Με τον ΟΟΣΑ να αναλαμβάνει να «μεταρρυθμίσει» το κράτος και να «αξιολογήσει» την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών προγραμμάτων, αρχίζει η κύρια επιχείρηση ιδιωτικοποίησης της χώρας, με σαφή χρονοδιαγράμματα και κοστολογικά μεγέθη, κατά τις ρητές και εξειδικευμένες προβλέψεις του 3ου Μνημονίου.
Ήδη η συστημική δημοσιολογία αποδύεται σε έναν απεγνωσμένο αγώνα για να πείσει την κοινή γνώμη ότι η παράδοση καίριων υπηρεσιών του Δημοσίου, κυρίως των σχετιζομένων με την είσπραξη των εσόδων και με τη διάταξη των δαπανών, είναι αδήριτη ανάγκη και ότι αυτή μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει σε ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία. Αναφέρονται, πλέον, μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων και ελεγκτών που κινούνται στις παρυφές του νεοφιλελεύθερου εποικοδομήματος της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας και είναι έτοιμες να αναλάβουν το… φιλολαϊκό αυτό έργο!
Τα νομοσχέδια παράδοσης των κοινωφελών επιχειρήσεων στις αγορές ετοιμάζονται πυρετωδώς, μέσα σε μια «έκλαμψη» της αγοραίας αλήθειας. Οι κοινόχρηστοι χώροι, τα «φιλέτα» της δημόσιας περιουσίας, καταγράφονται και αξιολογούνται για να πωληθούν εσπευσμένα, ώστε, κατά τις επιταγές του Μνημονίου, να εξασφαλίσουν 7 δις ευρώ την προσεχή τριετία, που θα πάνε κατευθείαν στους δανειστές μας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στον πίνακα 2 του επικαιροποιημένου Μνημονίου, καθώς και στο άρθρο 22 παρ. 2 αυτού, αναφέρεται ότι «…οι αρχές αποφάσισαν να αυξήσουν το στόχο τους σε 7 δις ευρώ για τρία (3) χρόνια», ενώ οι επιτηρητές της τριαρχίας είχαν απλώς ζητήσει 1 δις ευρώ έσοδα από την πώληση της δημόσιας περιουσίας για το τρέχον έτος.
Είναι να εκπλήσσεται κανείς για το τι δεσμεύτηκε να κάνει η κυβέρνηση εντός των προσεχών μηνών! Δεν υπάρχει τομέας δημόσιας δραστηριό τητας που να μην προετοιμάζεται να δεχτεί τη… ζωογόνα πνοή των απελευθερωμένων αγορών. Από τις αλλαγές στην υπάρχουσα κλαδική νομοθεσία για τον τουρισμό, το εμπόριο και τις υπηρεσίες ιδιωτικής εκπαίδευσης, απ’ όπου –μεταξύ των άλλων– πρέπει να αρθούν οι νομικές μορφές αποκλεισμού στην παροχή της εκπαίδευσης και οι περιορισμοί για δραστηριότητες σε πολλαπλά αντικείμενα, μέχρι την παράδοση των υδάτινων πόρων σε ανεξάρτητο φορέα και την εκκαθάριση των φορτίων από τις ίδιες τις μεγάλες επιχειρήσεις αντί των Τελωνείων! Το δημοσιοκτόνο αυτό Μνημόνιο προαναγγέλλει το κλείσιμο των μη βιώσιμων επιχειρήσεων και εισαγωγή ακόμη μεγαλύτερης ευελιξίας στις πρακτικές εργασίας, με περαιτέρω αναθεώρηση του νομικού πλαισίου.
Όλα στα χέρια των επιχειρηματικών συμφερόντων
Σε λίγο χρονικό διάστημα τα ποτάμια, οι λίμνες, τα αεροδρόμια, οι συγκοινωνίες, οι δρόμοι, το φως, το νερό, οι επικοινωνίες, όλα τα δημόσια αγαθά, θα βρίσκονται στα χέρια των εγχώριων και ξένων επιχειρηματικών συμφερόντων, που καραδοκούν να αρπάξουν τα «φιλέτα» του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού που παραδόθηκαν στους κατοίκους αυτής της ευλογημένης αλλά άτυχης χώρας από τους αιώνες. Ιδιαίτερη κατάπληξη προκαλεί η εκτεταμένη και λεπτομερής αναφορά και του 3ου Μνημονίου στα περί της υγειονομικής περίθαλψης, πράγμα που σημαίνει ή ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει ούτε καν το στοιχειώδες σχέδιο διαχείρισης του ΕΣΥ ή ότι οι «ορθολογικοί» ακρωτηριασμοί που αναμένονται ήταν αδύνατον να παρουσιαστούν ως εσωτερικό πρόγραμμα της κυβέρνησης.
