Η δικτατορία της ασημαντότητας (μέρος δεύτερο)
Το πρόταγμα της αυτονομίας είναι μια δημιουργία της ιστορίας μας. [...] Αυτή η κληρονομιά της δικής μας παράδοσης, της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας δεν είναι η μόνη κληρονομιά. Έχουμε κι άλλη κληρονομιά: την Ιερά Εξέταση, τον σταλινισμό και τον ρατσισμό, όλα αυτά αποτελούν επίσης δημιουργίες. Μέσα από αυτήν την κληρονομιά διαλέγουμε το πρόταγμα της αυτονομίας και αντιπαλεύουμε με αυτό την κατάσταση της ετερονομίας… Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι μια πολιτική επιχείρηση σαν οποιαδήποτε άλλη. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο δια μέσου της αυτόνομης δραστηριότητας του κόσμου. Η δραματική απουσία αυτής ακριβώς της αυτόνομης δραστηριότητας είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή πραγματικότητα. …Στόχος της πολιτικής δεν είναι η ευτυχία, αλλά η ελευθερία. Την πραγματική ελευθερία (δεν ασχολούμαι εδώ με τη φιλοσοφική “ελευθερία”) την αποκαλώ αυτονομία. Η αυτονομία της κοινότητας, που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη ρητή αυτοθέσμιση και αυτοκυβέρνηση, είναι αδιανόητη χωρίς την πραγματική αυτονομία των ατόμων που απαρτίζουν την κοινότητα. Η συγκεκριμένη κοινωνία, που ζει και λειτουργεί, δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τα συγκεκριμένα,δρώντα,”πραγματικά” άτομα.
Η αυτονομία δεν είναι απλώς ένα πολιτικό σύστημα, αλλά ένα πρόταγμα, ανεξάρτητο από τετριμμένες ιδεολογίες. Ένα βασικό κομμάτι που μας κρατάει μακριά από ένα σύγχρονο αυτόνομο πολίτευμα είναι τόσο η παραπληροφόρηση από τα Μέσα Επικοινωνίας, όσο και η δυνατότητα του καπιταλιστικού συστήματος να δημιουργεί για την πλειονότητα των ανθρώπων και για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους την δυνατότητα να προσχωρήσουν σε αυτό.
Παραδείγματα αυτόνομων, αυτοθεσμισμένων αμεσοδημοκρατικών κοινωνιών υπάρχουν στη παγκόσμια ιστορία που αποδεικνύουν περίτρανα την ορθότητα της λειτουργίας τους. Ο τρόπος που οργανώθηκαν οι κολεκτίβες στην Καταλονία κατά την διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης, η Παρισινή κομμούνα, οι κοινότητες που δημιουργήθηκαν στα νησιά του Αιγαίου, αυτές των Ζαπατιστας του Μεξικο… Όλες αυτές οι κοινωνίες, με τον τρόπο που θεσμίστηκαν, κατάφεραν να επιλύσουν σημαντικά προβλήματα που ο σύγχρονος «εξορθολογισμένος» καπιταλισμός όχι μόνο δεν επιλύει, αλλά με τον τρόπο του, συμβάλει στον να τα αναδημιουργεί όλο και περισσότερο. Οι περισσότερες από αυτές τις κοινωνίες έληξαν με την βίαιη καταστολή, και ποτέ δεν κατέρρευσαν από μόνες τους, όπως για παράδειγμα o «υπαρκτός σοσιαλισμός» της Ανατολικής Ευρώπης.
