Του Γιώργου Σταμάτη
καθηγητή Οικονομικής Θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Κάποιοι γνωρίζουν τις Νήσους Μπαικάν. Στο κράτος τους, όπως και σε πολλά άλλα κράτη,π.χ στο κράτος της Ελλάδας, δεν αρκούν τα φορολογικά και άλλα τακτικά του έσοδα για να καλύψει τις δαπάνες του. Έτσι, «αναγκάζεται» να δανείζεται. Πώς; Μεταξύ άλλων εκδίδοντας ομόλογα. Τι είναι ένα ομόλογο; Είναι ένα καλοτυπωμένο περίτεχνο χαρτί στο οποίο είναι αναγεγραμμένα η ονομαστική αξία, π.χ 100 αχιβάδες (η αχιβάδα είναι η νομισματική μονάδα των Νήσων Μπαικάν), η ημερομηνία έκδοσης,π.χ 01.01.2007, η ημερομηνία λήξης, π.χ 01.01.2019 (οπότε πρόκειται για δωδεκαετούς διάρκειας ομόλογο), και το επιτόκιο, π.χ 5% ανά έτος, του ομολόγου. Έστω ότι κάποιος πληρώνει την ημέρα έκδοσης αυτού του ομολόγου 100 αχιβάδες και αγοράζει ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 100 αχιβάδων. Στα χέρια του αυτό το ομόλογο είναι μια ομολογία οφειλής του κράτους των Νήσων Μπαικάν. «Ομολογεί» το εν λόγω κράτος στον κάτοχο αυτού του ομολόγου ότι για δώδεκα συναπτά έτης, αρχής γενομένης από το έτος 2007, θα του πληρώνει 5% της ονομαστικής αξίας αυτού του ομολόγου, δηλαδή 5 αχιβάδες, και ότι την 01.01.2019 θα του πληρώσει την ονομαστική αξία του ομολόγου, δηλαδή 100 αχιβάδες. Φανταστείτε αυτό το ομόλογο σαν ένα χαρτί αποτελούμενο από ένα στέλεχος («ταλόν») και από 12 κουπόνια («κούπονς»), δηλαδή κάτι σαν «γραμματόσημα», γύρω γύρω απ’ αυτό το στέλεχος. Στο τέλος κάθε έτους ο κάτοχος του αποκόπτει ένα «γραματόσημο», αυτό του παρελθόντος έτους, και το προσκομίζει στο κράτος ή σε μια από τις υποδειχθείσες από το κράτος τράπεζες και παίρνει τις 5 αχιβάδες τόκους αυτού του έτους. Κι αυτό επαναλαμβάνεται για 12 έτη. Μετά το πέρας και του 12ου έτους, δηλαδή την 01.01.2019, προσκομίζει και το στέλεχος και παίρνει 100 αχιβάδες.
Την έκδοση και τη διάθεση των ομολόγων του στο κοινό δεν τη διεκπεραιώνει όμως το ίδιο το κράτος, αλλά τις αναθέτει σε μια τράπεζα ή σε μια ομάδα τραπεζών, αντί αντιστοίχου αμοιβής, δηλαδή αντιστοίχου προμήθειας. Η ανάδοχος τράπεζα πωλεί το ομόλογο στο κοινό στην ονομαστική του αξία, δηλαδή στο λεγόμενο άρτιο.
Το παραπάνω ομόλογο είναι ένα ομόλογο σταθερού επιτοκίου, επειδή το επιτόκιο παραμένει σταθερό και ίσο με 5% ανά έτος και για τα 12 χρόνια της διάρκειας του.
