Των Michael Hudson και Jeffrey Sommers
για το ιστολόγιο Dissident Voice
"Ακολουθήστε το παράδειγμα της Λετονίας", συνιστούν οι τραπεζίτες και ο οικονομικός τύπος στις κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, και τώρα και της Ισπανίας. "Γιατί δεν κάνετε και εσείς ό,τι έκανε η Λετονία; Να θυσιάσετε τις οικονομίες σας για να αποπληρώσετε τα χρέη που συσσωρεύσατε τις ευφορικές μέρες της χρηματοπιστωτικής φούσκας;" Η απάντηση στο ερώτημά τους είναι απλή: "Δεν μπορούν. Εκτός αν συναινέσουν σε μια οικονομική, δημογραφική και πολιτική κατάρρευση που θα επιδεινώσει την θέση τους ακόμη περισσότερο".
Δεν πάει ούτε χρόνος που οι ιθύνοντες αναγνώρισαν το γεγονός ότι οι δεκαετίες κατά τις οποίες εφαρμόστηκε ο νεοφιλελευθερισμός ευθύνονται για την καταστροφή της οικονομίας των ΗΠΑ και αρκετών ευρωπαϊκών χωρών. Χρόνια ολόκληρα απορρύθμισης, κερδοσκοπίας και έλλειψης επενδύσεων στην πραγματική οικονομία των χωρών αυτών τους άφησαν με μια αυξανόμενη ανισότητα και μικρό δείκτη ζήτησης στην κατανάλωση, με εξαίρεση ο,τιδήποτε χρηματοδοτούνταν καθώς το χρέος αυξανόταν. Και όμως, ο οικονομικός τύπος και οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί πέρασαν στην αντεπίθεση, χρησιμοποιώντας τις "Τίγρεις της Βαλτικής" ως υποδειγματικά πεδία για την αντιμετώπιση των συνεπειών από την εφαρμογή κεϋνσιανών πολιτικών για τις δημόσιες δαπάνες και από το μοντέλο της Κοινωνικής Ευρώπης που οραματίστηκε ο Ζακ Ντελόρ.
Οι αναλυτές θεώρησαν τα αποτελέσματα των εκλογών του Οκτωβρίου στη Λετονία ως δικαίωση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής λιτότητας για την επίλυση της οικονομικής κρίσης. Το κοινότυπο σχόλιο, όπως μας παρουσίασε σε πρόσφατο αφιέρωμά του το περιοδικό The Economist, είναι ότι ο ολιγόλογος και έντιμος πρωθυπουργός της Λετονίας, Βάλντις Ντομπρόφκσις, κέρδισε την επανεκλογή του τον Οκτώβριο, παρόλο που είχε επιβάλει τα σκληρότερα φορολογικά μέτρα και μέτρα λιτότητας που εγκρίθηκαν ποτέ σε καιρό ειρήνης στη χώρα αυτή, διότι το "ώριμο" εκλογικό σώμα συνειδητοποίησε ότι ήταν απαραίτητα, "αγνοώντας τη συμβατική σοφία" και στηρίζοντας με την ψήφο τους μια κυβέρνηση λιτότητας.
Η Wall Street Journal, για παράδειγμα, έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθρα που προωθούν αυτή την άποψη. Πρόσφατα, ο Τσαρλς Ντόξμπερι υποστήριξε την εσωτερική υποτίμηση της Λετονίας και τη στρατηγική λιτότητας ως το ιδανικό μοντέλο που θα πρέπει να εφαρμόσουν όσες χώρες της Ευρώπης ενδέχεται να αντιμετωπίσουν παρόμοια κρίση στο μέλλον. Η άποψη που προβάλλεται συνήθως είναι ότι η ελεύθερη πτώση της οικονομίας της Λετονίας (η πιο μεγάλη που παρατηρήθηκε παγκόσμια από την κρίση του 2008 και μετά) έχει επιτέλους ανακοπεί, και ότι η ανάκαμψη, αν και προς το παρόν εύθραυστη και μικρή, βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η άποψη αυτή βρίσκει σύμφωνους και τους τραπεζίτες, που αποζητούν να αποτρέψουν την χρεωκοπία λόγω ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, ευελπιστώντας ότι η πολιτική λιτότητας μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάκαμψη. Αλλά, δυστυχώς, το μοντέλο της Λετονίας δεν είναι δυνατόν να αναπαραχθεί. Η Λετονία δεν διαθέτει εργατικό κίνημα, και έχει ελάχιστη πείρα στον ακτιβισμό, ο οποίος στην χώρα αυτή συνίσταται αποκλειστικά σε διεκδικήσεις εθνοτικών ομάδων. Είναι επίσης σημαντικό να λάβουμε υπ' όψιν ότι, σε αντίθεση με τις απόψεις που μας διοχετεύει ο τύπος, οι πολιτικές λιτότητας στην Λετονία δεν είναι καθόλου δημοφιλείς. Ο προεκλογικός αγώνας των κομμάτων εστίασε σε εθνικά ζητήματα και όχι στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την οικονομική πολιτική. Οι Λετονοί - που απαρτίζουν την πλειοψηφία των πολιτών - ψήφισαν υπέρ των "εθνικών" κομμάτων της Λετονίας (κυρίως νεοφιλελεύθερων), ενώ η διόλου ευκαταφρόνητη μειοψηφία του 30%, που αποτελεί τον ρωσόφωνο πληθυσμό, ψήφισε, σε ανάλογο πνεύμα, υπέρ του δικού της κόμματος, που κλίνει προς την κεϋνσιανή φιλοσοφία.
