«Πρέπει να καταλάβεις ότι η διαφορά ανάμεσα σε εσένα και εμένα είναι ένα τίποτα, μια “στραβή”. Πριν από λίγα χρόνια είχα σπίτι και όλα τα σχετικά. Ετσι ήρθαν τα πράγματα, ούτε που το κατάλαβα, μάγκα μου». Το ρεπορτάζ της πρωτοχρονιάτικης «Κ» για τους νεοαστέγους έρχεται από μιαν άλλη χώρα. Τη χώρα του Ντίκενς; Τη χώρα των Αθλίων των Αθηνών; Την κοινωνία του ενός τρίτου; Τη χώρα όπου γινόμαστε, τη χώρα όπου ήδη είμαστε;
Εως πριν από μερικά χρόνια, οι άστεγοι ήταν μια μειονότητα σαλών, ανθρώπων που δραπέτευαν από την κοινωνία και τα δεσμά της, που έσπαγαν τους δεσμούς με την κανονικότητα, που τους είχε βρει μια τεράστια ατυχία. Ηταν μια ελάχιστη εξαίρεση. Ηταν σαν τα αδέσποτα στο αστικό δίκτυο: δεν πείραζαν κανέναν, δεν τους πείραζε κανένας και κανείς δεν τους έβλεπε: ήταν λίγοι, τόσο λίγοι που δεν απειλούσαν τη βιτρίνα της κανονικότητας, της αιωνίας προόδου, της διαρκώς αυξανόμενης ευημερίας. Ηταν λίγοι και ήταν σαλοί.
Σήμερα, οι άστεγοι είναι πολλοί και δεν είναι σαλοί. Είναι θύματα ατυχίας και πάλι: αλλά όχι μιας ατυχίας τεράστιας, δεν αφίστανται πολύ από την κανονικότητα των τυχερών. Οχι. Η ατυχία που μετατρέπει σήμερα έναν κανονικό, έναν στεγασμένο, σε άστεγο, σε κλοσάρ και ρακοσυλλέκτη, σε αδέσποτο του δρόμου, αυτή η ατυχία είναι πια πολλή μικρή, ελάχιστη: «η διαφορά είναι ένα τίποτα, μια “στραβή”».
Βρισκόμαστε ενώπιον ιστορικού ρήγματος. Φτώχεια υπήρχε πάντα. Μαζική πτώχευση και ταχεία καταστροφή μικρομεσαίων στρωμάτων, δεν υπήρχε. Κι είναι γενετικά άλλο να γεννιέσαι φτωχός, να μεγαλώνεις με μειωμένες προσδοκίες, αλλά να μπορείς να ελπίζεις ότι θα βελτιώσεις τη θέση σου, να μπορείς να λογαριάζεις ότι σε μια ατυχία θα υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας, για να μην καταστραφείς, το δίχτυ της διευρυμένης οικογένειας ή της κοινότητας, το δίχτυ του κράτους–πρόνοιας, το δίχτυ της κοινωνικής αλληλεγγύης. Και είναι άλλο να ζεις σε μια σχετική ευημερία, να μην ξέρεις τι ακριβώς σημαίνει απόλυτη ένδεια, και αίφνης, με μια “στραβή”, να τα χάνεις όλα, να χάνεις και τα ολίγα που σε κρατάνε εντός της κανονικότητας, υπό μία στέγη, και να βρίσκεσαι στην ουρά του συσσίτιου, στις λίστες απορίας, στον δρόμο, ντροπιασμένος κάτω από το χαλί…
«Οταν φανεί το πρόβλημα, στην πραγματική του διάσταση, η κοινωνία θα σοκαριστεί. Κάθε εβδομάδα καταφεύγουν στις δομές μας τουλάχιστον δύο περιπτώσεις ατόμων που έχασαν τα σπίτια τους λόγω της κρίσης… Αν βαθύνει η κρίση και συνεχίσουν να χάνονται τόσες θέσεις εργασίας, το ζήτημα θα αποκτήσει εκρηκτικές διαστάσεις», περιγράφει μια νοσηλεύτρια που υποδέχεται καθημερινά νεοαστέγους, τώρα και αποφοίτους πανεπιστημίων και πρώην εμπόρους.
Πίσω από τους αριθμούς των ανέργων ή των πτωχευμένων νοικοκυριών που δίνει η Στατιστική Αρχή, βρίσκονται ανθρώπινα πρόσωπα, δράματα, καταστροφές. Στα πρόσωπα των ηττημένων νεοαστέγων βρίσκεται χαραγμένο το μέλλον, σαν σκοτεινό ενδεχόμενο ημών των κανονικών. Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι το μέγιστο: δίκτυα αλληλεγγύης. Είναι ένα κάποιο ανάχωμα μπρος στην κοινωνική αποσάθρωση, στην κοινωνία της «στραβής».
kathimerini