«Κι αν ακόμα δεν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε»… πρόκειται για μια φράση που όπως πολλοί πιστεύουν ανήκει Βολταίρο, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Η φράση αυτή, λοιπόν, όσο ετερόνομη, χυδαία και προκλητική και αν ακούγεται, φέρει μια δόση αλήθειας. Εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη της κοινωνίας μας, την ανάγκη πίστης σε κάποιο φαντασιακό, την θεώρηση πως σε περίπτωση που δεν υπήρχε κάποια αρχή (θεός ή κράτος), τα πάντα θα έβγαιναν εκτός ελέγχου, κάθε μέτρο θα είχε χαθεί και θα βασίλευε ένα ανεξέλεγκτο χάος. Ο καπιταλισμός κατάφερε ώστε να απομακρύνει τον θεοκεντρισμό όπως ανέφερα στο πρώτο μέρος. Έτσι λοιπόν, στην σύγχρονη κοινωνία «ο φόβος της κόλασης» αντικαταστάθηκε από τον «φόβο της σύλληψης και φυλάκισης ενός παραβάτη», τους νόμους του κράτους και της πολιτείας που έχουν θεσπιστεί έτσι ώστε να παραχωρούν κάποιες ελευθερίες στις μάζες στο ελάχιστο δυνατό, και στο μέγιστο να προστατεύουν την ιδιοκτησία, τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και τις βάσεις του ίδιου του συστήματος που δεν είναι άλλες παρά η παραγωγή και ο ατομισμός προς όφελος των λίγων.
Αν κάποιος δουλεύει κατά παραγγελία ή κάτω από πίεση, μπορεί να θαυμάζουμε αυτό που κάνει, αλλά απεχθανόμαστε αυτό που είναι. Γιατί είναι μηχανή κι εμείς θέλουμε ανθρώπινους ανθρώπους. Το ίδιο λέει και ο Άνταμ Σμιθ που κατέκρινε έντονα τον κατακερματισμό της εργασίας. Στην αρχή του «Πλούτου των Εθνών» τον εξυμνούσε αλλά προς το τέλος κατέκρινε τον κατακερματισμό της εργασίας. Γιατί λέει πως αν τον αφήσουμε να συνεχιστεί οι άνθρωποι θα γίνουν εντελώς ηλίθιοι και άξεστοι. Γιατί θα έχουμε μόνο μηχανικές λειτουργίες κατ’ εντολή και σ’ ένα περιορισμένο χώρο. Και αυτό που είσαι, η ευφυΐα σου τ’ ανθρώπινα χαρακτηριστικά σου προέρχεται από τις εκλογές που σου προσφέρονται στο να εκτελείς παραγωγικές, δημιουργικές δραστηριότητες σ’ ελεύθερη συνεργασία με άλλους, αφού είμαστε κοινωνικά όντα αλλά όχι κάτω από μια εξωτερική πίεση. Κάθε πολιτισμένη κοινωνία πρέπει να το εμποδίσει αυτό.
(Νόαμ Τσόμσκυ «στα μονοπάτια της σκέψης»)
Ο Αμερικανός διανοητής λοιπόν αυτό που μας δείχνει είναι πως στην ουσία ο φιλελευθερισμός εξελίχθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που αρχικά προτάχθηκε. Την ίδια ήττα δέχθηκε επίσης και ο «Ορθόδοξος Μαρξισμός». Άλλωστε και οι δύο θεωρίες παρουσιάζουν μια μέγιστη κοινή ομοιότητα, είναι εξίσου παραγωγικοκεντρικές. Και τα δύο αυτά συστήματα είναι εξίσου ουτοπικά ως προς τους στόχους τους, ως προς τον στόχο -ειδικά- ότι «αντέχουν για πάντα ή ότι καλυτερεύουν», ή ότι «λειτουργούν σωστά».
Αυτή την εποχή ζούμε ίσως τον επιθανάτιο ρόγχο του καπιταλισμού, όπως άλλοτε εκείνον του «ορθόδοξου κομμουνισμού». (Η Αιγυπτιακή επανάσταση και οι εξεγέρσεις στην Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική άλλωστε το επιβεβαιώνουν). Αλλά η πραγματική ουτοπία, δεν είναι τόσο πολύ ο ίδιος ο καπιταλισμός, αλλά όπως υποστηρίζει ο Σλαβόι Ζίζεκ στο “Liberal Utopia”, η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να παραμείνει για πάντα φιλελεύθερος και δημοκρατικός.