Κάθε ομόλογο ονομαστικής αξίας π.χ 100 είναι ένας ανώνυμος τίτλος. Δύναται λοιπόν να μεταβιβαστεί. Έτσι λοιπόν το εν λόγω ομόλογο των 100 αγοραπωλείται στην αγορά και μάλιστα σε τιμή ίση, μεγαλύτερη ή μικρότερη των 100. Η τιμή του δηλαδή μεταβάλλεται. Γιατί και πώς μεταβάλλεται; Μεταβάλλεται συνεπεία των αναμενόμενων μεταβολών του επιτοκίου της αγοράς. Αν κάτοχοι του ομολόγου αναμένουν σημαντική άνοδο του επιτοκίου της αγοράς πάνω από το 5% ανά έτος που τους αποδίδει το ομόλογο τους, τότε λογικό είναι να θέλουν να πουλήσουν τα ομόλογα τους και να τοποθετήσουν τα χρήματα που θα πάρουν σε τοποθεσίες που αποδίδουν όχι 5% αλλά, ανα αυτό είναι το αναμενόμενο επιτόκο της αγοράς, 7%. Αν πολλοί από αυτούς βγουν να πουλήσουν τα ομόλογα τους, η τιμή τους θα πέσεις κάτω από το 100. Αλλά και κάτω από το 100, π.χ στα 99, θα πουλήσουν, διότι το 7% επί των 99 είναι προφανώς περισσότερα χρήματα ανά έτος απ’ ότι είναι το 5% επί του 100 που παίρνουν τώρα. Το αντίστροφο θα συμβεί αν η ίδια η αγορά αναμένει μείωση του επιτοκίου της αγοράς. Τότε πολλοί θα ζητούν για ευνόητους λόγους να αγοράσουν το εν λόγω ομόλογο με συνέπεια η τιμή του να ανέλθει πάνω από το 100.
Ακόμη λοιπόν κι αυτά τα ομόλογα σταθερού επιτοκίου είναι προφανώς ένα αντικείμενο συναλλαγής για τζόγο. Όχι φυσικά για τον οποιονδήποτε, αλλά μόνο για όσους έχους τις αναγκαίες γνώσεις για τις τεχνικές της συναλλαγής και εκτιμούν σωστά την εξέλιξη του επιτοκίου της αγοράς. Μπορείς λοιπόν ακόμη και μ’αυτά να «παίξεις», δηλαδή αγοραπωλώντας τα να κερδίσεις. Αυτό το γνωρίζει το κράτος των Νήσων Μπαικάν. Και «στολίζει» καταλλήλως τα ομόλογα που εκδίδει με σκοπό να αυξήσει τη ζήτηση τους, με σκοπό δηλαδή να τα αγοράζουν όχι μόνον απλώς αυτοί που θέλουν να τοποθετήσουν εντόκως και με ασφάλεια τα χρήματα ή ακόμη κι εκείνοι που θέλουν να τζογάρουν με κρατικά ομόλογα σταθερού επιτοκίου, αλλά κυρίως αυτοί που θέλουν να τζογάρουν ή να στήσουν «νόμιμες» κερδοφόρες κομπίνες. Λέει λοιπόν: Εγώ δάνεια θέλω (με καλούς βέβαια για μένα όρους), με τα ομόλογα που εκδίδω. Ό,τι είναι να παίρνω με τα ομόλογα σταθερού επιτοκίου τα παίρνω (εκτός κι αν, πράγμα που δεν επιθυμώ και για πολλούς λόγους δεν μπορώ να κάνω, αυξήσω σημαντικά το επιτόκιο που δίνω). Ποιοι τα αγοράζουν αυτά. Το ευρύ κοινό που θέλει να τοποθετήσει εντόκως και με ασφάλεια τα χρήματα του και κάποιοι τζογαδόροι. Αυτή η αγορά είναι λίγο-πολύ κορεσμένη. Εγώ όμως χρειάζομαι ακόμη σχετικά φθηνά δάνεια. Γιατί λοιπόν να μην εκδώσω και ομόλογα που απευθύνονται σε μια άλλη αγορά; Αποκλειστικά σε τζογαδόρους, αλλά κυρίως (όπως θα δούμε στη συνέχεια) σε κομπιναδόρους-κερδοσκόπους. Τι με νοιάζει ποιοι θα τα αγοράσουν; Εγώ δανεικό χρήμα χρειάζομαι. Το είπε και το έκανε. Και άρχισε να εκδίδει και τα λεγόμενα δομημένα ομόλογα. Τι είναι αυτά;
Έστω λοιπόν ένα τέτοιο δομημένο ομόλογο δωδεκαετούς διάρκειας. Αυτό είναι δομημένο συνήθως ως εξής: ας πούμε, τα δύο πρώτα χρόνια έχει σταθερή απόδοση π.χ 7% ανά έτος και τα επόμενα 10 χρόνια η ετήσια απόδοση του κυμαίνεται- εξαρτώμενη καθ’ορισμένο τρόπο από την εξέλιξη ορισμένων επιτοκίων της διεθνούς αγοράς- κατά τρόπο ο οποίος είναι μυστηριώδης για τους αδαείς και του οποίου οι ειδικοί μπορούν να εκτιμήσουν μόνο τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στην ετήσια απόδοση του ομολόγου. Προφανώς τα ομόλογα αυτά είναι ακόμη και για τους ειδήμονες, μια τοποθέτηση εξαιρετικά υψηλού ρίσκου.
