Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Η χθεσινή στάση των στελεχών της τρόικας δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Δεν είναι εκδήλωση θράσους, αλλά η σημειολογική έκφραση της κυριαρχίας τους στην χώρα μας. Αυτά που είπαν τα έχουν ξαναπεί με χίλιους τρόπους από την στιγμή που η κυβέρνηση και οι πολιτικοί της σύμμαχοι αποφάσισαν να καταλύσουν την λαϊκή κυριαρχία, αντικαθιστώντας το σύνταγμα ....
με το περίφημο μνημόνιο, στο οποίο δεν τόλμησαν καν να διεκδικήσουν κοινοβουλευτικά ισχύ διεθνούς συμβάσεως. Μετά από αυτό, εάν η δημοκρατία λειτουργούσε στοιχειωδώς στην χώρα, θα έπρεπε οι δυνάμεις που καταψήφισαν το συμβόλαιο αυτό επικυριαρχίας των δανειστών της Ελλάδας επί του ελληνικού δημοσίου, να έχουν αποχωρήσει από το κοινοβούλιο.
Δεν το έπραξαν και αντ’ αυτού, η μεν ΝΔ επικεντρώθηκε στην διασκέδαση της ουσίας του προβλήματος που συνιστά για την λαϊκή κυριαρχία το μνημόνιο και η δανειακή σύμβαση που το συνοδεύει, η δε αριστερά ανάλωσε και αναλώνει τον αγώνα της για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών που προκαλεί αυτό το πολιτικό και νομικό τερατούργημα. Ο διαπλεκόμενος τύπος και τα κανάλια έπαιξαν τον γνωστό τους ρόλο, στηρίζοντας το καθεστώς το οποίο αποζήτησε την υποστήριξη της τρόικας ούτως ώστε να συντηρηθεί και να προλάβει να αναδιοργανωθεί στο ίδιο πλαίσιο που αναπτύχθηκε και μακροημέρευσε από το 1974 μέχρι σήμερα.
Τον ουσιαστικό αγώνα εναντίον της στρατηγικής της τρόικας, την οποία σήμερα το μεγάλο μέρος του τύπου εμφανίζεται να πρωτοανακαλύπτει, είναι αλήθεια ότι τον έδωσαν οι bloggers και ασφαλώς οι άνεργοι και εργαζόμενοι που σηκώθηκαν από τον καναπέ τους και βγήκαν στους δρόμους κάτω από οργανωμένες, λιγότερο οργανωμένες ή απολύτως αυθόρμητες πρωτοβουλίες.
Μια ντουζίνα άνθρωποι έδωσαν την προσωπική τους μάχη για την απομυθοποίηση της στρατηγικής που ακολούθησε το καθεστώς οδηγώντας την δημοσιονομική κρίση σε κρίση χρέους και από κει κι έπειτα σε βαθιά κοινωνική κρίση με εθνικές διαστάσεις. Από σήμερα, όμως, νομίζω ότι τα λόγια είναι περιττά κι ότι η ενότητα κι ο αγώνας για την περιθωριοποίηση των καθεστωτικών δυνάμεων και του πολιτικού προσωπικού που τις εκφράζουν θα πρέπει να λάβει ολοκληρωμένη μορφή στην κοινωνία και στην πολιτική, έστω και στο παρά ένα της προκήρυξης των εκλογών.
Ο γράφων με εκατοντάδες άρθρα που φιλοξένησαν με ήθος και υψηλό δημοκρατικό φρόνημα «άγνωστοί» του bloggers, ότι είχε να πει για όλα αυτά που οδήγησαν στην κρίση και για εκείνα που ακολούθησαν, το έχει πει και ότι προτάσεις είχε να κάνει τις έκανε. Πολλές μάλιστα από αυτές είχε την ικανοποίηση να βλέπει ότι αποτέλεσαν στοιχεία πολιτικής που επεξεργάστηκαν κόμματα και διαμορφούμενες στην συγκυρία ομάδες πολιτικής έκφρασης από την κοινωνία των πολιτών. Τώρα πολλά από αυτά τα οποία είπαμε θα εμφανιστούν μαζικά στον τύπο και θα σχολιαστούν στα κανάλια. Το γεγονός θα πρέπει να κρίνεται θετικά.
Πριν σας ευχαριστήσω για την τιμή που κάνατε και προσέξατε τις απόψεις και τον γενικότερο προβληματισμό μου, θα ήθελα να καταθέσω κάτι το οποίο μέχρι σήμερα απέφυγα, καθώς είχα πολλές αμφιβολίες στο πλαίσιο της στοιχειοθέτησής του. Σήμερα όμως καταλήγω να υποστηρίζω ότι ο κ. Παπανδρέου σκοπίμως επέλεξε αυτήν την βεβιασμένη τακτική για την ένταξή μας στο καθεστώς διακυβέρνησης της τρόικας, διαπράττοντας όλα αυτά τα οποία πολύ καλά γνωρίζετε πριν από την ένταξή μας στον μηχανισμό και αμελώντας να διασφαλίσει τις δανειακές ανάγκες της χώρας για έναν περίπου χρόνο, την περίοδο κατά την οποία τα επιτόκια ήταν σχετικά χαμηλά.
Πιστεύω ότι ο συνολικός σχεδιασμός προέβλεψε και πέτυχε η κρίση δανεισμού στην ευρωζώνη να πλήξει πρώτα την Ελλάδα και μετά την Ιρλανδία. Της Ιρλανδίας το πρόβλημα ήταν σαφέστατα πρόβλημα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και προϊόν της χρηματοπιστωτικής φούσκας που ξεκίνησε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού για να επεκταθεί στην ήπειρό μας. Προκλήθηκε, λοιπόν, πρώτα η κρίση στην Ελλάδα, με πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού και του καθεστώτος ασφαλώς, ώστε μέσω αυτού να γίνει διεθνής επικοινωνιακή διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης.