Εν πάση περιπτώσει, αυτή η περίοδος που διανοίγεται μέχρι του θέρους μπορεί να ονομαστεί, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το 3ο Μνημόνιο, ως περίοδος ιδιωτικοποίησης της χώρας και ολοκληρωτικής διάρρηξης του κοινωνικού ιστού. Αυτό που δεν μπορούν να αντιληφθούν οι όψιμοι ζηλωτές του πιο σκληρού και επιθετικού νεοφιλελεύθερου προτάγματος των ανυπόληπτων (όπως αποδείχθηκε) αγορών είναι ότι, μαζί με την καταστροφή του δημόσιου χώρου, καθίσταται περιττή και η πολιτική λειτουργία του δρώντος Λαού. Εάν δεν υπάρχει αντικείμενο οικονομικής δραστηριό τητας στο δημόσιο τομέα, τότε η πολιτική αντιπροσώπευση καταντά ένα δαπανηρό και περιττό εξάρτημα της αγοραίας επιχειρηματικής λειτουργίας. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι υπόθεση μιας πολιτικής τάξης πραγμάτων που, ενώ ευθύνεται για την πολύπλευρη κρίση της χώρας, τώρα, για να λυτρωθεί στα μάτια των επικυρίαρχων, προσπαθεί να υπερακοντίζει τις θελήσεις τους σε εισαγωγή μηχανισμών αλλοτρίωσης του υλικού και άυλου πλούτου αυτής της χώρας.
Μεγάλη εντύπωση προξενεί επίσης και η ακατάσχετη και παραληρηματική δημοσιολογία περί του περιττού και επιζήμιου των δημόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, που εξασφαλίζουν στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού τα στοιχειώδη δημόσια αγαθά και υπηρεσίες. Στην παγίδα έχουν πέσει και μέχρι πρότινος καλόπιστοι παράγοντες του δημόσιου λόγου. Όλοι με μια φωνή απαγγέλλουν το θάνατο των Κοινωφελών Επιχειρήσεων, γιατί «δεν μπορεί να είναι ελλειμματικές». Ακόμη κι αν παρακάμψουμε τη μεγάλη και αποκλειστική ευθύνη του πολιτικού συστήματος για την ολιγωρία του ή για τη σκοπιμότητά του να μην οργανώσει τις επιχειρήσεις αυτές με τις βέλτιστες μεθόδους και τους αρίστους λειτουργούς, ώστε να παράγουν πλήρεις και ποιοτικές υπηρεσίες για όλους τους πολίτες, δεν μπορούμε να βρούμε καμιά αιτιολογία γι’ αυτή την ανορθολογική εμμονή.
Πελατειακές σχέσεις και Δημόσιες Επιχειρήσεις
Μπορεί το πολιτικό σύστημα να μεταχειρίστηκε αυτά τα οικονομικά μορφώματα της κοινωνικής οικονομίας ως διαύλους αναπαραγωγής του μέσω των πελατειακών σχέσεων, η φύση όμως και ο προορισμός της ύπαρξής τους δεν αναιρείται από αυτή την αντικοινωνική μεταχείριση. Οι Δημόσιες Επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν εντός του καπιταλιστικού συστήματος είτε για να παρέμβουν στη ρύθμιση της εσωτερικής αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών είτε για να καλύψουν τα μεγάλα κενά που άφηνε η ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα είτε, τέλος, για να δώσουν ώθηση στην αναπτυξιακή διαδικασία όχι μόνο μέσω της αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και της συμπαράσυρσης του ιδιωτικού τομέα σε δευτερεύουσες, συμπληρωματικές ή εξαρτημένες επενδυτικές δραστηριότητες. Το σύστημα αυτό λειτούργησε και λειτουργεί αποτελεσματικά μέχρι σήμερα σε όλες τις αξιοπρεπείς χώρες του κόσμου.