Πότε εκδίδονται τέτοια δομημένα ομόλογα; Όταν η αγορά των ομολόγων σταθερού επιτοκίου που απευθύνονται στο ευρύ κοινό είναι κορεσμένη, αλλά το κράτος έχει δανειακές ανάγκες και θέλει να πλασάρει και άλλα ομόλογα στην αγορά. Σε ποιους να τα πλασάρει, αφού η αγορά του ευρέος κοινού αλλά και αυτών που τζογάρουν με ομόλογα σταθερού επιτοκίου είναι ήδη κορεσμένη; Μα μόνον σε τζογαδόρους ή σε κομπιναδόρους- κυρίως στους δεύτερους. Αυτοί θα τα αγοράσουν τότε μόνον, όταν έχουν προηγουμένως βρει και εξασφαλίσει τα θύματα, δηλαδή τους τελικούς αγοραστές στους οποίους θα τα πουλήσουν επικερδώς. Μα θα μου πείτε: Πού να βρουν ιύματα τα οποία έχουν να διαθέσουν τα αντιστοίχως μεγάλα ποσά; Πράγματι, δύσκολη η δουλειά. Το ευρύ κοινό ως υποψήφιο θύμα αποκλείεται. Πρώτον, λόγω της διασποράς του, δεύτερον, λόγω της ως εκ τούτου χρονοβόρας διαδικασίας θυματοποίησης του και τρίτον –ας μην ξεχνάμε- πρόκειται για απάτη και καλό είναι αυτή να μην εκτεθεί δημοσίως στον κίνδυνο αποκάλυψης της. Δύσκολη δουλειά. Αλλά εδώ έρχεται αρωγός το κράτος των Νήσων Μπαικάν. Γιατί; Μα για να κάνει τη δουλειά του, να βρει δηλαδή τα δανεικά που χρειάζεται. Και τι κάνει; Ψάχνει και βρίσκει στο στενό του περιβάλλον τα θύματα.
Ας δούμε λοιπόν στη συνέχεια μια συγκεκριμένη χαρακτηριστική περίπτωσηέκδοσης και πλασαρίσματος ενός δομημένου 12ετούς ομολόγου του κράτους των Νήσων Μπαικάν. Εκδίδει λοιπόν την1.1.2007 ένα 12ετές δομημένο ομόλογο ύψους 280 εκ. αχιβάδων. Η απόδοση είναι τα δύο πρώτα χρόνια 7% ανά έτος. Στα επόμενα 10 χρόναι η απόδοση ανά έτος εξαρτάται από πολλούς και διάφορους μεταβαλλόμενους παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι για μεν τους ειδικούς αστάθμητοι, για δε τους αδαείς όχι απλώς αστάθμητοι αλλά μυστηριώδεις. Οι ειδικοί γνωρίζουν ωστόσο, εν αντιθέσει προς τους αδαείς ότι η ετήσια απόδοση αυτών των τελευταίων 10 ετών θα είναι, ότι και να γίνει, πολύ χαμηλή. Ως εκ τούτου, μόνο στους αδαείς μπορούν να πλασαριστούν μετά τα πρώτα δύο χρόνια, αυτά τα ομόλογα. Αυτό φυσικά το γνωρίζει, ως ειδικός, η ανάδοχος τράπεζα που αναλαμβάνει να πλασάρει τα εν λόγω ομόλογα στην αγορά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πλασάρισμα, δηλαδή τη διάθεση, του ομολόγου στην αγορά ανέλαβε, εν γνώσει φυσικά των προαναφερθέντων, η μεγάλη διεθνής τράπεζα Norgam.
