης εβρισκόμενος σε αντίθεση με τη θεοκρατία. Πρόκειται δηλαδή για προοδευτική ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνιών με στόχο την αυτοδιάθεση και το αυτεξούσιο (σ.σ. σε αντίθεση με το χριστιανικό δόγμα, όπου αυτεξούσιος είναι μόνο ο Θεός και ο άνθρωπος έχει χάσει αυτό το χαρακτηριστικό λόγω της αμαρτίας).
Με άλλα λόγια, το επικίνδυνο δεν είναι όταν ο λαός επικαλείται τον πατριωτισμό ή κινητοποιείται από αυτόν. Το επικίνδυνο είναι όταν το κράτος τον οικειοποιείται εξολοκλήρου και καταφέρνει να ταυτίσει την πατριωτική συνείδηση με την εξουσία του.
Ο Παπανδρέου βαφτίζει το μνημόνιο πατριωτική κίνηση, με το πρόσχημα ότι η πτώχευση θα σημάνει την εθνική καταστροφή. Ο Σαμαράς επικαλείται κι αυτός τον πατριωτισμό του για να υποστηρίξει το ακόμη ταχύτερο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Ο Καρατζαφέρης τσιτάρει Σολωμό με σκοπό να τον διαψεύσει με κυνισμό από τα έδρανα της βουλής: «εθνικό είναι ό,τι με συμφέρει». Οι ακροδεξιοί σκούζουν για κρεμάλες και Γουδί, αποκαλώντας τον Παπανδρέου προδότη επειδή ξεπουλάει την πατρίδα τους στους ξένους και ταυτόχρονα είναι πάντα έτοιμοι να υπηρετήσουν σα σκυλιά τον «εθνικό επιχειρηματία».
Τι κι αν όλα αυτά σημαίνουν ότι ο πατριωτισμός στην πράξη δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ψυχολογικό τριπάκι; Μήπως οι αντιφάσεις αυτές τον κάνουν λιγότερο βιωματικό; Η απάντηση είναι απλή: όχι! Πρόκειται για έναν πανίσχυρο μηχανισμό ετεροπροσδιορισμού και ως τέτοιον οφείλουμε να τον αντιμετωπίσουμε, όπως παραδοσιακά η άρχουσα τάξη το κάνει αποτελεσματικότατα, ακόμη και μέσω της διαστροφής της ίδιας του της ουσίας.
Υπάρχουν άραγε προϋποθέσεις ταύτισης της πατρίδας και της τάξης σε συνειδησιακό επίπεδο; Δεν είναι «πατρίδα» ούτε το νεοφιλελεύθερο σκυλολόι του ΠΑΣΟΚ, ούτε το επιχειρηματικό κρατικοδίαιτο συνάφι, ούτε οι δολοφόνοι που σφάζουν μετανάστες στις πλατείες της Αθήνας. Ο δρόμος προς την ταξική συνείδηση είναι ανοικτός, αρκεί να αρχίσουν να ενεργοποιούνται οι βασικές συνειδησιακές διεργασίες στον απέραντο μικροαστικό πολτό των νεοπρολετάριων. Και όμως υπάρχει η πρώτη ύλη για τη μετάβαση από την πατριωτική στην ταξική συνείδηση, κι αυτή δεν είναι άλλη από τον… λαδέμπορα. Ακόμη κι αν εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας υπήρξαν ή συνεργάστηκαν με «λαδέμπορες», στο συλλογικό ασυνείδητο είναι καταγεγραμμένος ο αντιπατριωτικός χαρακτήρας του μεγάλου κεφαλαίου και των συνεργατών του. Και μάλιστα αρκετά έντονα.
Το μόνο που χρειάζεται είναι η (μετα)μορφοποίηση επί πραγματικών όρων αυτού ακριβώς του πατριωτικού αισθήματος. Η έννοια της πατρίδας λειτουργεί ως πλαίσιο αναφοράς, όπου μπορεί να χτιστεί η οριζόντια αντίληψη της ταξικής συνείδησης, ακόμη κι αν -αρχικά- αφορά τον Έλληνα εργάτη ή ακόμη και μικρομεσαίο ιδιοκτήτη. Και με αυτόν τον τρόπο κλείνει η πόρτα στον ψευδεπίγραφο λαϊκό εθνικισμό, ο οποίος επιχειρεί να υποτάξει τον εργάτη στη σκλαβιά της «αλυσίδας του αίματος».
Και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι η μόνη ομάδα που έχει πλήρη ταξική συνείδηση είναι η άρχουσα τάξη (κεφάλαιο και εξουσία).
Η τέχνη του πολέμου
Μία βασική αρχή του πολέμου, όταν αντιμετωπίζεις έναν υπέρτερο εχθρό, είναι να μεταφέρεις το πεδίο της μάχης εκεί που σε εξυπηρετεί και κυρίως εκεί που μπορείς να συγκεντρώσεις τις μεγαλύτερες δυνάμεις σου, ώστε να στρέψεις τις πιθανότητες τακτικής νίκης προς το μέρος σου. Επιπροσθέτως, το σοβιετικό παράδειγμα κατά τον Β’ ΠΠ μας υπενθυμίζει ότι η σύμπτυξη του μετώπου και η επιλογή της αρχικής ήττας σε μία μάταιη -με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα- αντίσταση, μπορούν να οδηγήσουν στη στρατηγική νίκη. Συνταγή ήττας, η διασπορά δυνάμεων χωρίς κεντρικό άξονα ισχύος. Έτσι λοιπόν, σε μία πολεμική περίοδο όπως η σημερινή είναι κρίσιμης σημασίας ο ορισμός πλαισίου αναφοράς ώστε να αντιμετωπιστούν οι υπέρτερες (σε ισχύ, αλλά όχι αριθμό) δυνάμεις του κεφαλαίου.