Είκοσι χρόνια μετά την ανεξαρτησία της χώρας, οι επιπτώσεις του μεταναστευτικού ρεύματος από την Ρωσία προς τη Λετονία επί σοβιετικής εποχής ακόμη καθορίζουν την πρόθεση ψήφου. Επομένως, εάν άλλες οικονομίες δεν διαθέτουν παρόμοια πρότυπα εθνοτικής διαίρεσης ως παράγοντες αντιπερισπασμού και απροσανατολισμού της κοινής γνώμης, τότε οι πολιτικοί ηγέτες που επιδιώκουν μια πολιτική λιτότητας παρόμοιου τύπου με της Λετονίας θα είναι καταδικασμένοι σε εκλογική ήττα.
Ενώ η οικονομική κρίση ήταν αρκετά βαθιά ώστε να βγάλει ακόμη και τον αποπολιτικοποιημένο πληθυσμό της Λετονίας στον δρόμο τον χειμώνα του 2009, αμέσως μετά, οι περισσότεροι Λετονοί επέλεξαν τον δρόμο της μικρότερης δυνατής αντίστασης: πήραν απλά τον δρόμο της μετανάστευσης. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας δημιούργησε δημογραφικές απώλειες που υπερβαίνουν τις απελάσεις του Στάλιν στη δεκαετία του 1940 - αν και χωρίς τις ανθρώπινες απώλειες που προκάλεσαν οι τελευταίες. Καθώς οι περικοπές της κυβέρνησης στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και άλλες βασικές κοινωνικές υποδομές απειλούν να υπονομεύσουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, οι νέοι της χώρας επιλέγουν να μεταναστεύουν παρά να υποφέρουν σε μια οικονομία που δεν τους παρέχει θέσεις εργασίας. Ως αποτέλεσμα, πάνω από 12% του συνολικού πληθυσμού, καθώς και ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού της χώρας, εργάζεται σήμερα στο εξωτερικό.
Επιπλέον, τα παιδιά (όσα λίγα υπάρχουν, αφού οι γάμοι και οι γεννήσεις συνεχώς μειώνονται) έχουν μείνει πίσω στην πατρίδα τους ορφανά, με αποτέλεσμα οι δημογράφοι να αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να επιβιώσει η μικρή αυτή χώρα. Έτσι, αν δεν βρεθούν άλλες καταρρακωμένες οικονομίες στην Ευρώπη, με πληθυσμούς που υπερβαίνουν κατά πολύ τα 2,3 εκατομμύρια της Λετονίας, που να μπορούν να βρουν ξένες αγορές εργασίας να δεχθούν τους άνεργους που προέκυψαν λόγω των νέων δημοσιονομικών λιτότητας, αυτή η εναλλακτική λύση για έξοδο από την κρίση δεν θα είναι πλέον διαθέσιμη.
Ο προβλεπόμενος δείκτης ανάπτυξης της Λετονίας για το 2011 (3,3 %) αναφέρεται ως άλλη μια απόδειξη της επιτυχίας αυτού του μοντέλου λιτότητας, αφού έχει σταθεροποιηθεί η κρίση χρέους και το χρόνιο εμπορικό έλλειμμα μέσω ενυπόθηκων δανείων σε ξένο νόμισμα. Αν λάβουμε υπ' όψιν την πτώση του ΑΕΠ κατά 25% κατά τη διάρκεια της κρίσης, θα χρειαστεί μια δεκαετία για να αποκατασταθεί το ποσοστό ανάπτυξης ώστε να επανέλθει στα μεγέθη που βρίσκονταν το 2007 η οικονομία της Λετονίας. Και διερωτώμαστε: Είναι, άραγε, μια τέτοια "αναμέτρηση με τον Χάρο" αρκετά ελκυστικό πρότυπο για άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που διέρχονται περίοδο οικονομικής κρίσης;
Και όμως, παρά τις καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της, η "νεοφιλελεύθερη" τραυματική εμπειρία της Λετονίας δεν παύει να εξιδανικεύεται από τον οικονομικό τύπο και τους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς, που επιδιώκουν να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας στις δικές τους οικονομίες. Πριν από την παγκόσμια κρίση του 2008, οι "Τίγρεις της Βαλτικής" αποθεώνονταν ως η εμπροσθοφυλακή των οικονομιών ελεύθερης αγοράς της "Νέας Ευρώπης". Οι επικριτές αυτού του οικονομικού "θαύματος", που χτίστηκε με δάνεια σε ξένο νόμισμα, που ουσιαστικά χρηματοδοτούσαν την οικοδομική κερδοσκοπία και τις εξαγορές που έγιναν με κέρδη από ιδιωτικοποιήσεις, είχαν απορριφθεί ως αντιδραστικοί. Χωρίς να χάσουν καιρό, οι επικριτές των επικριτών διαφήμισαν την πολιτική λιτότητας που ακόμη εφαρμόζεται στην Λετονία ως πρότυπο για άλλα κράτη.