Η Norgam γνωρίζει βεβαίως ότι το ομόλογο είναι ως προς την απόδοση του μετά τα δύο πρώτα χρόνια επισφαλές και ως εκ τούτου και ως προς την αξία του επισφαλές. Δεν έχει λοιπόν κανένα λόγο να το αναδεχθεί την 1.1.2007 στην ονομαστική του αξία. Διότι σε ποιόν να το πλασάρει έστω και αφιλοκερδώς; Και γιατί να το διακρατήσει η ίδια μια δωδεκαετία, αφού δεν είναι αυτή η δουλειά της και ιδίως αφού γνωρίζει ότι η συνολική απόδοση του είναι επισφαλής, δηλαδή κατά πάσα πιθανότητα χαμηλή; Το αναδέχεται όμως, δέχεται δηλαδή να το αγοράσει πληρώνοντας τα 280 εκ. αχιβάδες και να το πλασάρει, επειδή ο εκδότης, δηλαδή το κράτος των εν λόγω νήσων, της έχει εξασφαλίσει το θύμα, δηλαδή τον τελικό αγοραστή. Δεδομένοι λοιπόν αυτού, λέει η Norgam: Ωραία! Αλλά εγώ τι θα κερδίσω; Διότι, όπως διαβάζουμε στον Τύπο, ο υπουργός Οικονομικών των νήσω δήλωσε ότι η Norgam αγόρασε το ομολογιακό δάνειο των 280 εκ. αχιβάδων χωρίς να πάρει προμήθεια
Κάτι πρέπει να κερδίσω κι εγώ, αφού δεν πήρα προμήθεια. Και προτείνει στο κράτος ένα, όπως το λένε οι ειδικοί, swap, δηλαδή μια ανταλλαγή. Λέει η Norgam στο κράτος:Αν αγοράσω το ομόλογο σου, θα έχεις να μου πληρώνεις σε καθένα από τα επόμενα δύο χρόναι 7% επί του ποσού του δανείου. Γιατί δεν απλοποιούμε το πράγμα; Εγώ, δηλαδή η Norgam, που θέλω να αγοράσω το ομόλογο σου, είμαι διατεθειμένη να παραιτηθώ από την απαίτηση μου να μου πληρώνεις τον επόμενο και τον μεθεπόμενο χρόνο 7% επί των 280 εκ. αχιβάδων αν μου πουλήσεις κάθε τεμάχιο των 100 του ομολόγου σου όχια στα 100 αλλά στα 100 μείον τους τόκους (7+7=14) αυτών των δύο πρώτων ετών, δηλαδή στα 86.
Γιατί το κάνει αυτό η Norgam; Διότι γνωρίζει ότι οι αποδόσεις των επόμενων 10 ετών είναι επισφαλείς. Συμφωνεί και το κράτος. Κι έτσι κλεινουν μια συμφωνία swap: η Norgam προεισπράττει τους σίγουρους τόκους των δυο πρώτων ετών και το κράτος της κάνει αντίστοιχο σκόντο στην αγορά του ομολόγου. Η Norgam το αγοράζει μετά από αυτό το swap όχι στα 100, δηλαδή στο άρτιο, αλλά στα 86. Κι έτσι, μετά από πολύ πάρε-δώσε κλείνεται η συμφωνία. Και η Norgam είναι έτοιμη τώρα να βγάλει τα ομόλογα των 100 στην αγορά. Πρέπει να τα τιμολογήσει. Λέει λοιπόν: Τα αγόρασα προς 86. Αλλά τόσο πάρε-δώσε με επί Οικονομικών και άλλων χαρτοφυλακίων υπουργούς των νήσων συζητήσεις και διαπραγματεύσεις μου κόστισαν κατιτίς. Το πουλάω λοιπόν το χαρτί όχι στα 86, αλλά ας πούμε στα 87. Αυτή είναι η τιμολόγηση της. Αλλά σε ποιόν να το πουλήσει; Διότι ό,τι γνωρίζει αυτή η ίδια το γνωρίζουν και οι γνώστες, δηλαδή ότι οι σίγουρες αποδόσεις των δύο πρώτων ετών έχουν προεισπραχθεί. Απομένουν μόνον οι άγνωστες και επισφαλείς και πάντως μειωμένες αποδόσεις των επόμενων 10 ετών. Γνώστης τζογαδόρος δεν αγοράζει τέτοιο αξιόγραφο σ’άυτή την τιμή. Μόνον καταλλήλως προετοιμασμένα θύματα το κάνουν. Αυτά είναι, όμως, ήδη σεσημασμλενα και προετοιμασμένα προ πολλού, όταν σχεδιαζόταν η έκδοση του ομολόγου.