Ο Τσόμσκυ, μολονότι καταφέρνει να ξεμπροστιάσει την κατάντια του καπιταλισμού, αδυνατεί να προσφέρει μια πιο γενική περιγραφή σχετικά με τις αντιλήψεις των ανθρώπων πάνω στην εργασιακή πραγματικότητα. Αναφορικά με την περίπτωση ενός μισθωτού σκλάβου διατυπώνει τα εξής, «μπορεί να θαυμάζουμε αυτό που κάποιος σκληρά εργαζόμενος κάνει, αλλά απεχθανόμαστε αυτό που είναι.» Το επιχείρημα αυτό δεν συνάδει πλήρως με την πραγματικότητα και από ότι δείχνει η διατύπωση του Τσόμσκυ βρίσκεται ως ένα βαθμό εγκλωβισμένη στην δική του ιδεολογική σφαίρα επιρροής. Το κοινωνικό φαντασιακό, στις περισσότερες Δυτικές κοινωνίες έχει απλώς μεταλλαχθεί. Οι αντιλήψεις του λοιπόν του «δούλευε και μην ερεύνα», «η εργασία είναι ευτυχία και υπερηφάνεια», τα λεγόμενα work etchics των Προτενσταντών και πουριτανών Αμερικανών συνεχίζουν να βασιλεύουν όχι στο όνομα του «θεού που τιμωρεί τους ακαμάτηδες», αλλά στο όνομα της αγοράς και της παραγωγικότητας.
Ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ως «ακαμάτη» οποιονδήποτε αρνείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την παραγωγή. Η έννοια της εργασίας έχει χάσει και αυτή την αρχική της έννοια, αν και το πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε πως ποτέ η κοινωνία δεν είχε ποτέ ταυτίσει την έννοια της εργασίας με αυτήν της προσωπικής ενασχόλησης και δημιουργικότητας.
Η λέξη εργασία πάντοτε σήμαινε «παροχή υπηρεσίας προς τους ισχυρούς» και στην ουσία, όπως οι προ-καπιταλιστικές κοινωνίες εξαρτώταν στο ακέραιο από τον πλούτο των φεουδαρχών, έτσι και τα σύγχρονα κράτη εξαρτώνται από την ισχύ των ντόπιων ελίτ. [4] Για παράδειγμα, οι καλλιτέχνες, οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, όλοι αυτοί που απασχολούνται με δραστηριότητες που δεν προσφέρουν κέρδη στην παραγωγή, συχνά αντιμετωπίζονται ως δεύτερης κλάσης εργαζόμενοι ή οι «τεμπέληδες»… Έτσι λοιπόν, οι εργασιακές συνθήκες και η χυδαιότητα των work etchics – ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού των Δυτικών κοινωνιών – καθρεφτίζουν τα επίπεδα ετερονομίας της κοινωνίας μας, μια ετερονομία χτισμένη πάνω σε απάνθρωπα φαντασιακά δημιουργήματα που η αμφισβήτησή τους και μόνο προκαλεί κοινωνικό στιγματισμό, απόρριψη, πλάθοντας και δημιουργώντας προκαταλήψεις. Συνεπώς κάνουμε λόγο και για ψυχολογική βία, κοινώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την δικτατορία της ασημαντότητας.
Η ιδέα και μόνο πως τα πάντα πηγάζουν από κάποια αρχή κρίνεται απαραίτητη από το σύνολο των ανθρώπων. Οι περισσότεροι σήμερα πιστεύουν πως «αν δεν υπήρχε η αστυνομία και το κράτος θα σεβόταν ο κόσμος τους νόμους»; Σε αυτό το ερώτημα απαντά η αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία, λέγοντας πως «τους νόμους τους θεσπίζουμε και τους αλλάζουμε εφόσον κρίνουμε πως πρέπει να αλλαχθούν». Παρομοίως το επαναστατικό κίνημα – που αναιρεί κάθε μεταφυσικό φαντασιακό – υποστηρίζει πως «τους νόμους τους θεσπίζει ο λαός και θα τους αλλάξει όποτε ο ίδιος αποφασίσει».