Η αναφορά σε ένα ευρύτερο (και ανύπαρκτο) εργατικό κίνημα πέραν των συνόρων, περιγράφει ακριβώς τη συνταγή της ήττας, ειδικά σε μία περίοδο που αδρανοποιημένη και μαζικά αστικοποιημένη κοινωνία δε διαθέτει καν το στοιχειώδη «οπλισμό». Στόχος λοιπόν η συγκέντρωση δυνάμεων σε σημεία που μπορεί να επιτευχθούν τακτικές νίκες. Μία γειτονιά, ένα εργοστάσιο, μία υπηρεσία, ενδεχομένως να αποδειχτούν αρκετές για το άναμα της σπίθας. Σε αυτόν τον πόλεμο δεν απεμπολείς τα εργαλεία που έχεις στη διάθεσή σου και ο πατριωτισμός ως βιωματικό χαρακτηριστικό ριζοσπαστισμού της αδρανούς κοινωνίας δεν είναι διόλου άχρηστο.
Επιπλέον όμως, δημιουργεί ένα πολύ ορατό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσονται χωρίς ιδιαίτερο κόπο δυνάμεις αλληλεγγύης μεταξύ του πληθυσμού και δυνητικά μπορεί να αποτελέσει ένα κατεξοχήν αποτελεσματικό όπλο απέναντι στη λαίλαπα του κοινωνικού αυτοματισμού.
Διεθνοποίηση της ελληνικής αντίστασης
Τα εργατικά κινήματα και οι δυνάμεις αλληλεγγύης δεν κατασκευάζονται, ούτε όμως αποτελούν σχέδια επί χάρτου. Ιστορικά αναπτύσσονται μέσω του παραδείγματος και ενισχύονται από την ανάπτυξη ενός συλλογικού οράματος. Αυτή είναι και η πεμπτουσία τςη ανατροπής από τα κάτω. Είτε πρόκειται για την επανάσταση των βαλκανικών πληθυσμών απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είτε τον Ισπανικό Εμφύλιο, ο ρομαντισμός της επανάστασης των αδυνάμων κινητοποίησε διεθνώς τις δυνάμεις αλληλεγγύσης. Υπήρξε όμως πρώτα αυτή η ρημάδα η επανάσταση των αδυνάτων. Αυτή η πρώτη σπίθα ανατροπής σε συγκεκριμένο πλαίσιο, είτε εδαφικό, είτε εθνικό.
Τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε ένα είδος αλυσιδωτής (κινηματικής) αντίδρασης να αναπτύσσεται στον ευρωπαϊκό χώρο. Κι αν το φοιτητικό κίνημα της Αγγλίας και της Ιταλίας δεν έχει άμεση σχέση με το εργατικό κίνημα της Ελλάδα και της Ισπανίας, η βάση όπου αυτά χτίζονται σε εθνικό επίπεδο είναι κοινή. Όπως ακριβώς και η κρίση που μπορεί να αναπτύσσεται με διαφορετικές εκφάνσεις στα ευρωπαϊκά κράτη, δεν παύει όπως να έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό: την αντίστροφη αναδιανομή του πλούτου.
Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή της μαζικότερης επίθεσης του κεφαλαίου από τον καιρό του μεσοπολέμου, οι τακτικές νίκες των διάσπαρτων κινημάτων είναι υπερπολύτιμες. Στο σημείο αυτό όμως ελλοχεύει ο παραδοσιακός κίνδυνος της φασιστικοποίησης της βάσης, μέσω της λαϊκίστικης εκμετάλλευσης του πατριωτικού αισθήματος και της πυροδότησης των κοινωνικών αυτοματισμών. Όποιος κλείσει τα μάτια του απέναντι σε αυτά το δεδομένα, τότε γίνεται συμμέτοχος στην επανάληψη της φριχτής πραγματικότητας της δεκαετίας του ’30. Κι αν, προκειμένου να διεθνοποιηθεί το ελληνικό παράδειγμα, πρέπει να αγγιχτούν οι πατριωτικές χορδές του Έλληνα εργάτη και μικρομεσαίου, ας γίνει.Όχι όμως με την «Θεοδωράκειο» μέθοδο της αναμόχλευσης του Εθνικού Μύθου, που ενδέχεται να αποτελέσει κερκόπορτα για την εισβολή του λαϊκίστικου φασισμού, αλλά με την εμπέδωση του αντιπατριωτικού ρόλου του κεφαλαίου, εθνικού και διεθνούς.
Η ταξική συνείδηση, ως προϊόν προσωπικής νοητικής διεργασίας των ανθρώπων που συναπαρτίζουν την κοινωνία, έπεται ως φυσικό επακόλουθο. Η επικράτηση του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου και η θεμελίωση του ατομικισμού που επιτεύχθηκαν συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να μας διδάξει μερικά πράγματα σε σχέση με τη λανθασμένη τακτική της χωρίς προϋποθέσεις αποδόμησης του πλαισίου, είτε αυτό λέγεται πατρίδα, είτε οικογένεια.
Zaphod