Η εναλλακτική λύση που επιλέχθηκε στην περίπτωση της Λετονίας εξυπηρετεί διάφορους στόχους. Πρώτον, τα παπαγαλάκια του οικονομικού τύπου, που μπορούν να πουλούν το παραμύθι που προπαγανδίζει την αναδιάρθρωση και την αντίληψη ότι η λιτότητα φέρνει ευημερία. Δεύτερον, την Κεντρική Τράπεζα της Λετονίας (για τις νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις της οποίας ακόμη και το ΔΝΤ έχει εκφράσει ανησυχίες), που θέλει να κάνει μια κούρσα νίκης, αποποιούμενη τις ευθύνες για πολιτικές που προκάλεσαν τεράστια δεινά στον λαό της Λετονίας. Και τρίτον, τους νεοφιλελεύθερους της Ουάσιγκτον και της ΕΕ, που επιθυμούν να δουν και άλλες χώρες να υιοθετούν την λετονική εκδοχή του κινέζικου αποικιοκρατικού μοντέλου της "ανοιχτής πόρτας" σε συνδυασμό με ένα εξαθλιωτικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Η στάση ανοχής στην οικονομική διείσδυση είναι ο πυλώνας αυτού του μοντέλου, και οι χώρες της Βαλτικής προσφέρονται για τέτοιες "παρτίδες τζόγου", μιας και έχουν "ρέντα", ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο οι οικονομικές πολιτικές τους εξυπηρετούν τις ανάγκες των λαών τους.
Δεδομένης της γεωγραφικής εγγύτητας της Λετονίας με την Λευκορωσία, ίσως να είναι διαφωτιστική μια σύγκριση των τρόπων με τους οποίους οι νεοφιλελεύθεροι έχουν αξιολογήσει τις ίδιες τις οικονομίες τους. Το 2008 και 2009, η Λετονία υπέστη την μεγαλύτερη οικονομική κατάρρευση που γνώρισε ποτέ ευρωπαϊκή χώρα, με συνεχιζόμενους διψήφιους δείκτες ανεργίας. Η οικονομία της δεν θα παρουσιάσει καθόλου αυξητικές τάσεις πριν κλείσει το τρέχον έτος (2011), και η μέτρια ανάπτυξή της πιθανόν να εξακολουθήσει να συνοδεύεται από διψήφιους δείκτες ανεργίας. Ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού της έχει εγκαταλείψει τη χώρα, αφήνοντας πολλά παιδιά είτε με συγγενείς είτε μόνα τους, να βιοπαλεύουν. Η γειτονική Λευκορωσία, αντίθετα, η οποία διαθέτει κάποια από τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα της Λετονίας (λιμάνια και ακτές), έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ που δεν υστερεί κατά πολύ της Λετονίας. Η Λευκορωσία είχε σημειώσει ένα διψήφιο δείκτη ανάπτυξης πριν από την κρίση και διατήρησε την οικονομία της σε ικανοποιητικούς αυξητικούς ρυθμούς κατά τη διάρκεια της κρίσης, αντί να καταρρεύσει από ένα 25% που μάστιζε την περίοδο εκείνη την Λετονία. Επίσης, στην Λευκορωσία ο συντελεστής GΙΝΙ (ή συντελεστής ανισότητας) κυμαίνεται στα ίδια περίπου επίπεδα με της Σουηδίας, ενώ στην Λετονία ο ίδιος δείκτης πλησιάζει περισσότερο τα αυξανόμενα επίπεδα ανισότητας που χαρακτηρίζουν σήμερα τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, η νεοφιλελεύθερη Λετονία έχει χαρακτηριστεί ως επιτυχημένο μοντέλο, ενώ αντίθετα η Λευκορωσία ως αποτυχία. Το "World Factbook" της CIA υπενθυμίζει στους αναγνώστες του ότι οι οικονομικές επιδόσεις της Λευκορωσίας σημειώθηκαν "παρά την τροχοπέδη μια ανευέλικτης και κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομικής πολιτικής". Αυτός είναι ο συνήθης χαρακτηρισμός που αποδίδεται στην Λευκορωσία. Αλλά οφείλει κανείς να διερωτηθεί σε ποιο βαθμό η επιτυχία της αυτή αντανακλά τον κεντρικό σχεδιασμό της. Η Λετονία έχει παράσχει περισσότερες πολιτικές ελευθερίες προς τους διαφωνούντες, αλλά η Λευκορωσία έχει τελικά μικρότερη οικονομική ανισότητα και εξωτερικό χρέος.