Στόχος της αυτονομίας είναι η εξασφάλιση συνθηκών που θα επιτρέπουν ισότιμη διαβίωση όλων των πολιτών, όχι μόνο φαινομενικά, αλλά και στην πράξη.
Το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημά βασίζεται περισσότερο στην παραγωγή, στο χρήμα. Ως χρήμα μπορούμε να ορίσουμε κάθε μονάδα υπολογισμού και μέσο κοινής αξίας που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση με σκοπό την αγορά αγαθών ή και υπηρεσιών. «Το χρήμα επιτελεί τρεις ρόλους στην οικονομία 1) Μέσο συναλλαγής: Μέσο συναλλαγής είναι οτιδήποτε γίνεται άμεσα αποδεκτό σαν πληρωμή. 2) Μονάδα μέτρησης: Σαν μονάδα συναλλαγής το χρήμα χρησιμοποιείται για την κατάδειξη τιμών και την καταγραφή χρεών. 3) Αποθήκευση αξιών: Σαν αποθηκευτής αξιών χρησιμοποιείται για μεταφορά αγοραστικής δυνατότητας από το παρόν στο μέλλον» [1] Στην αρχαιότητα, οι περισσότερες κοινωνίες είχαν καθιερώσει το ανταλλακτικό σύστημα συναλλαγής, όπου ο παραγωγός ενός προϊόντος αντάλλαζε τα προϊόντα του με αυτά κάποιου άλλου παραγωγού.
Η εμφάνιση του χρήματος, που τοποθετείτε περίπου 3.000 με 4.000 χρόνια πριν, αντικατέστησε αυτήν την μέθοδο, παρέχοντας μας έτσι μια ακριβέστερη μέθοδο συναλλαγής. Όμως, η απληστία και η ματαιοδοξία του σύγχρονου ανθρώπου, μέσα στο σύστημα της ανεξέλεγκτης αγοράς, συνέβαλε στο να υπερεκτιμηθεί το χρήμα τόσο πολύ, ώστε πλέον να αντικατασταθεί από αριθμούς. Για την ακρίβεια, μόνο ένα πολύ μικρο ποσοστό της τάξεως κάτω του 10% είναι «αληθινό» χρήμα. Το υπόλοιπο είναι απλά αριθμοί σε πιστωτικές κάρτες και τραπεζικούς λογαριασμούς που αυξομειώνονται αυθαιρέτως.
Επίσης, στη σημερινή οικονομία, μόνο το 2% των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο κατέχει περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου πλούτου, επισήμανε ο Ο.Η.Ε.
Tα στοιχεία της έρευνας, που δημοσιεύτηκαν το 2006 στην «Ημερησία», με τίτλο «H Παγκόσμια Κατανομή Πλούτου στα Νοικοκυριά» αποκαλύπτουν ότι το φτωχότερο ήμισυ του πληθυσμού της Γης μετά βίας κατέχει το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Όμως αυτή η έρευνα αφορά τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν ακόμη η οικονομική κρίση παρασύρει στην δύνη της ολόκληρη τη παγκόσμια αγορά, καταδικάζοντας δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενους στην ανεργία. Να φανταστούμε πως τα στοιχεία αυτά σήμερα θα έχουν χειροτερέψει. [3]
Το πετρέλαιο είναι η ρίζα πολλών οικονομικών αλλά και οικολογικών προβλημάτων. Μέσω της μονοπωλιακής και εκτεταμένης χρήσης του στην παραγωγή (είτε ως ενέργεια, είτε ως μέσο κατασκευής προϊόντων), το διεθνές κεφάλαιο καταφέρνει να ελέγχει μαζικά χώρες και πληθυσμούς. Όλες οι άλλες μορφές ενέργειας παραγκωνίζονται λόγω του ότι η χρήση του πετρελαίου στην αγορά προσφέρει αμέτρητα κέρδη στις πολυεθνικές. Οι χώρες που έχουν την ευκαιρία να χτίσουν μια οικονομία, είναι εκ των πραγμάτων καταδικασμένες να χειρίζονται για άλλη μια φορά από τρίτους.