Επισφαλές ή μη το ομόλογο- το σημαντικό εδώ είναι η τιμή του. Κι εγώ θα το αγόραζα, παρά την επισφάλεια του αν μου το δίνανε σε μια συφερτική τιμή. Το σημαντικό λοιπόν είναι η πραγματική τιμή του και όχι η τιμή των 87 στην οποία το τιμολόγησε , και η τιμή των 93 στην οποία, όπως θα δούμε, θα το πουλήσει(όχι στα θύματα) η Norgam. Και ποια είναι η πραγματική τιμή του; Μα δεν υπάρχει άλλη: η τιμή αγοράς! Εδώ όμως δεν υπάρχει ακόμα αγορά. Πώς θα δώσουμε ωστόσο στα τελικά θύματα την εντύπωση ύπαρξης της; Κάνουμε μια μικρή βόλτα το ομόλογο: η Norgam το πουλάει όχι στην τιμή που το τιμολόγησε ως γνώστης για γνώστες, δηλαδής τα 87, αλλά στα 93 στον Α. Ο Α είναι γνώστης αλλά παρ’ όλ’ αυτά το αγοράζει όχι στα 87 αλλά στα 93. Ο Α το πουλάει στον Β που είναι επίσης γνώστης και γνωρίζει ότι γνωρίζει ο Α, στα 102. Ο Β τα πουλάει στον Γ, ο οποίος είναι κι αυτός γνώστης όπως ο Α και ο Β για 103. Και ο Γ το πουλάει στον Δ, που κι αυτός είναι γνώστης, για 104. Και ο Δ το πουλάει για 106 σε σχεδόν όλα τα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης (είκοσι με τριάντα τον αριθμό), τα οποία τον είχαν επιφορτίσει αντί σχετικής νόμιμης προμήθειας με την αναζήτηση δυνατοτήτων επικερδούς τοποθέτησης των διαθέσιμων αποθεματικών του. Οι Α, Β, Γ και Δ είναι απ’ ότι διαβάζουμε στον ημερήσιο Τύπο των Νήσων των Μπαικάν,
τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρείες, δηλαδή γνώστες. Γνώστες; Μα τότε πώς αγόρασαν και οι τέσσερις υπερτιμημένα ομόλογα; Μα προφανώς επειδή όλοι έχουν προσυμφωνήσει και γνωρίζουν ότι ο Δ θα το πουλήσει, ακόμη πιο υπερτιμημένο στο τελικό θύμα, δηλαδή στα κοινωνικά ασφαλιστικά ταμεία, η αγοραστική επιθυμία των οποίων είχε εξασφαλισθεί, όπως προαναφέραμε, από το κράτος. Και θα ρωτήσετε: Γιατί να διαμεσολαβήσουν τόσοι πολλοί για να πιάσουν τον χάνο; Ο χάνος ήταν πιασμένος απ’ την αρχή. Μα δεν είναι μόνο να τον πιάσεις. Είναι και τι θα του πάρεις. Όσοι περισσότεροι διαμεσολαβούν, τόσο περισσότερα πληρώνει.
Και θα ρωτήσετε και πάλι: Μα γιατί, αφού τον έχουν, πρέπει οι διαμεσολαβούντες να είναι τόσοι πολλοί και ο χάνος να πληρώσει τόσα πολλά; Αυτά είναι δύο διαφορετικά ερωτήματα. Το πλήθος των διαμεσολαβητών είναι αναγκαίο για δύο λόγους. Αυτοί που διοικούν τους χάνους, δηλαδή τα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης, πρέπει, αν σκάσει η ιστορία, να έχουν κάτι να προβάλλουν όταν τους εγκαλέσει κάποιος ρωτώντας γιατί αγόρασαν όχι στα 87 αλλά στα 106,να μπορούν να πουν ότι εμείς αγοράσαμε στην τιμή αγοράς που ήταν εκεί γύρω στα 104-106 και ανοδική. Οι πολλοί λοιπόν που μπήκαν στο παιχνίδι έστησαν μια εικονική αγορά για να έχουν οι διοικούντες τους χάνους, όταν τους εγκαλέσουν, το πρόσχημα ότι αγόρασαν σε τιμές αγοράς.