Από ιστορική άποψη, δεν υπήρξε ποτέ οικονομία που να μην ήταν ουσιαστικά μικτή. Εμείς δεν υπεραμυνόμαστε του συντρόφου Λουκασένκο και της πολιτικής της καταστολής που εφαρμόζεται στη Λευκορωσία. Εμείς απλά δεν πρόκειται να πάμε στο αντίθετο άκρο, δηλαδή να χαιρετίσουμε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της Λετονίας. Μπορεί κανείς να προσάψει διάφορα αρνητικά στοιχεία στο πολιτικό σύστημα της Λευκορωσίας, χωρίς να αναγνωρίσει απαραίτητα την κοινοβουλευτική ολιγαρχία που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ζωής της Λετονίας. Ωστόσο, είτε δείχνουν απώλειες είτε νίκες τα δύο οικονομικά συστήματα, για τον Δυτικό τύπο και στους πανεπιστημιακούς κύκλους, η Λετονία και οι άλλες πεινασμένες "Τίγρεις της Βαλτικής" θα παραμένουν έτσι και αλλιώς οι νικητές, ενώ η Λευκορωσία πάντα θα ανακηρύσσεται ο χαμένος στις οικονομικές επιδόσεις, ανεξάρτητα από τα όποια επιτεύγματά της. Και να ψάξετε, δεν πρόκειται να βρείτε μια ορθολογιστική θεώρηση των δύο οικονομιών που να εξετάζει αντικειμενικά σε ποιούς τομείς σημειώνουν επιτυχία και πού παρατηρούνται ελλείψεις (ακόμη και σε πίνακες ανά τομέα) και που να αναζητεί διδάγματα που ενδέχεται να προκύψουν από μια τέτοια έρευνα. Διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι οικονομικές συγκρίσεις γίνονται με καθαρά πολιτικά κριτήρια.
Πρόθεσή μας δεν είναι να ρίξουμε ευθύνες στον λαό της Λετονίας για το σκληρό νεοφιλελεύθερο πείραμα στο οποίο έχει υποβληθεί, ή να αμφισβητήσουμε την παγκόσμια κοινότητα των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής, διανοούμενων και κάποιων μελών της ελίτ της Λετονίας που εξακολουθούν να εμμένουν στην εφαρμογή αυτής της αποτυχημένης πολιτικής ή ακόμη και την συνιστούν σε άλλες χώρες ως πορεία ανάπτυξης και όχι ως οικονομική και δημογραφική αυτοκτονία. Ο λαός της Λετονίας υπέστη μεγάλα δεινά κατά τους δύο Παγκοσμιους Πολέμους και δύο περιόδους κατοχής, τους οποίους ακολούθησε ο νεοφιλελευθερισμός, που διέλυσε την βιομηχανία της και την βύθισε όλο και πιο βαθιά στο χρέος - και μάλιστα χρέος σε ξένο νόμισμα - από τότε που ανεξαρτητοποιήθηκε, το 1991. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει συμβάλει σε μια φτώχεια τόσο βαθιά ώστε να προκαλέσει μια βιβλικών διαστάσεων έξοδο από τη χώρα. Ο χαρακτηρισμός αυτής της τραγωδίας ως "θετικό οικονομικό βήμα" και "νίκη της οικονομικής λογικής" θυμίζει τον χαρακτηρισμό που έδωσε ο Τάκιτος στις στρατιωτικές νίκες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέσα από τα λόγια του Κέλτη φύλαρχου Κάλγακου, πριν από τη μάχη του Όρους Γκραούπιους: "Κατασκευάζουν μια έρημο και την αποκαλούν ειρήνη".
Στα αρκετά χρόνια που και οι δύο επισκεπτόμαστε την Λετονία, έχουμε δει έναν εργατικό και πολυτάλαντο λαό, με πολλούς πολίτες που διαθέτουν ακεραιότητα χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι η χώρα τους είναι βυθισμένη στη διαφθορά. Στόχος μας, με αυτό το άρθρο, είναι να εξηγήσουμε γιατί το αποτυχημένο "μοντέλο της Λετονίας" πρέπει να θεωρηθεί ως παράδειγμα προς αποφυγή για άλλες χώρες, και όχι ως μια πολιτική που θα πρέπει να επιβληθεί στην δύσμοιρη Ιρλανδία, ή την Ελλάδα, ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες στο μέλλον. Στην πραγματικότητα, έχουμε και οι δύο εργαστεί για να ενθαρρύνουμε μια ανατροπή της πολιτικής κατάστασης στην Λετονία. Άλλωστε, αυτό που στις μέρες μας διακυβεύεται είναι το μέλλον της ευρωπαϊκής κοινωνικής δημοκρατίας και η συνέχιση της ειρήνης σε μια ήπειρο που, επί μια χιλιετία πριν από τη δεκαετία του 1950, μαστίζονταν αδιάκοπα από πολέμους.
Το πρόβλημα είναι ότι οι οικονομικές δυσκολίες της Ευρώπης δεν είναι ριζωμένες μόνο στην ασυδοσία, όπως γενικά ισχυρίζονται οι δημοσιογράφοι και πολλοί πολιτικοί. Το χρέος είναι αποτέλεσμα ρηγμάτων στην διαρθρωτική δημοσιονομία, την οικονομία και την φορολογική πολιτική, ρηγμάτων που αποτέλεσαν μέρος του σχεδιασμού της μετασοβιετικής Ευρώπης. Με λίγα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ανέπτυξε ποτέ βιώσιμους μηχανισμούς για τη μεταφορά κεφαλαίων από τις πλουσιότερες οικονομίες της στις φτωχότερες χώρες, και ιδιαίτερα στην ακριτική περιφέρεια.