Η Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι πρότυπο συνθηκών σε ότι αφορά τη χρήση φωτοβολταϊκών ως «η χώρα του Ηλίου και Αιολικής ενέργειας». Μονό η χρήση του αεροδρομίου Ελληνικού σαν Ενεργειακό πάρκο θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του μεγαλύτερου μέρους του λεκανοπεδίου χωρίς την αγορά σταγόνας πετρελαίου από πουθενά. Όμως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σκάνδαλο για την δικτατορία των πολυεθνικών. Δηλαδή, σε περίπτωση που οι Ελληνικές κυβερνήσεις αποφάσιζαν να καταφύγουν σε χρήση εναλλακτικών μεθόδων ενέργειας, θα στερούσε από τις πετρελαϊκές εταιρείες τα απαραίτητα για αυτούς έσοδα, μποϊκοτάροντας την Ελληνική οικονομία, με ολέθριες συνέπειες για ολόκληρο τον πληθυσμό. Συνεπώς, και λόγω των διεθνών συμβάσεων που έχει υπογράψει η Ελλάδα, όπως της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, είναι καταδικασμένη να καταφεύγει στην αγορά πετρελαίου από χώρες που το παράγουν άφθονο, και η διόρυξη τους ελέγχεται και κατευθύνεται από ισχυρά εξουσιαστικά κέντρα.
Οι φυσικοί πόροι είναι τα αγαθά που μπορούν να αντληθούν από τη φύση, όπως για παράδειγμα η ξυλεία, τα γεωργικά προϊόντα, τα χρήσιμα μεταλλεύματα… Αυτοί οι πόροι αποτελούν την βάση της βιομηχανικής ανάπτυξης.
Ας σκεφτούμε πως χειριζόμαστε έναν κήπο μαζί με άλλα 4-5 άτομα, μια κοινή γεωγραφική έκταση αποκλειστικά για καλλιέργεια που δεν ανήκει σε κανέναν περισσότερο από κάποιον άλλον, αλλά σε όλους το ίδιο. Η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί, μειώνοντας την ατομική δουλειά και ο καθένας θα έχει ένα ίσο μερίδιο στην σοδειά. Πολλαπλασιάζοντας αυτό το απλό παράδειγμα επί εθνικού/βιομηχανικού επιπέδου, όλων των παραμέτρων και πτυχών της σύγχρονης εποχής και διαιρώντας το αποτέλεσμα δια του αριθμού των πολιτών, αποκτάμε μια πραγματική οικονομία βασισμένη σε φυσικούς πόρους και όχι στην ατομική εργασία.