Το παράδειγμα της Ελλάδας ήταν η καλύτερη περίπτωση για να διασκεδαστεί η χρηματοπιστωτική κρίση αναπαριστώμενη ως κρίση δημοσιονομική. Το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας ήταν και είναι υπαρκτό και οξύ. Σε καμία περίπτωση όμως μη διαχειρίσιμο στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Συνειδητά χρηματοπιστωτικοί παράγοντες και ο άνθρωπός τους στην Αθήνα, κατά τους Financial Times, προσέδωσαν αυτές τις μυθικές διαστάσεις στον δημοσιονομικό τραγέλαφο της χώρας.
Η Ελλάδα έχει ένα τεράστιο διαρθρωτικό πρόβλημα στην οικονομία της, το οποίο δεν θεραπεύτηκε όπως θα έπρεπε πριν την ένταξή της στην ευρωζώνη. Από το σημείο αυτό κι έπειτα οι μεταρρυθμίσεις θα ήταν ασφαλώς πολύ πιο δύσκολες, αλλά κι αυτές θα μπορούσαν να γίνουν αν η χώρα ασχολείτο με τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό και όχι με Ολυμπιάδες, Μουντιάλ, σπάταλους θεατρινισμούς και απίθανες εκδηλώσεις ευημερίας που έκαναν ακόμα και τους ξένους που κέρδιζαν από αυτά, να γελούν με τον επαρχιωτισμό και την επιπολαιότητά μας.
Οι εργολάβοι μάλλον δεν πρόλαβαν να γελάσουν τότε, καθώς ήταν μπουκωμένοι. Αυτοί ίσως να γελούν τώρα και να μας περιγελούν μαζικά μέσω των ελβετικών λογαριασμών τους. Ακόμα και σ’ αυτό η κυβέρνηση έπαιξε θέατρο. Τώρα που άδειασαν οι τράπεζες από ρευστό δείχνει δήθεν ενδιαφέρον για το ζήτημα και όχι όταν ξεκίνησε η μαζική μετανάστευση των ευρώ από την χώρα. Και τότε τα λέγαμε, αλλά δεν είδαμε πολλοί να τα προσέξουν!
Το διαρθρωτικό πρόβλημα, λοιπόν, της Ελλάδας δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την «θεραπεία σοκ» του ΔΝΤ. Όσοι έχουν ελάχιστη εμπειρία από την διεθνή πολιτική ή από την οικονομική πολιτική μετά το 1990 στην Ευρώπη και γενικότερα, γνωρίζουν ότι η στρατηγική αυτή που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα θα αποτύγχανε, όπως απέτυχε όπου δοκιμάστηκε. Όποιος θέλει ιδιαίτερα μαθήματα στο ζήτημα, ας αποταθεί στους Ρώσους οικονομολόγους ή σε κέντρα που μελέτησαν τις απανωτές πτωχεύσεις της Ρωσίας.
Η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό της πρόβλημα χρειάζεται πολύ χρόνο, πολιτική βούληση και την σύνθεση ενός κοινωνικού μοντέλου που δεν θα καταστρέψει τα δύο τρίτα της κοινωνίας. Όλα αυτά έχουμε εξηγήσει κατά καιρούς πώς θα μπορούσαν να γίνουν δίχως την διάλυση του κοινωνικού ιστού και με την προοπτική αναδιανομής προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Ο δείκτης Gini (εκφράζει αριθμητικά την ανισότητα, διακύμανση 0-1) που στην Ελλάδα αυτή την στιγμή σκαρφάλωσε στο περίπου 0,35, έχοντας ανοδικές τάσεις, θα πρέπει να περιοριστεί κάτω από 0,2 για να μπορούμε να μιλούμε για βιώσιμη ανάπτυξη σε κοινωνικές βάσεις. Και επ’ αυτού αναφερθήκαμε κάμποσες φορές. Λύση στην ελληνική κοινωνικο-οικονομική κρίση, που συνειδητά προκάλεσε το καθεστώς για να μην βιώσει την δική του κρίση και κατάρρευση, δεν μπορεί να δώσει κανείς άλλος πλέον εκτός από τον ίδιο τον λαό.
Παρότι απεχθάνομαι τα διλήμματα, το μόνο «δίλημμα» που νομίζω ότι θα έπρεπε να απασχολεί την κοινωνία των πολιτών, τους φορείς της αριστεράς και τον κάθε πολίτη ξεχωριστά, είναι αντικαθεστωτική κοινωνική και εκλογική σύμπραξη ή καθεστωτικές λύσεις. Ο πολίτης που δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτοί οι οποίοι προκάλεσαν το πρόβλημα και μηχανεύτηκαν μία δήθεν λύση, η οποία αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα δημιουργεί δεκάδες άλλα παράπλευρα, προφανώς είτε ανήκει σε αυτούς που «τα έβγαλαν» στην Ελβετία και αλλού, είτε αυτοπροσδιορίζεται ως «κοπρόσκυλο» κατά Πάγκαλο.
Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, εάν μιλούμε με όρους συνείδησης και αυτοσεβασμού, που θα έπρεπε να δομούν το ηθικό και κοινωνικοποιητικό πλαίσιο για την άσκηση οποιασδήποτε πολιτικής.
activistis