Το οικονομικό μοντέλο Μπρέτον Γουντς, που εμφανίστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν μια απόπειρα για ένα πιο λειτουργικό σύστημα δανειοδότησης για την ανοικοδόμηση των ισοπεδωμένων ευρωπαϊκών χωρών, που προέβλεπε μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ της εξαθλιωμένης από τον πόλεμο Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. To Σχέδιο Μάρσαλ, συνοδευόμενο από τον έλεγχο των κεφαλαίων και των δημοσίων επενδύσεων για την ενθάρρυνση της οικονομικής ανάπτυξης και της νομισματικής ανεξαρτησίας, επέτρεψε στις εθνικές οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης να κάνουν εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με παράλληλη αξιοποίηση της δικής τους εξαγωγικής ικανότητας και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τους. Το σύστημα αυτό δεν ήταν τέλειο, αλλά η επιθυμία των Δυτικοευρωπαίων να αποφύγουν την ύφεση και τον πόλεμο που σημάδεψε το πρώτο μισό του αιώνα (και τις κλιμακούμενες ανησυχίες για τον Ψυχρό Πόλεμο) είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης και την προετοιμασία του εδάφους για την "Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση".
Η μεταψυχροπολεμική περίοδος, που άρχισε το 1991, αντανακλά παρόμοια πρότυπα υπανάπτυξης ως αποτέλεσμα των σχέσεων μεταξύ των πλουσίων χωρών της Δυτικής Ευρώπης και των φτωχότερων της Ανατολικής και της Νότιας Ευρώπης. Σε αντίθεση με ό, τι έγινε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν τέθηκαν σε εφαρμογή οι απαραίτητες δομές για να καταστούν οι οικονομίες των δεύτερων αύταρκεις. Ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα παρατηρήθηκε στο εξωτερικό χρέος των χωρών αυτών, κυρίως μέσω ενυπόθηκων δανείων, χωρίς να υπάρχει μέριμνα για την εξεύρεση των μέσων για την αποπληρωμή τους.
Σήμερα, τα πλουσιότερα κράτη της ΕΕ έχουν μετατραπεί σε κατασκευαστές κέρδους "προστιθέμενης αξίας". Η επέκταση της ΕΕ πριν από είκοσι χρόνια χαρακτηρίστηκε από: (1) την άνοδο των εξαγωγών και των τραπεζικών δανείων από τα κράτη αυτά προς τις χώρες που σήμερα αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση και (2) την άνοδο των επιπέδων του χρέους, λόγω των ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων οργανισμών, χωρίς την επιβολή προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος, αλλά με επιβολή ελάχιστου φόρου ακίνητης περιουσίας, πράγμα που συνέβαλε σημαντικά στο να παρατηρούνται τοπικές "φούσκες" στον χώρο της αγοράς ακινήτων. Οι χώρες της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης έχουν χρηματοδοτήσει τα εμπορικά ελλείμματά τους κατά την τελευταία δεκαετία κυρίως μέσω δανείων από σουηδικές, αυστριακές και άλλες τράπεζες, δανείων έναντι ακινήτων και έργων υποδομών, που πωλήθηκαν και μεταπωλήθηκαν, οδηγώντας σε μια αύξηση της μόχλευσης του χρέους. Επομένως, δεν έχει εξασφαλιστεί ένας τρόπος αποπληρωμής του χρέους, αλλά αντίθετα παρατηρείται μια διαρκώς διογκούμενη "φούσκα" στην αγορά ακινήτων, που διαιωνίζει τον εξωτερικό δανεισμό προκειμένου να καλυφθούν τα κενά από τα χρόνια εμπορικά ελλείμματα και την φυγή των κεφαλαίων.
Τα κράτη της Βαλτικής έχουν τελικά μετριάσει τα χρέη τους, όχι μέσω μιας αύξησης στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά μέσω της εξαθλίωσης των λαών τους. Οι νεοφιλελεύθεροι σχεδιαστές αυτών των πολιτικών έχουν μειώσει τους δείκτες κατανάλωσης, όχι για να δημιουργηθούν κεφάλαια για επενδύσεις, αλλά για να αποπληρώσουν τα χρέη τους προς τις τράπεζες. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο επέλεξαν να προσαρμοστούν στην παύση των εισροών κεφαλαίων από ξένες τράπεζες, τώρα που η φούσκα στην αγορά ακινήτων έχει στερέψει (η ίδια φούσκα που είχε επικροτηθεί όταν η αγορά ακινήτων έκανε τις τράπεζες πλουσιότερες). Οι τραπεζίτες και ο οικονομικός τύπος ισχυρίζονται ότι το πρόγραμμα λιτότητας που θα ξεπληρώσει τα χρέη τις τράπεζες είναι η μόνη σωστή πορεία, δίχως να παραδέχονται ότι βυθίζει την χώρα σε ένα βούρκο από χρέη προς δανειστές που δεν νοιάζονται πολύ για τον τρόπο με τον οποίο θα αποπληρωθούν τα δάνεια - με συρρίκνωση της οικονομίας, μετανάστευση ή με αυξανόμενες πιέσεις εις βάρος των εργαζομένων.