Σε αυτή την οικονομία δεν υπάρχει ανάγκη αντιπροσώπευσης κάποιας αξίας, μιας και το αντίτιμο είναι το ίδιο για όλους. Ακόμα και στην περίπτωση που το χρήμα δεν θα είναι εφικτό να καταργηθεί, τότε ως εναλλακτική χρήση θα μπορούσε να εφαρμοστεί η εξίσωση των μισθών, εφόσον σε όλους αναλογεί το ίδιο μερίδιο εργατοδουλειάς. Σύμφωνα με τη παραγωγή που πραγματοποιείται από τους πολίτες, έχουν όλοι δωρεάν το ίδιο ποσοστό από αγαθά στη διάθεση τους. Οι παραγωγοί από την άλλη, κάνουν απόσβεση του κόπου τους από τα αγαθά η υπηρεσίες που απολαμβάνουν από τους άλλους πολίτες.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε πως κανένα πολίτευμα δεν είναι ουτοπικό η ειδυλλιακό. Είμαστε υπεύθυνοι για οτιδήποτε πράττουμε. Τα πολιτεύματα είναι ανθρώπινα δημιουργήματα. Η καλύτερη ποιότητα ζωής που απολαμβάνουμε σήμερα, σε σύγκριση με 400 χρόνια πριν είναι μια απόδειξη πως η κοινωνία μπορεί να αλλάξει. Ας συγκρίνουμε τον τρόπο που ζούσε ένας μέσος Ευρωπαίος κατά την διάρκεια του μεσαίωνα με τώρα. Τι ήταν αυτό που άλλαξε τα δεδομένα; Απλώς οι συγκυρίες ή τα κινήματα που δημιουργήθηκαν και αποσκοπούσαν στην ανεξαρτητοποίηση της κοινωνίας από την εκκλησία και την απόλυτη κυριαρχία των βασιλιάδων και της εκκλησίας;
Ο περιορισμός της εξουσίας των φεουδαρχών, το δικαίωμα συμμετοχής της μεσαίας τάξης στο εμπόριο που πριν ήταν αποκλειστικά και μόνο προνόμιο των βασιλιάδων/φεουδαρχών, καθώς και ολόκληρη η κοινωνία εξαρτώταν από τον πλούτο του βασιλιά, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, ως αποτέλεσμα της φιλελευθεροποίησης της Δυτικής κοινωνίας και της κατάρρευσης του σκοταδιστικού θεοκρατικού συστήματος της Χριστιανικής εκκλησίας, η γέννηση του εργατικού κινήματος, οι συγκρούσεις με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, όλα αυτά καλλιέργησαν έφορο κλήμα για την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Μπορούμε συνεπώς εμείς οι ίδιοι να κατευθύνουμε τους εαυτούς μας σε ένα πολίτευμα δικαιότερο από αυτό που σήμερα βιώνουμε, και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο παρά ένα κοινωνικό σύστημα βασισμένο στο πρόταγμα της αυτονομίας.
______________________________
[1] Το Νομισματικό Σύστημα, Κεφάλαιο 27, Εισαγωγή στην Μακροοικονομική, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής. Ευτύχιος Σαρτζετάκης
[2] Θα πρέπει να τονίσουμε πως δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που με την καταστροφή του πλανήτη έχει διαταράξει τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Πολλές φορές το περιβάλλον, τείνει να αλλάζει από μόνο του. Μια τέτοιου είδους όμως μεταστροφή δεν πραγματοποιείται μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Χρειάζονται δεκαετίες ίσως και αιώνες, (αναλόγως των περιπτώσεων) προκειμένου κάτι τέτοιο να συμβεί. Αυτό μπορεί να μην αποτελεί άμεσα μια απειλή για μια ντόπια κοινωνία αλλά σίγουρα δεν θα πρέπει να παραμεληθεί, ώστε αποφευχθούν κάθε είδους δυσάρεστες συνέπειες.
