Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Στις κρίσιμες, στις οριακές ιστορικές στιγμές, οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ξανά τη γεωγραφία ή μάλλον συνδέουν τους τόπους με ένα καινούργιο νόημα. Στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ή των αντιαποικιακών αγώνων, πολλοί ξεδίπλωναν τον ευρωπαϊκό ή τον παγκόσμιο άτλαντα και καρφίτσωναν σημαιάκια που απεικόνιζαν την προέλαση ή την υποχώρηση των στρατευμάτων, την πτώση ή την ανακατάληψη των πόλεων και των οχυρών. Αλλες φορές, οι αυτόκλητοι στρατηγοί σχεδίαζαν επιτελικούς χάρτες στο στρατσόχαρτο του τραπεζιού της ταβέρνας, χάραζαν περίτεχνες διατάξεις μάχης και ας ήξεραν ότι οι υποδείξεις τους ποτέ δεν θα έφταναν στα αρμόδια αυτιά, ότι ο Κουροπάτκιν δεν θα στρεφόταν δεξιότερα.
Σήμερα μελετούμε ξανά τους χάρτες των χωρών και των πόλεων, μαθαίνουμε ξανά γεωγραφία. Φέτος γνωρίσαμε την πλατεία Ταχρίρ και τις γέφυρες του Νείλου, ενώ το 2003 βλέπαμε στην τηλεόραση τις γέφυρες του Τίγρη να φλέγονται και, το 1999, τα γεφύρια της Γιουγκοσλαβίας να ανατινάζονται. Και πριν καλά καλά η πλατεία Ταχρίρ αδειάσει, μια άλλη πλατεία, αυτήν τη φορά στο Μπαχρέιν, έρχεται με σφοδρότητα στο προσκήνιο: η πλατεία του Μαργαριταριού, στο κέντρο της οποίας δεσπόζει ένα πανύψηλο ακαλαίσθητο μνημείο με πέντε καμπυλόσχημους βραχίονες που υψώνονται προς τον ουρανό για να σμίξουν κάτω από μια λευκή σφαίρα (το μαργαριτάρι). Κατάληψη, ανακατάληψη, κραυγές, συνθήματα για την ελευθερία, νεκροί. Αοπλοι και μισθοφόροι, γυναίκες, παιδιά στους δρόμους. Με το αίμα των πιο νέων, με το αίμα των αμάχων γράφεται ξανά η ιστορία ενώ η πρωτεύουσα του Μπαχρέιν, η άγνωστή μας μέχρι χθες Μανάμα, παύει να είναι απλώς ένας τουριστικός ή επιχειρηματικός προορισμός, γίνεται κάτι άλλο, κάτι που ακόμη δεν έχει πάρει οριστική μορφή και όνομα.
Αιμάτινες κηλίδες απλώνονται ξανά στον χάρτη, στρέφουν το βλέμμα μας στην Τρίπολη, μια πόλη που βομβαρδίζεται από τα δικά της αεροπλάνα. Πώς το αδιανόητο γίνεται αληθινό; Πώς να τραγουδήσουμε ξανά «με τον αγέρα και με τ’ αγιάζι πάει μια μπρατσέρα για τη Βεγγάζη;» Πώς να παρακαλέσουμε τον Αγιο Νικόλα «στα πέλαγα όλα λουλούδια στρώσε»; Tο αίμα των άλλων γκρεμίζει όλα τα εξωτικά μας στερεότυπα για το Μισίρι και το Μαρόκο, για τις χίλιες και μία νύχτες, εξαερώνει τους νεόκοπους τηλεοπτικούς μύθους για τον Ονούρ και τη Σεχραζάτ.
Κατά καιρούς, κάποιες πόλεις γίνονται σύμβολα της θηριωδίας αλλά και της αντίστασης, όπως η Φαλούτζα, η πόλη των βομβών του λευκού φωσφόρου, όπως η ισοπεδωμένη Ραμάλα ή η μαρτυρική Γάζα – για να μην ανατρέξουμε στο πιο μακρινό παρελθόν, όπου ο κατάλογος μοιάζει ατέλειωτος. Και τώρα η Βεγγάζη, η Σύρτη, το Τομπρούκ, η Τρίπολη…
Είμαστε ασφαλείς, ζούμε στ’ αλήθεια στα μετόπισθεν; Η πρώτη γραμμή του μετώπου παίρνει σχήμα αμοιβάδας, δύσκολο να καταλάβουμε πού αρχίζει και πού τελειώνει. Ξέρουμε πώς και πού άρχισαν οι αναταράξεις, όμως κανείς δεν ξέρει προς ποια κατεύθυνση και με ποιους ρυθμούς θα εξαπλωθούν ή θα ξεθυμάνουν. Ψυχανεμιζόμαστε ότι αυτά που συμβαίνουν είναι οι σπασμοί μιας νέας εποχής που μπορεί να τη σημαδέψει είτε η τραγωδία είτε η απελευθέρωση από τον τύραννο μέσα κι έξω από τον άνθρωπο.
Αν αληθεύει ότι το οριστικό τέλος της Μεγάλης Υφεσης το έγραψε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, είναι φυσικό να αναρωτιόμαστε ποιος πόλεμος θα γράψει το τέλος της τωρινής παγκόσμιας κρίσης, ποιοι θα ’ναι οι άμαχοι και ποιοι οι εισβολείς. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν προσβλέπει ούτε σε στρατηλάτες ούτε σε επαγγελματίες ειρηνοποιούς, ενώ το να πούμε πως «ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς» φαίνεται ύβρις για εκείνους που με το αίμα τους τους καθιστούν ενδιαφέροντες.
kathimerini