Η φορολογικές επιβαρύνσεις σήμερα πέφτουν όλο και περισσότερο στους ώμους των εργαζομένων, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι στη Δυτική Ευρώπη πριν από εξήντα χρόνια, κατά την περίοδο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Σήμερα οι συναλλαγές βάσει "εμπιστευτικών πληροφοριών" και η χρηματιστηριακή απάτη είναι ευρέως διαδεδομένες. Επίσης, το χρέος για τους "συμβαλλόμενους" ήταν τότε εξασφαλισμένο με εισόδημα στα δικά τους νομίσματα. Τότε οι τράπεζες απλώς δάνειζαν έναντι ακινήτων και δημόσιων υποδομών που υπήρχαν ήδη και όχι έναντι κεφαλαίων για την αύξηση της παραγωγής και πραγματικές επενδύσεις. Σε αντίθεση με τα δάνεια από μία κυβέρνηση σε άλλη, που προέβλεπε το Σχέδιο Μάρσαλ, η εστίαση της ΕΚΤ στην τραπεζική δανειοδότηση απλά προκάλεσε μια φούσκα στην αγορά ακινήτων. Έτσι τα χρέη τους αυξήθηκαν χωρίς να αυξηθεί η προσοδοφόρα ικανότητά τους σε ξένο συνάλλαγμα. Έτσι, ήταν αναπόφευκτο να καταρρεύσει αυτός ο πύργος από τραπουλόχαρτα.
Όταν θεμελιώθηκαν οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, η θεωρία του εμπορίου της ελεύθερης αγοράς έπαιρνε για δεδομένο ότι οι άμεσες επενδύσεις και ο τραπεζικός δανεισμός θα εξασφάλιζαν το απαιτούμενο κεφάλαιο ώστε να βοηθηθούν οι φτωχότερες περιφέρειες της Ευρώπης να καλύψουν τη διαφορά. Η υπόθεση αυτή αποδείχθηκε ατυχής. Οι τράπεζες δάνειζαν έναντι ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων που υπήρχαν ήδη, διογκώνοντας τις τιμές τους με την πίστωση. Ακριβώς αυτό το "χρέος λόγω χρέους" και τα άλλα σχετικά επακόλουθα της στενόμυαλης αυτής οικονομικής φιλοσοφίας θα πρέπει να είναι σήμερα το ζητούμενο.
Οι ρυθμίσεις αυτές εξυπηρέτησαν τους κυριότερους εξαγωγείς της ΕΕ, αλλά δεν ανέπτυξαν μια σταθερότητα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που να βασίζεται σε μια πιο ευρεία οικονομική ανάπτυξη. Χωρίς την διαφαινόμενη απειλή πολέμου ή την πολιτική απειλή από τη Ρωσία, οι πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης άσκησαν πιέσεις για απελευθέρωση του εμπορίου και μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες επιτάχυναν την αποβιομηχάνιση του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Στη συνέχεια, τα κράτη-μέλη της Νότιας Ευρώπης έγιναν δεκτά στην ευρωζώνη, η οποία διέθετε ένα ισχυρό νόμισμα και αυστηρά όρια στις κρατικές δαπάνες, πράγμα που εμπόδισε τις χώρες αυτές να αναπτύξουν τις βιομηχανίες τους με τον τρόπο που είχαν κάποτε την ευκαιρία να το πράξουν η Δυτική Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η κατάσταση αυτή δεν θα μπορούσε να διαρκέσει πολύ, αφού οι Ανατολικές χώρες "ανακατασκευάστηκαν" με τέτοιο τρόπο ώστε να εξαρτώνται από τις εισαγωγές και να είναι οικονομικά εξαρτώμενες από τη Δύση. Έγιναν περισσότερο αποικίες παρά εταίροι. Και όπως σε όλες τις αποικιακές περιοχές, η ένταξη στη Δύση έγινε ταυτόσημη με τη φυγή κεφαλαίων, καθώς η δημόσια περιουσία πωλούνταν με πίστωση και τα όποια έσοδα μεταφέρονταν έξω από τα κλεπτοκρατικά και ολιγαρχικά καθεστώτα των χωρών της μετασοβιετικής και της Νότιας Ευρώπης. Το συνάλλαγμα για την αποπληρωμή δανείων στις τράπεζες ερχόταν με την μορφή άλλων δανείων, που οδηγούσαν σε περαιτέρω "φούσκες" - ο κλασικός ορισμός του συστήματος Ponzi. (Το σύστημα Ponzi είναι ένα παράνομο επενδυτικό σχήμα που περιλαμβάνει την πληρωμή απόδοσης σε επενδυτές από τα χρήματα που πληρώνονται από μεταγενέστερους επενδυτές, αντί από τα καθαρά κέρδη που συγκεντρώνονται από πραγματικές πωλήσεις. Η λέξη Ponzi προέρχεται από τον Charles Ponzi που έκανε γνωστά αυτού του τύπου τα συστήματα.) Στην περίπτωση αυτή, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έπαιξαν το ρόλο των νεοεισερχομένων στο σύστημα, οργανώνοντας τις μετασοβιετικές οικονομίες. Η όλη διαδικασία έμοιαζε με την αποστολή ενός μηνύματος με πολλαπλούς παραλήπτες που καλούνταν με τη σειρά τους να το προωθήσουν σε άλλους, και παρείχαν τα χρήματα ώστε να διατηρηθεί η συνεχιζόμενη αυξητική τάση.
