Γράφει ο Gianapo
Το τραίνο ανέπτυξε ταχύτητα.
Ο κυρ' Γιώργης ο μηχανοδηγός γοητευμένος παρακολουθεί την παράξενη πορεία του.
Μετά από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια στην ίδια αμαξοστοιχία πρώτη φορά ταξιδεύει έξω από τις ράγες.
Χαμογέλασε.
Σημεία των καιρών σκέφτηκε.
Ετούτη την εποχή που τα πάντα ακολουθούσαν μια ανεξέλεγκτη πορεία γιατί αυτός να είναι η εξαίρεση;
Άφησε το τιμόνι και άναψε ένα τσιγάρο τρίβοντας το κεφάλι του σπίρτου στην αψεγάδιαστη ταμπέλα "ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ".
Βλακείες, σκέφτηκε.
Ποιος Νόμος εφαρμόστηκε ποτέ στην γΕλλάδα;
Ξαφνικά η αμαξοστοιχία επιβράδυνε και τελικά σταμάτησε μπροστά σε έναν σταθμό πρωτόγνωρο για τον μηχανοδηγό.
Η ταμπέλα στην αριστερή πλευρά του τοίχου έγραφε:
Σταθμός "ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ".
Αντίσταση στη βία της εξουσίας.
Αντίσταση στην παρανομία του κράτους.
Αντίσταση στην παραβίαση της ελευθερίας μας.
Αντίσταση στον εξευτελισμό της προσωπικότητάς μας.
Αντίσταση στις κλοπές των πολιτικών μας.
Αντίσταση στο ξεπούλημα της πατρίδας μας.
Αντίσταση....
Εδώ, εδώ, τον βρήκα.
Ο Παντελής έβαλε τις φωνές και ένα τσούρμο εργαζόμενοι έτρεξαν κοντά του.
Ο κυρ΄Γιώργης ξαπλωμένος ανάσκελα, στην καμπίνα οδήγησης της αμαξοστοιχίας, με το ένα χέρι σφιγμένο γροθιά και με το άλλο κρατώντας ένα τσιγάρο, που πριν σβήσει τού χει κάψει τα δάχτυλα, χαμογελούσε.
Ίσως γιατί η σημερινή είναι η τελευταία βάρδια του.
Από αύριο θα είναι συνταξιούχος.
Ίσως πάλι χαμογελούσε, γιατί ύστερα από τριάντα πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς και απόλυτης υποταγής κατάφερε επιτέλους να αντισταθεί.
Την άλλη μέρα στην κηδεία του, χιλιάδες εργαζόμενοι τον ξεπροβόδισαν με τα χέρια σφιγμένα γροθιές και τα πρόσωπα τους να φωνάζουν " ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ".
Και λίγο πριν κλείσει το φέρετρο για να μεταφερθεί στον τάφο, μου φάνηκε πως ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του κυρ΄Γιώργη.
Ένα χαμόγελο που μύριζε "ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ".
saktsak