του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Οι λεονταρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα παραπέμπουν στον ήρωα του Μπρεχτ, ο οποίος, αν και έχει βουτηχτεί μέχρι τον λαιμό στο βούρκο, πασχίζει να κρατήσει τη χωρίστρα του στη θέση της. Είναι πασιφανές ότι η διαφωνία δεν αφορούσε την ουσία του ζητήματος, αλλά αποκλειστικά το ποιος όφειλε να ανακοινώσει την προαποφασισμένη εκποίηση -κατ’ ευφημισμόν «αξιοποίηση» - της κτηματικής περιουσίας του Δημοσίου σήμερα, του ορυκτού πλούτου και των ενεργειακών πηγών της χώρας αύριο.
Η φαρσοκωμωδία αυτής της εικονικής διαφωνίας λειτούργησε ως προπέτασμα καπνού έναντι των εξαιρετικά επικίνδυνων εξελίξεων σχετικά με το γερμανικής έμπνευσης «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας», το οποίο θα απασχολήσει τη Σύνοδο Κορυφής της Ε. Ε. στις 11 Μαρτίου. Πρόκειται για το αντάλλαγμα που ζητεί, με σχεδόν τελεσιγραφικούς όρους, η Γερμανία, προκειμένου να ενισχύσει τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. Οπως είναι γνωστό, η κ. Μέρκελ εννοεί να φορέσει το ίδιο, ασφυκτικά στενό, γερμανικό κοστούμι και στα 17 μέλη της Ευρωζώνης, αδιαφορώντας για τις οικονομικές ιδιομορφίες και τις κοινωνικές αντοχές κάθε χώρας: Διαρκής λιτότητα με αποσύνδεση των μισθών από τον πληθωρισμό, σύνταξη στα 67, ενιαία φορολογική πολιτική, υπονόμευση των κλαδικών συμβάσεων, συνταγματική απαγόρευση για ελλείμματα άνω του 3% του ΑΕΠ και πάει λέγοντας.
Προβλέψιμα, ο εκβιασμός του Βερολίνου προκάλεσε αντιδράσεις από την πλειονότητα των κρατών-μελών του ευρώ. Ο καγκελάριος της Αυστρίας, μιας χώρας με ισχυρά συνδικάτα, Βέρνερ Φάιμαν απέρριψε τις επεμβάσεις στο εργασιακό. Ο Βέλγος πρωθυπουργός, Ιβ Λετέρμ, αντιστάθηκε στην κατάργηση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών. Ο Ιρλανδός ομόλογός του, Μπράιαν Κόουεν, αρνείται τη φορολογική εναρμόνιση, γιατί φοβάται μαζική διαρροή κεφαλαίων από τη χώρα του. Ακόμη και ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, πνέει τα μένεα και δηλώνει ότι «δεν είναι σαφής η προστιθέμενη αξία αυτού του Συμφώνου». Δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις αποτελούν δύο πολιτικοί που εναρμονίστηκαν απολύτως με τις αξιώσεις του Βερολίνου: Ο Νικολά Σαρκοζί και ο Γιώργος Παπανδρέου. Και ο μεν Γάλλος πρόεδρος είχε ισχυρούς λόγους: Να προστατέψει τις σοβαρότατα εκτεθειμένες γαλλικές τράπεζες από το ενδεχόμενο χρεοκοπίας των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης και να αποτρέψει την απαγκίστρωση της Γερμανίας από το ευρώ και τον αναπροσανατολισμό της σε ρόλο αυτοτελούς παγκόσμιας δύναμης, με το βλέμμα της στραμμένο όχι τόσο δυτικά του Ρήνου όσο ανατολικά του Οντερ. Ο Γιώργος Παπανδρέου, όμως, ποια εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας έρχεται άραγε να υπηρετήσει;
Οσοι μηρυκάζουν άκριτα τη γερμανική λογική περί τεμπέληδων και αντιπαραγωγικών Ελλήνων θα πουν: Η Ελλάδα πάσχει από σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας (πράγμα που είναι σωστό), επομένως πρέπει να ρίξει δραστικά το κόστος εργασίας για να μπει σε τροχιά ανάπτυξης (πράγμα που είναι εντελώς λάθος). Οπως μας υπενθύμισε στις 14 Φεβρουαρίου η -κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερη- αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, οι Ελληνες δουλεύουν κατά μέσο όρο 42 ώρες την εβδομάδα έναντι 35,8 των Γερμανών και 31 των Ολλανδών. Αντίθετα, οι μισθοί τους όχι μόνο είναι πολύ χαμηλότεροι έναντι εκείνων των πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά ακρωτηριάστηκαν κατά 14% την τελευταία διετία, όπως πιστοποίησε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος.
Το πρόβλημα της Ελλάδας, προσθέτει η Wall Street Journal, δεν βρίσκεται στο κόστος εργασίας, αλλά στη χαμηλή παραγωγικότητα -δηλαδή στην υστέρηση των ελληνικών επιχειρήσεων αναφορικά με την τεχνολογία, τον εξοπλισμό, την οργάνωση της εργασίας. Ετσι, το γερμανικό «κοστούμι» έρχεται να φορτώσει στους Ελληνες εργαζομένους τις συνέπειες της αποτυχίας των Ελλήνων επιχειρηματιών (εξαιρουμένων των ελάχιστων κλάδων που είναι διεθνώς ανταγωνιστικοί).
Το γερμανικό σχέδιο είναι καταδικασμένο σε αποτυχία αναφορικά με τον δεδηλωμένο στόχο του, δηλαδή την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Ευρωζώνης. Τα δύο τρίτα του εξωτερικού εμπορίου της Ε. Ε. γίνονται στο εσωτερικό της Ενωσης ακι αυτό ισχύει για όλα σχεδόν τα μεμονωμένα κράτη (64% για τη Γερμανία, 65% για την Ελλάδα). Επομένως, ο αγώνας δρόμου των ευρωπαϊκών κρατών προς το ελάχιστο δυνατό εργασιακό κόστος, παρά το τεράστιο κοινωνικό κόστος του, πολύ μικρό όφελος θα φέρει ως προς την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης (και πάντως πολύ μικρότερο από τη θετική ώθηση που θα έδινε ένα λιγότερο «σκληρό» ευρώ). Απομένει να αποδειχθεί αν το γερμανικό σχέδιο πετύχει ως προς τον αδήλωτο, αλλά πραγματικό στόχο του: Τη μετακύλιση του βάρους της κρίσης από τις τράπεζες του γαλλογερμανικού πυρήνα, στις εργαζόμενες τάξεις της περιφέρειας και, εν τέλει, ολόκληρης της Ευρωζώνης
kathimerini