Το πρόβλημα ήταν ότι η πίστωση παρατάθηκε όσο χρειάστηκε για να ανατροφοδήσει την αγορά ακινήτων και να χρηματοδοτήσει την εξαγωγή εμπορευμάτων από την εξαρτώμενη από τις εξαγωγές Δυτική Ευρώπη (με τα πλεονάσματα στις καλλιέργειές της λόγω της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής της ΕΕ) στην αποβιομηχανοποιημένη και γεωπονικά καθυστερημένη Νότια και Ανατολική Ευρώπη. Η πυραμίδα του διευρυνόμενου χρέους αναγκαστικά κατέρρευσε, αφού δεν τέθηκε σε εφαρμογή κάποιο αποτελεσματικό σύστημα αποπληρωμής του.
Υπήρχε μια αόριστη ελπίδα ότι θα γινόταν τελικά μια ευθυγράμμιση στα επίπεδα της οικονομικής ανάπτυξης σε ολόκληρη την ΕΕ, με το μάταιο σκεπτικό ότι ο τραπεζικός δανεισμός και οι εξαγορές από ξένους επενδυτές θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ομοιογένεια και όχι σε οικονομική πόλωση. Το πρόβλημα ήταν ότι η ΕΕ αντιμετώπιζε τα νέα μέλη της ως αγορές για τις υπάρχουσες τράπεζες και για τους εξαγωγείς (αλλά και ως χωματερές για τα γεωργικά πλεονάσματα της), αντί να βοηθά αυτά τα νέα μέλη να γίνουν οικονομικά αυτάρκη και να οργανώσουν δικά τους βιώσιμα εθνικά χρηματοπιστωτικά συστήματα.
Δεδομένων των περιορισμών που επιβάλλει το ευρώ στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, είναι ευνόητοι οι λόγοι για τους οποίους οι χώρες-δανειστές και οι τράπεζες της ΕΕ θέλουν να επιλυθεί αυτή η κρίση με "εσωτερική υποτίμηση": Η αποπληρωμή του χρέους πραγματοποιείται με μείωση των μισθών, των δημοσίων δαπανών και του βιοτικού επιπέδου. Πρόκειται για το παλιό δόγμα λιτότητας του ΔΝΤ που απέτυχε στον Τρίτο Κόσμο και όλα δείχνουν ότι θα επαναληφθεί στην ΕΕ χωρίς καμμία παραλλαγή. Η πολιτική της ΕΕ φαίνεται να συνίσταται στην επιλογή της διάσωσης των τραπεζών από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, που καλούνται να πληρώσουν για πολλές παλιές αμαρτίες, για να μην οδηγηθούν στην πτώχευση οι ίδιες οι τράπεζες.
Έχουν, άραγε, συνειδητοποιήσει η Ελλάδα και η Ιρλανδία, και από τώρα και στο εξής ίσως και η Ισπανία και η Πορτογαλία, ακριβώς τι μοντέλο τους ζητείται να μιμηθούν; Όλα δείχνουν πως η μόνη πολιτική που διαθέτει η ΕΕ είναι αυτή που απαιτεί από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους να διασώσουν τις τράπεζες αντι να πληρώσουν οι τελευταίες για τις παλιές τους ατασθαλίες και να οδηγηθούν σε πτώχευση. Πόσο από το "φάρμακο" που υποχρεώθηκε να πάρει η Λετονία μπορούν να αντέξουν οι χώρες αυτές; Και όταν οι οικονομίες τους συρρικνωθούν και ο δείκτης ανεργίας χτυπήσει κόκκινο, πού θα μεταναστεύσουν οι εργαζόμενοί τους;
Χωρίς δημόσιες επενδύσεις, πώς θα μπορέσουν οι χώρες αυτές να γίνουν ανταγωνιστικές; Η παραδοσιακή οδός υπαγορεύει την παροχή δημόσιων υποδομών σε τιμές κόστους ή με την μορφή επιδοτήσεων από μικτές οικονομίες. Αλλά εάν οι κυβερνήσεις συνεχίσουν την "πορεία εξόδου τους από το χρέος", όπως οι ίδιες την αποκαλούν, ξεπουλώντας αυτές τις υποδομές σε αγοραστές (με πίστωση της οποίας τα επιτόκια εκπίπτουν του φόρου) και οι αγοραστές αυτοί χτίζουν σταθμούς διοδίων για να χαρατσώνουν τους πολίτες, οι οικονομίες αυτές θα συρρικνωθούν ακόμη πιο γρήγορα και θα αδυνατούν όλο και περισσότερο να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Και τότε θα δούμε τις "καθυστερήσεις" να κλιμακώνονται σε μια γραφική καμπύλη ανατοκισμού.
