Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Μετά από πολύμηνη καθυστέρηση, η Γερμανία παρουσίασε επιτέλους σχέδιο για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Εφ' όσον αυτό δεν ανακοινώθηκε υπεύθυνα, αλλά διοχοτεύθηκε με μορφή διαρροής, εύλογα συνάγεται ότι είναι «δοκιμαστικό» προς βολιδοσκόπηση των Ευρωπαίων εταίρων. Η Ισπανία, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και άλλοι αντέδρασαν βίαια και οι επιφυλάξεις τους λαμβάνονται υπ' όψιν στην οριστική διαμόρφωση του σχεδίου. Η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνον το αποδέχθηκε ασυζητητί, χωρίς αντίρρηση, παρατήρηση ή έστω υποσημείωση, αλλά και επιχαίρει ότι με αυτό δικαιώνεται, σαν να ήταν περίπου δικό της!
Το γερμανικό σχέδιο περιλαμβάνει δύο σκέλη. Κατ' αρχήν, αποδέχεται αυτό που μέχρι σήμερα και με κάθε τρόπο απέρριπτε: την κοινοτικοποίηση των κινδύνων όσον αφορά τα δημόσια χρέη. Για κάθε κράτος-μέλος, τα υπόλοιπα, μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος, συνυπευθυνοποιούνται στην πράξη. Αυτό είναι λογικό και αναγκαίο, από τη στιγμή που το ενδεχόμενο παύσης πληρωμών, ακόμη και του μικρότερου μέλους, θα έπληττε την αξιοπιστία της Ενωσης και του ενιαίου νομίσματος. Η ασφάλιση των κρατικών χρεών αναχαιτίζει την κερδοσκοπία και τα spreads και αφήνει έκθετους όσους είχαν επενδύσει πολιτικά είτε στην αποβολή των υπερχρεωμένων από την ευρωζώνη είτε στη μονομερή αποχώρησή τους από αυτήν. Τελικά, με τη μεταστροφή της Γερμανίας, οι «ανεπρόκοποι» της ευρωζώνης δεν υποβάλλονται σε κυρώσεις, αλλά διασώζονται.
Το τίμημα της διάσωσης βρίσκεται στο δεύτερο σκέλος: συνταγματοποίηση της απαγόρευσης των δημόσιων ελλειμμάτων, της λιτότητος μισθών και κοινωνικών παροχών, δηλαδή επανέρχεται ό,τι περιείχε το σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος, που απορρίφθηκε με τρία δημοψηφίσματα: γαλλικό, ολλανδικό, ιρλανδικό. Η απαγόρευση των ελλειμμάτων και η διαιώνιση της λιτότητος συνεπάγονται περιστολή των αναπτυξιακών ρυθμών, επέκταση της υφεσιακής δυναμικής σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Εφ' όσον 90,5% του ΑΕΠ της ευρωζώνης καταναλώνεται εντός αυτής και μόνον 9,5% εξάγεται, έπεται ότι η λιτότητα πλήττει όχι τους άλλους, αλλά πρωτίστως την ίδια την ευρωζώνη. Με εξασθενημένες επιδόσεις, τα χρέη αποπληρώνονται δυσκολότερα, το κόστος της κοινοτικής αλληλεγγύης διογκώνεται. Δεν προωθείται έτσι ευρωπαϊκή σύγκλιση, αλλά απόκλιση, οι αναγκαίες σταθεροποιητικές μεταβιβάσεις πόρων αντί να μειώνονται, επεκτείνονται. Η λιτότητα αποτελεί χείριστο οδηγό για την ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης αλλά και για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για την προσαρμοστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών στον ανταγωνιστικό και μεταβαλλόμενο διεθνή περίγυρο. Οσο πιο δύσκαμπτη και δυσκίνητη η οικονομία τόσο λιγότερο μεταρρυθμίσιμη και περισσότερο εύθραυστη. Αντίθετα, οι υψηλοί ρυθμοί ενισχύουν την πλαστικότητά της και συνεπώς τη δυνατότητα μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών.
Από αρχαιοτάτων χρόνων, ο πιστωτής υποχρεώνει τον οφειλέτη σε υπερεργασία, να αυξάνει το εισόδημά του, προκειμένου να αποπληρώνει τα χρέη του. Σήμερα η Γερμανία, πιστώτρια της Ευρώπης, καταδικάζει τους οφειλέτες της σε ανεργία και συρρίκνωση εισοδήματος. Οταν η ίδια εισηγείται 30ετή επιμήκυνση των χρεών, εύλογα συνάγεται ότι ο Ευρωπαίος πιστωτής αντιλαμβάνεται την περιοχή της επιρροής του ως ζώνη όχι παραγωγής πρόσθετου εισοδήματος, αλλά κυρίως κατάσχεσης του ήδη υπάρχοντος. Αυτό ισχύει ακόμη και για τους Γερμανούς εργαζομένους: οι γερμανικές εξαγωγές αυξάνουν, ενώ η συνολική οικονομία παραμένει στάσιμη. Οι εξαγωγές αφαιρούνται από την εσωτερική ζήτηση και συνεπώς οι Γερμανοί εργαζόμενοι επιδοτούν από το υστέρημά τους τις εξαγωγές της χώρας τους. Η Γερμανία επιδεικνύει σήμερα στον κόσμο όχι οικονομικό δυναμισμό, αλλά ατονία. Η παραγωγικότητα της εργασίας εξελίσσεται με ρυθμούς κατώτερους των αντίστοιχων ελληνικών. Ενώ αποδέχεται την εξασφάλιση των οφειλών των εταίρων, εν τούτοις διαπρέπει σε «αθέμιτες», «μη συνεργατικές» και «αντιπαραγωγικές» πρακτικές έναντι αυτών. Η «εσωτερική υποτίμηση», στην οποία υποβάλλει τους εργαζομένους της κατά την τελευταία 10ετία, αποτελεί αυθαίρετη «μη συνεργατική» επιθετική επιλογή της Γερμανίας εναντίον των εταίρων της. Βελτιώνει μονομερώς την ανταγωνιστικότητά της, αλλά κυρίως εις βάρος των εργαζομένων και των εταίρων στην ευρωζώνη. Τα γερμανικά πλεονάσματα προκύπτουν όχι από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά από τα ελλείμματα των εταίρων. Εάν τα δεύτερα διορθωθούν, τα πρώτα επίσης θα εκλείψουν.
Με το γερμανικό σχέδιο, οι πιστωτές, οι άνθρωποι του χρήματος, εξασφαλίζονται από το ενδεχόμενο κρατικών πτωχεύσεων, όμως τα εισοδήματα της εργασίας δεν αυξάνουν αλλά συρρικνώνονται. Οι εργαζόμενοι δεν εργάζονται πλέον για δικό τους λογαριασμό, αλλά παραδίδονται εφ' όρου ζωής στον πιστωτή τους. Αυτό ονομάζεται οπισθοδρόμηση στο σύστημα της αρχαίας ειλωτείας1 κα προετοιμάζει την επόμενη ακόμη μεγαλύτερη κρίση στην ευρωζώνη.
1. Paul Krugman, The Debt-Peonage Society, «Τάιμς Νέας Υόρκης», 5 Μαρτίου 2005.
enet