Όλοι γνωρίζουν ότι τα οικονομετρικά μεγέθη του κόστους και του οφέλους, των ελλειμμάτων και των πλεονασμάτων, δεν είναι το πρωτεύον κριτήριο για την παραγωγή και διανομή των στοιχειωδών αυτών κοινοχρήστων αγαθών και υπηρεσιών. Το ογκούμενο στις μέρες μας Κίνημα Διοδίων αποδεικνύει την αποτυχία του συστήματος παραχώρησης των αυτοκινητόδρομων και των κομβικών εθνικών αρτηριών σε μεγάλες κοινοπραξίες διεθνών και ελληνικών συμφερόντων, αφού ουδέποτε ο ελληνικός λαός –και όχι μόνο– ενημερώθηκε για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει για μεγάλα χρονικά διαστήματα, οι οποίες μπορούν να ανανεώνονται αυτομάτως προκειμένου να ικανοποιηθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες της κυκλοφορίας του. Το ότι το Ελληνικό Δημόσιο επικαλέστηκε την έλλειψη των σχετικών πόρων για να επισπεύσει τα έργα –ενόψει των υπερφίαλων και περιττών Ολυμπιακών Αγώνων του doping και της εμπορευματοποίησης, για τους οποίους εντούτοις χρέωσε με βαρύτατα τοκοχρεολύσια την ελληνική κοινωνία–, δεν νομιμοποιεί στη συνείδηση των πολιτών την παράδοση του αγαθού της ελεύθερης διακίνησης στην κερδοσκοπία των αγορών.
Κι όλα αυτά μπορεί να θεωρηθούν αυτονόητα, αφού δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς την απρόσκοπτη απόλαυση των στοιχειωδών αγαθών που είναι απαραίτητα για τη διεξαγωγή της καθημερινής ζωής όλων. Αυτό όμως που προξενεί τη μείζονα κατάπληξη είναι ότι ακόμη και θεωρούμενοι ως σοβαροί οικονομολόγοι προσχωρούν στο στρατόπεδο της ιδιωτικοποίησης των πάντων άνευ ορίων, με το επιμύθιο ότι μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι σοβαρές εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και των Διεθνών Οργανισμών, που δεν φημίζονται για το σοσιαλιστικό τους φρόνημα, αποδεικνύουν ότι οι χώρες της ύστερης ανάπτυξης –Κορέα, Ιαπωνία, Ταϊβάν, επανασυγκρότηση τώρα της Ρωσίας, της Βραζιλίας κ.λπ.– στήριξαν το εγχείρημά τους κυρίως στο δυναμικό και αποτελεσματικό κρατικό τομέα που παρενέβη όχι μόνον ελεγκτικά και ρυθμιστικά, αλλά και με συγκεκριμένες αναπτυξιακές και επενδυτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες βρίσκονται στο πεδίο της κρατικής και κοινωνικής οικονομίας.
Επομένως, η ελληνική κυβέρνηση, κατ’ επιταγή των δανειστών μας, ακολουθεί τον εντελώς αντίθετο, απο-αναπτυξιακό δρόμο. Αντί να οργανώσει το δημόσιο τομέα οικονομίας και διοίκησης της οικονομικής δραστηριότητας με τις βέλτιστες μεθόδους και τους άριστους λειτουργούς, που γνωρίζουν τις ελληνικές ιδιαιτερότητες και τις ανθρωπολογικές και κοινωνικές πλευρές του αναπτυξιακού εγχειρήματος, παραδίδει αυτό το «έργο» στις κερδοσκοπικές αγορές κατά το εξωστρεφές και μεταπρατικό αναπτυξιακό πρότυπο των περασμένων δεκαετιών που οδήγησε στη σημερινή κρίση.
Αντί για προσπάθεια εξόδου από την καταιγίδα της κρίσης, βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στον κρατήρα της. Και η καταστροφική αυτή πορεία ονομάζεται κατ’ ευφημισμό «μονόδρομος σωτηρίας της χώρας», που εξακολουθούν ακόμη, παρά τις προφανείς αστοχίες του, να επικαλούνται ορισμένα μέλη του αμήχανου και συγχυσμένου πολιτικού προσωπικού. Το πρόβλημα της χώρας, ως εκ τούτου, είναι πρωτίστως ζήτημα ορθολογισμού και κατεπείγουσας επαναφοράς των εννοιών στο αληθές τους περιεχόμενο, προτού γίνει και «υπαρκτικό» για το λαό και τη χώρα.
inprecor