Του ΘΩΜΑ ΤΣΑΤΣΗ
Στην Ελλάδα έχουμε μια περίεργη αντίληψη για τα πράγματα. Σπεύδουμε να αποδώσουμε ευθύνες για όλα τα δεινά και ν' αναζητήσουμε μερίδιο στις επιτυχίες. Είναι μέρος της νοοτροπίας που έχουμε ανατραφεί και αυτό.
Το τελευταίο διάστημα κάποιοι πολιτικοί, τυχαία ή στοχευμένα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, έχουν βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να ακούν γιουχαΐσματα, όπως ο Γιάννος Παπαντωνίου προχθές το βράδυ, να ασπρίζουν από τα γιαούρτια όπως ο Θόδωρος Πάγκαλος την Τετάρτη, αλλά και να δέχονται ανελέητα χτυπήματα, όπως ο Κωστής Χατζηδάκης τον περασμένο Δεκέμβριο.
Ανεξάρτητα από τους λόγους που κάθε φορά κάποιοι επιτίθενται κατά πολιτικών, υπάρχει η κοινή λογική. Τους πολιτικούς είτε τους ψηφίζεις είτε δεν τους ψηφίζεις. Δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για να τους αντιμετωπίσεις. Πολλοί, πιθανότατα οι περισσότεροι, συμφωνούν με τις φραστικές επιθέσεις γιατί υπαγορεύονται από ένα είδος αγανάκτησης για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα.
Για το σάπιο όμως δεν ευθύνονται μόνο οι πολιτικοί. Λίγο ή πολύ ευθύνονται όλοι. Οι πολιτικοί έχουν επενδύσει στις νοοτροπίες. Δεν τις έχουν εμφυσήσει.
Στην Ελλάδα, και δεν είναι νέο αυτό, παράγονται ελάχιστα. Σε μια χώρα που ο αγροτικός πληθυσμός έχει συνηθίσει για δεκαετίες στη μονοκαλλιέργεια, αυτό που καλλιεργούσαν πριν πενήντα χρόνια οι γονείς κάποιων το συνέχισαν οι ίδιοι μέχρι σήμερα. Τι κι αν το προϊόν δεν είναι ανταγωνιστικό; Υπήρχαν οι επιδοτήσεις. Για το μέλλον βλέπουμε, ας βρουν λύση οι πολιτικοί. Η Ελλάδα εισάγει από πατάτες έως πορτοκάλια. Δεν ανακυκλώνει τα σκουπίδια της και ψηφίζει την ίδια πολιτική εδώ και δεκαετίες. Εχει κάνει το Δημόσιο μικρό θεό και περιμένει τη μονιμότητα για να σωθεί. Φταίει ο κάθε Πάγκαλος γι' αυτό;
Κάθε απόφαση που λαμβάνει η σημερινή κυβέρνηση την καταγγέλλει η αντιπολίτευση, όπως γινόταν όταν οι αντίστροφες θέσεις. Ομως χρόνια τώρα εναλλάσσονται στην κυβέρνηση δύο κόμματα. Ποιοι τους ψηφίζουν;
Κρίση, κρίση, κρίση ακούς παντού και οι τιμές στα σούπερ μάρκετ δεν πέφτουν, ο καφές ξεκινά από τρία ευρώ και μία έξοδος για δύο άτομα, αν δεν τα ξεπερνάει, αγγίζει τα 100 ευρώ. Μετά τους Ολυμπιακούς του 2004, οι τουρίστες στην Αθήνα αντί να αυξάνονται κάθε χρόνο μειώνονται. Τι να κάνει κάποιος σε μια ακριβή και βρώμικη πόλη που δεν σέβονται οι πολίτες της;
Στην επαρχία οι πολίτες έχουν ευθύνες γιατί γνωρίζουν. Οπως γνωρίζουν ποιος μένει δίπλα τους, ξέρουν πού βρήκε τα λεφτά για να αγοράσει ακίνητα ο πρώην βουλευτής, ο πρώην νομάρχης, ο πρώην δήμαρχος. Αλλά δεν έχουν πρόβλημα να τον επαναφέρουν στην εξουσία στο μέλλον. Γιατί αυτός θα τους εγγυηθεί ότι θα τους βρει δουλειά στο Δημόσιο ή θα μεσολαβήσει για να τους δώσει φορολογική ενημερότητα ο έφορος αν και δεν τη δικαιούνται. Αυτά γίνονται στα μικρά μέρη και τα γνωρίζουν οι περισσότεροι. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στην πρωτεύουσα; Ποιος από τους δημότες της Αθήνας δεν γνώριζε, για παράδειγμα, το διακομματικό πάρτι στο ραδιόφωνο του Δήμου εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες;
«Δεξιοί», «κεντρώοι», «αριστεροί» εργάστηκαν ή απλώς περνούσαν κάθε 15 μέρες από το ταμείο για να εισπράξουν το μισθό τους. Το ραδιόφωνο του δήμου λειτουργούσε σαν μια άλλη ΕΡΤ. Εγινε υπερτροφικό και ζημιογόνο. Και αυτό το γνώριζαν όλοι. Ο εκάστοτε δήμαρχος μαζί με την αντιπολίτευση στο σύνολό της. Μαζί και οι πολίτες. Το στιγμάτισε κανείς αυτό το φαινόμενο ή όσοι διοικούσαν το δήμο έκαναν τους διορισμούς που...αναλογούσαν στο ποσοστό που έλαβαν; Οχι για να δώσουν δουλειά σε ανέργους, αλλά σε άλλους που είχαν δύο και τρεις δουλειές και θα μπορούσαν να τους προβάλουν και σε άλλα Μέσα.
Ο Παπαντωνίου, ο Πάγκαλος, ο Χατζηδάκης και όλοι οι πολιτικοί βρέθηκαν στη Βουλή γιατί κάποιοι τους ψήφισαν. Δεν έπεσαν από τον ουρανό. Είναι μέρος μιας πραγματικότητας που σε κάποιες περιπτώσεις είναι δυσάρεστη. Αλλά ένα μέρος αυτής της πραγματικότητας είμαστε και εμείς.
Ποια δημοσιογραφία;
Στις αρχές της δεκαετίας του '90 στο επάγγελμα της δημοσιογραφίας άνοιξαν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Τηλεοπτικοί σταθμοί και ραδιόφωνα προστέθηκαν στις εφημερίδες της εποχής. Η πλασματική ευφορία όμως δεν κράτησε ούτε 20 χρόνια. Πολλά ΜΜΕ, φούσκες εμφανίστηκαν, εκδότες της συγκυρίας διέπρεψαν, ενώ ο χώρος έπρεπε να προετοιμάζει το μέλλον του. Αυτή η είναι πιο δύσκολη περίοδος για τη δημοσιογραφία και τα επαγγέλματα που την αλληλοσυμπληρώνουν.
Και όλοι δείχνουν ανέτοιμοι για την επόμενη ημέρα, εκδότες και σωματεία. Το μέλλον του χώρου δεν ανήκει σε όλους.
Θα καταφέρουν να επιβιώσουν όσοι συνεχίσουν να κερδίζουν την εμπιστοσύνη του κόσμου. Οι υπόλοιποι; Θα φανεί στο μέλλον...
enet