Μια βραδιά του Νοεμβρίου του 1492, ο Χριστόφορος Κολόμβος υποδέχθηκε στο καράβι του Santa Maria, δυο κατάκοπους ναύτες του, που τους είχε στείλει πριν από μήνες να βρουν τη…. Κίνα, μέσα στα πυκνά δάση της Κούβας.
Στη διάρκεια των περιπλανήσεών τους, ο Luis de Torres και ο Rodrigo de Jerrez παρακολούθησαν έκθαμβοι τους ιθαγενείς του νησιού, να ρουφάνε καπνό από κάτι που έκαιγαν μέσα από ένα είδος «τυλιγμένου χαρτιού». Ο πιο γενναίος από τους δυο, ο De Jerrez, τόλμησε και συμμετείχε στη παράξενη τελετή, με αποτέλεσμα να θεωρείται ως ο πρώτος Ευρωπαίος που κάπνισε, έβηξε, και που επέμενε να θεωρεί τη συνήθεια αυτή ως ευχάριστη.
Όταν όμως επέστρεψε στη πατρίδα του, στο χωριό Ayamonte της Ισπανίας, η Ιερά Εξέταση θεώρησε τη συνήθειά του ως δαιμονική, πιστεύοντας πως ο καπνός που έβγαινε από τα ρουθούνια του ήταν προϊόν του σατανά, και έκρινε πως έπρεπε να τον φυλακίσει για 7 χρόνια!
Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε η ταραγμένη σχέση του Δυτικού κόσμου με τη nicotiana tabacum, μια σχέση που εξελίχθηκε σε κατάρα, αλλά που έχει πολύ βαθιές ρίζες, ειδικά στην αμερικανική ήπειρο.
Οι Ευρωπαίοι μπορεί να ανακάλυψαν το κάπνισμα όταν ανακάλυψαν και τον νέο κόσμο, αλλά η συνήθεια αυτή πάει πίσω πολλές χιλιάδες χρόνια, έως το 5000 π.Χ. οπότε και τη ξεκίνησαν ως τελετουργική πράξη οι πολιτισμοί της Βορείου και Νοτίου Αμερικής.
Το φυτό του καπνού υπήρχε στη σημερινή του μορφή επί εκατομμύρια χρόνια. Το πιο παλιό απολιθωμένο δείγμα του, ανάγεται στη πλειστόκαινη περίοδο, και βρέθηκε πέρσι σε ένα ποτάμι του βορειοανατολικού Περού.
Οι ισχυρισμοί ότι το κάπνισμα είναι βλαβερό είναι πάμπολλοι, και μάλλον σωστοί. Πριν μερικούς μήνες, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας δημοσίευσε μελέτη σύμφωνα με την οποία κάθε χρόνο προκαλούνται 600.000 θάνατοι εξαιτίας του παθητικού καπνίσματος, εκ των οποίων οι 167.000 αφορούν σε ανήλικα παιδιά. Το κάπνισμα μειώνει το προσδόκιμο όριο ζωής κατά 8-10 χρόνια, και κάθε ρουφηξιά εμπεριέχει περίπου 60 ουσίες που θεωρούνται καρκινογόνες. Περισσότεροι από 5 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από αιτίες που οφείλονται στο κάπνισμα.
Τη περασμένη εβδομάδα, οι δημοτικοί σύμβουλοι της Νέας Υόρκης ψήφισαν την επέκταση της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα αυτό τώρα να απαγορεύεται στις παραλίες, στα πάρκα, ακόμη και στη περίφημη Times Square.
Η αμφιλεγόμενη απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους της Νέας Υόρκης ισχύει από το 2003, όταν η τοπική κυβέρνηση αποφάσισε να αψηφήσει τις αντιδράσεις των καπνιστών, αλλά και των ιδιοκτητών των 20.000 μπαρ, κλαμπ, καφέ, εστιατορίων, κλπ. Η τελευταία όμως επέκταση της απαγόρευσης του καπνίσματος σχεδόν παντού, που ψηφίστηκε με 36 ψήφους υπέρ και 12 κατά, μοιάζει να είναι ιδιαίτερα υπερβολική, και το μόνο που θα καταφέρει είναι να τονώσει το αντί-απαγορευτικό κίνημα.
Ο νέος νόμος, ποινικοποιεί το κάπνισμα στα 1.700 πάρκα της πόλης, καθώς και στα 20 και πλέον χιλιόμετρα της ακτογραμμής της.
Όμως, η επιχειρηματολογία κατά του παθητικού καπνίσματος, που έπεισε το 2003, δύσκολα μπορεί να πείσει και όσον αφορά στο κάπνισμα σε υπαίθριους χώρους. Για αυτό και η γενική εντύπωση είναι πως η τελευταία απαγόρευση ψηφίστηκε μάλλον για λόγους αισθητικής, παρά για λόγους υγείας. Όπως άλλωστε δήλωσε ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael Bloomberg αμέσως μετά τη ψήφιση του νόμου, «Αυτό το καλοκαίρι, οι Νεοϋορκέζοι θα μπορούν να απολαμβάνουν τα πάρκα και τις παραλίες, αναπνέοντας καθαρότερο αέρα, και χωρίς να είναι αναγκασμένοι να κάθονται σε μια αμμουδιά γεμάτη από γόπες».
Βέβαια, αν οι γόπες και τα απορρίμματα είναι το πραγματικό πρόβλημα, τότε γιατί δεν σκλήρυναν λίγο τους νόμους που έχουν σχέση με αυτά; Οι καπνιστές έχουν και αυτοί δικαιώματα, και εν πάση περιπτώσει έχουν το δικαίωμα να βλάπτουν τον οργανισμό τους αν αυτό θέλουν. Με ποιο δικαίωμα η πολιτεία προσπαθεί να επιβληθεί σε ανθρώπους που κάνουν κάτι νόμιμο, και που δεν βλάπτουν κανέναν παρά τον εαυτό τους;
Η σύγχρονη ιστορία του καπνού, και του καπνίσματος, ξεκίνησε με τη δίωξη του ναύτη De Jerrez, από την Ιερά Εξέταση. Οπότε, αν το καλοσκεφτούμε, οι τελευταίες εξελίξεις δεν θα πρέπει να μας προκαλούν και τόσο μεγάλη έκπληξη.
S.A-New Statesman