Είναι προφανές ότι οι χώρες-δανειστές και οι τράπεζες της ΕΕ προσπαθούν να επιλύσουν την κρίση με τον λιγότερο δαπανηρό τρόπο. Η καλύτερη ελπίδα, ισχυρίζονται, δεδομένης της αδυναμίας που έχουν οι χώρες που πλήττονται από την κρίση να κάνουν υποτίμιση στο νόμισμά τους, είναι η "εσωτερική υποτίμηση" (δηλαδή η λιτότητα), σύμφωνα με το πρότυπο της Λετονίας, ώστε τραπεζίτες και ομολογιούχοι να πληρωθούν μέσω δανείων από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Το πρόβλημα είναι η λιτότητα που επιβάλλεται λόγω των επιπέδων του χρέους. Αν οι μισθοί (και ως εκ τούτου, οι τιμές) πέσουν, το βάρος του χρέους, που ήδη έχει αγγίξει ιστορικά ρεκόρ, θα γίνει ακόμη μεγαλύτερο. Είναι ακριβώς αυτό που συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το επίπεδο των τιμών έπεσε για να "αποκατασταθεί" ο χρυσός στην τιμή του κατά την προεμφυλιακή περίοδο, πριν κάνει την εμφάνισή του το δολάριο όπως το ξέρουμε. Ο υποψήφιος για την προεδρία Ουίλιαμ Τζένινγκς Μπράιαν επέκρινε την θυσία της εργατικής τάξης και την "σταύρωσή της πάνω στον σταυρό του χρυσού", όπως δήλωσε χαρακτηριστικά το 1896. Πρόκειται για το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπισε η Αγγλία μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Γάνδης με την λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων το 1815. Εκτός από τη δυστυχία και τα ανθρώπινα δράματα πολλαπλασιάζονται στην πορεία, η πολιτική δημοσιονομικής και μισθολογικής λιτότητας είναι οικονομικά αυτοκαταστροφική. Θα δημιουργήσει ένα φαύλο κύκλο ζήτησης και θα καταβαραθρώσει τις οικονομίες της ΕΕ, οδηγώντας τες σε παρατεταμένη ύφεση.
Το βασικό πρόβλημα είναι κατά πόσο είναι επιθυμητό για τις οικονομίες να θυσιάσουν την ανάπτυξή τους και να επιβάλλουν την ύφεση, χαμηλώνοντας το βιοτικό επίπεδο, προς όφελος των δανειστών τους. Σπάνια στην ιστορία έχει παρατηρηθεί κάτι παρόμοιο, με εξαίρεση ίσως κάποιες φάσεις της ιστορίας κατά τις οποίες υπήρξε μια εντατικοποίηση του ταξικού πολέμου. Τι θα κάνουν, λοιπόν, οι Λετονοί, οι Έλληνες, οι Ιρλανδοί, οι Ισπανοί και άλλοι Ευρωπαίοι, όταν η εργατική τους τάξη "σταυρωθεί" από την "εσωτερική υποτίμηση" και διοχετευθεί η αγοραστική τους δύναμη στην πληρωμή ξένων δανειστών;
Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι ένα "κουμπί επαναφοράς" για την οικονομική και δημοσιονομική φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστεί η Ευρώπη την κρίση αυτή ίσως να προσδιορίσει εάν η ιστορία της θα ακολουθήσει την ειρηνική πορεία του αμοιβαίου κέρδους και της ευημερίας που οραματίζονται τα φοιτητικά εγχειρίδια της οικονομολογίας, ή τον φαύλο κύκλο της λιτότητας που έχει καταστήσει τους σχεδιαστές πολιτικής του ΔΝΤ τόσο απεχθείς στους λαούς των χρεωμένων χωρών.
Αυτός είναι ο δρόμος που προτίθεται να ακολουθήσει η Ευρώπη; Αυτό ήταν το πεπρωμένο του οράματος του Ζακ Ντελόρ για μια "κοινωνική Ευρώπη"; Και αυτό ήταν που προσδοκούσαν οι πολίτες της Ευρώπης, όταν οι χώρες τους υιοθέτησαν το ευρώ;
Υπάρχει μια εναλλακτική λύση, φυσικά. Να δεχθούν οι δανειστές στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας να υποστούν κάποιες απώλειες. Μόνο έτσι θα αποκατασταθούν οι συντελεστές εισοδήματος και πλούτου στα προηγούμενα χαμηλότερα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από μια ή δύο δεκαετίες. Εάν αυτό τελικά δεν γίνει, η Ευρώπη θα οδηγηθεί σε μία κατάσταση που δεν θα διαφέρει πολύ από την εποχή των επιδρομών των Βίκινγκς ανά την Ευρώπη πριν από μία χιλιετία, όταν οι εισβολείς έκαναν κατάσχεση των γαιών και επέβαλλαν φόρους πάλι με τη μορφή παραχώρησης γαιών, κατασκευάζοντας από το μηδέν ένα νέο είδος διεθνούς οικονομικής τάξης. Ακριβώς όπως και σήμερα βλέπουμε να επιβάλλονται οικονομικές επιβαρύνσεις στα πλαίσια μιας μεταμοντέρνας νεοφεουδαρχίας, που απειλεί να υποχρεώσει την Ευρώπη να επιστρέψει σε άλλες, παλιότερες και πρωτόγονες εποχές.
kostasxan