[3] «Ως πλούτο οι ερευνητές ορίζουν την αξία της υλικής και άυλης περιουσίας μείον τα χρέη ενός νοικοκυριού, με άλλα λόγια, τη συνολική αξία των κεφαλαιουχικών στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους. O συνολικός πλούτος των νοικοκυριών έφτανε το 2000 (έτος στο οποίο αναφέρονται τα περισσότερα στοιχεία της έρευνας) τα 125 τρισ. δολάρια, δηλαδή περίπου τρεις φορές την αξία του παγκόσμιου AEΠ. Mια περιουσία της τάξεως των 2.200 δολαρίων ανά ενήλικο τοποθετούσε ένα νοικοκυριό μέσα στο 50% των πλουσιότερων νοικοκυριών από πλευράς κατανομής πλούτου. O πλούτος είναι συγκεντρωμένος στη Bόρεια Aμερική, την Eυρώπη και τις χώρες υψηλού εισοδήματος της Aσίας και του Eιρηνικού, περιοχές που συνολικά κατέχουν το 90% του παγκόσμιου πλούτου». Πηγή (in.gr)
«Παρατηρήστε το γράφημα τη δεκαετία 1960-1970, όπου οι μεγάλοι λαϊκοί αγώνες έχουν φέρει το λαό σε πολύ καλύτερη θέση – εξ ου και οι “καλές αναμνήσεις” του κόσμου από τα “Sixties” σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό-πολιτισμικό, ιδεολογικό). Πότε ήταν άραγε καλύτερα για τους λαούς; Οργανωμένοι όπως τότε με μεγάλους λαικούς αγώνες, ή έρμαια του εργοδότη όπως σήμερα; Το 2007, περίπου το 1/4 του συνολικού εισοδήματος στις ΗΠΑ κατέληξε στις τσέπες του 1% του πληθυσμού» (Βαθύ κόκκινο)
«Το 2000, στην Ευρώπη των «25», περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι (9% του συνόλου) αντιμετώπιζαν διαρκή φτώχεια. Το 2005, περίπου 19 εκατομμύρια παιδιά αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της φτώχειας στις 25 χώρες της Ε.Ε., ενώ το 2006, το 16% του συνολικού πληθυσμού της Ενωσης ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Σήμερα, περισσότεροι από 80 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και αδυνατούν να καλύψουν ακόμη και τις βασικές τους ανάγκες. Τι αποφάσισε να κάνει γι’ αυτό η Ευρώπη; Να προχωρήσει στην αναγνώριση του δικαιώματος των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Να φορτώσει στους πολίτες τη «συλλογική ευθύνη» που έχουν για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της περιθωριοποίησης και να τους προκαλέσει, μέσω της… ενημέρωσης, σε πολιτικές και δράσεις που αφορούν θέματα κοινωνικής ένταξης. Να προωθήσει, στα λόγια και όχι στα έργα, μια πιο συνεκτική κοινωνία, προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα που έχει μια κοινωνία στην οποία έχει εξαλειφθεί η φτώχεια και όπου κανείς δεν είναι καταδικασμένος να ζει στο περιθώριο». (enet.gr)
[4] Για παράδειγμα, δεν θα κατέρρεε η Ιρλανδική οικονομία αν οι Ιρλανδικές επιχειρήσεις δεν κατέρρεαν. Δεν θα πενταπλασιαζόταν η ανεργία μέσα σε δύο μόλις χρόνια αν οι Ιρλανδικές εταιρείες δεν αποφάσιζαν να περικόψουν προσωπικό προκειμένου να γλυτώσουν τα κέρδη τους. Παρομοίως οι φεουδαρχικές κοινωνίες ήταν υπό την εξάρτηση του πλούτου του βασιλιά ή του φεουδάρχη. Αν ένας γαιοκτήμονας που απασχολούσε δεκάδες αγρότες έβλεπε τον εαυτό του να βρίσκεται αντιμέτωπο με την οικονομική καταστροφή, θα έπραττε ακριβώς το ίδιο με τον μεγαλοεπιχειρηματία. Οι μόνες διαφορές είναι πως στην περίπτωση του φεουδάρχη, οι αγρότες θα ήταν αναγκασμένοι να δουλέψουν ακόμα περισσότερο κάτω από κάκιστες συνθήκες εργασίας που δεν διαφέρουν από την δουλεία, και πως στην περίπτωση των προ-καπιταλιστικών κοινωνιών, δεν συμμετείχε η μεσαία τάξη στο εμπόριο. Στην σύγχρονη κοινωνία, οι κανόνες εργασίας επιβάλουν τουλάχιστον κάποιον κατώτατο μισθό και κάποιες περισσότερο ανθρώπινες συνθήκες.