Ο δεύτερος λόγος για το πλήθος των διαμεσολαβητών Α,Β,Γ,Δ είναι ο εξής: Η Norgam, ο Α,ο Β, ο Γ και ο Δ κέρδισαν πωλώντας υπερτιμολογημένο το ομόλογο αντιστοίχως στον Α, στον Β, στον Γ, στον Δ και στα ταμεία. Κι αυτοί που οργάνωσαν την κομπίνα και λάδωσαν τη μηχανή; Αυτοί να μην πάρουν κάτι από την Norgam, ή από έναν τουλάχιστον από τους ευεργετηθέντες; Όσο, στο πλαίσιο βέβαια της απάτης, περισσότεροι οι ευεργετηθέντες διαμεσολαβητές, τόσο πλουσιότερα τα ελέη τους για τους οργανωτές της κομπίνας, δηλαδή γι’ αυτούς που πήγαν τα ταμεία ως πρόβατα επί σφαγήν.
Εδώ λοιπόν πρόκειται για εναρμονσιμένη πρακτική καταλήστευσης των ταμείων, στην οποία συνέπραξαν με το αζημίωτο όλοι οι συμμετέχοντες: το κράτος, δηλαδή το κυβερνών κόμμα, η Norgam, οι Α,Β,Γ,Δ και οι διοικούντες τα ταμεία. Και τα λεφτά; Κάντε τον υπολογισμό…Eίναι πολλά. Αυτά, αυτά ποιος τα πήρε; Προφανώς τα διαμοιράστηκαν αυτοί που για ακόμη μία φορά συμμετείχαν και σε αυτή την καταλήστευση των Κοινωνικών Ταμείων, δηλαδή και το εκάστοτε κυβερνών κόμμα-συμμορία.
Κάποιοι στις νήσους πήραν χαμπάρι τι έγινε. Και έγινε σάλος στον Τύπο, στην κοινή γνώμη και στη Βουλή. Οι οργανωτές της ιστορίας και οι εμπλεκόμενοι είπαν: Δεν είναι η πρώτη φορά, μπόρα είναι, θα περάσει. Διαρκεί όμως. Και είπαν: Δεν κάνουμε σαν να τα μαζεύουμε. Και μάλλον τη βάλανε τη Norgam να πει: Αν έκανα κάτι που αντίκειται στους νόμους και τους κανόνες της αγοράς, το παίρνω πίσω. Πόσο αγόρασα το ομόλογο από το κράτος; Στα 86. Και πόσο το πούλησα στον Α; Στα 94. Το ξαναγοράζω λοιπόν από τον Α στα 93 και στη συνέχεια το επιστρέφω στο κράτος στα 86, στα οποία το αγόρασα. Ωραία πρόταση! Μα ο Α δεν έχει πλέον το ομόλογο. Το έχουν τα ταμεία. Αλλά και αν το είχε, θα μπορούσε να πει ότι, έτσι επειδή έτσι θέλει δεν το πουλάει πάλι στη Norgam. Διότι τίποτα επιλήψιμο ή κατά μείζονα λόγο παράνομο δεν έκανε. Αγόρασε ένα ομόλογο και το πούλησε. Το ίδιο ισχύει και για τους Β,Γ,Δ, οι οποίοι αγόρασαν και πούλησαν αυτό το ομόλογο αλλά εν τέλει και για τα ταμεία που το αγόρασαν και δεν το πούλησαν, Για να διεκπεραιωθεί το σενάριο της Norgam θα έπρεπε να συμφωνήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι, οι οποίοι θα έχαναν κάτι περισσότερο από τα κέρδη τους από όλη αυτή την ιστορία…κάτι που φυσικά ποτέ δεν έγινε…
Oποιαδήποτε ομοιότητα του παραμυθιού με πραγματικές καταστάσεις, την Ελλάδα, την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, την πολυεθνική τράπεζα Jp Morgan, και διάφορους απατεώνες της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη…Κατά τα άλλα, έχουμε όλοι ίσο μερίδιο ευθύνης για την πολυδιάστατη κρίση των ημερών μας
eagainst