Oσοι προσπαθούν να διατηρήσουν το ξεπερασµένο µοντέλο ανάπτυξης, τον τελευταίο καιρό ασχολούνται πολύ µε το δηµόσιο χρέος. Και όχι µε το έλλειµµα. Λένε ότι το χρέος είναι τεράστιο, ότι συνεχίζει να µεγαλώνει, ότι οι θυσίες δεν αποδίδουν, ότι τα νούµερα δεν βγαίνουν. Αυτό που θέλουν να πουν είναι ότι αφού το χρέος είναι πρόβληµα που δεν αντιµετωπίζεται, τότε ας µην κάνουµε τίποτα για τα καθηµερινά ελλείµµατα, ας µη χρειαστεί δηλαδή να χάσουν αυτοί τα προνόµιά τους, ας µη σταµατήσει η σπατάλη του δηµόσιου χρήµατος.
∆εν είναι έτσι, βέβαια. Το δηµόσιο χρέος φυσικά µεγαλώνει αφού ακόµα κάθε χρόνο παράγουµε έλλειµµα. Αν δεν παίρναµε κι αυτά τα µέτρα που πήραµε πέρυσι, το χρέος θα ήταν ακόµα µεγαλύτερο. Όµως, το µεγάλο πράγµατι πρόβληµα του χρέους ευτυχώς δεν εξαρτάται µόνο από τις ενέργειες της ελληνικής πολιτικής τάξης, αλλά και της ευρωπαϊκής. Η ευρωπαϊκή κοινότητα δεν θέλει να χρεοκοπήσει µια χώρα της, δεν θέλει να διακινδυνεύσει την πιθανότητα ενός ντόµινο χρεοκοπιών. Θα αντιδράσει, όµως, αν η χρεοκοπηµένη χώρα µας αποδείξει ότι µπορεί να αντιστρέψει την πορεία, να ξεπεράσει τα προβλήµατά της και να πάψει να παράγει ελλείµµατα κάθε χρόνο. Έτσι γίνεται και στην πραγµατική ζωή. Αν µια επιχείρηση µπορέσει να ξαναγίνει βιώσιµη, ακόµα και αν έχει χρέη, έστω και µεγάλα, οι δανειστές της δεν έχουν συµφέρον να την κλείσουν. Αν η επιχείρηση αποδείξει ότι µπορεί να λειτουργήσει βιώσιµα, τότε οι τράπεζες επιµηκύνουν το χρόνο αποπληρωµής των δανείων, δέχονται καλύτερους όρους, οι εφορίες επιβάλλουν ευνοϊκές ρυθµίσεις, ώστε η οικονοµική µονάδα να συνεχίσει να λειτουργεί.
Το θέµα λοιπόν που µας απασχολεί, αυτό που εξαρτάται άλλωστε από εµάς, είναι ο περιορισµός του ετήσιου ελλείµµατος. Ακόµα κι αν δεχόµασταν την πρόταση της περίεργης σύµπλευσης ελληνικής Αριστεράς και αµερικανικών κερδοσκοπικών κεφαλαίων που δεν βλέπουν άλλη προοπτική εκτός από την άρνηση πληρωµής του χρέους και την άµεση πτώχευση, πάλι το έλλειµµα θα µας απασχολούσε. Γιατί έτσι ή αλλιώς, πρέπει να βρούµε τον τρόπο να ζούµε χωρίς τα δανεικά, που πια κανείς δεν θα µας δανείζει.
Και γι’ αυτό υπάρχει µόνο ένας τρόπος: Να περιορίσουµε τη σπατάλη του χρεοκοπηµένου δηµόσιου τοµέα και να προσπαθήσουµε να επιτύχουµε µια οικονοµική ανάπτυξη που θα παράγει όσα τουλάχιστον ξοδεύουµε. Αν για µια στιγµή κλείσουµε τα αυτιά µας στην καταστροφολογία των µέσων ενηµέρωσης, στη δακρύβρεχτη προπαγάνδα, τα συνθήµατα και αντιµετωπίσουµε απλώς την πραγµατικότητα, θα δούµε ότι το 2003 οι πρωτογενείς δαπάνες του κρατικού προϋπολογισµού έφταναν στα 31,319 δις και το 2009 είχαν εκτιναχθεί στα 64,429 δις. Στη διάρκεια δηλαδή της καραµανλικής εποποιίας των 5,5 χρόνων, οι δαπάνες του κράτους διπλασιάστηκαν. Για να έχουµε µια τάξη µεγέθους, µόνο το 2009 η δαπάνη του κράτους ήταν 10,4 δις παραπάνω από το 2008. Τα «απάνθρωπα µέτρα» του µνηµονίου που οδηγούσαν σε «εξόντωση την κοινωνία» απέβλεπαν σε µείωση της δαπάνης για το 2010 κατά 5,8 δις, το µισό δηλαδή της αύξησης της προηγούµενης χρονιάς.
Το ελληνικό κράτος δεν δανείζεται για να κάνει επενδύσεις, αυτό που αυξάνεται είναι οι καταναλωτικές δαπάνες του δηµοσίου. Στη διάρκεια των 3 τελευταίων ανέµελων δεκαετιών δηµιουργήσαµε ένα σύστηµα στο οποίο η µισή Ελλάδα σιτίζεται από το ευρύτερο δηµόσιο. Αυτό το σύστηµα έγινε εφικτό χάρις στη συνεχώς µεγαλύτερη αύξηση των κρατικών δαπανών, οι οποίες µε τη σειρά τους ήταν εφικτές µόνο λόγω των φτηνών επιτοκίων που εξασφάλιζε η ζώνη του ευρώ. Και αυτό το σύστηµα της κατανάλωσης µέσω του δηµόσιου δανεισµού η Αριστερά το ονοµάζει νεοφιλελευθερισµό…
Η Ελλάδα µπορούσε να επιτύχει το στοίχηµα. Κι άλλες χώρες έχουν αντιµετωπίσει προβλήµατα και τα έχουν καταφέρει. Οι χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισµού από διαλυµένες και µαφιόζικες οικονοµίες µέσα σε λίγα χρόνια µάς ξεπέρασαν. Η Γερµανία αντιµετώπισε την επανένωση µε την ανατολική Γερµανία, παρέλαβε µια χρεοκοπηµένη οικονοµία, έφτασε να έχει 5 εκατοµµύρια ανέργους και µέσα σε λίγα χρόνια έγινε η πρώτη εξαγωγική δύναµη του πλανήτη. Η Ελλάδα ξεκινάει από πλεονεκτική θέση, µε σκληρή δουλειά, µε ευφυείς λύσεις, µε κοινωνική ευαισθησία, µπορεί σε λίγο διάστηµα και χωρίς µεγάλες απώλειες να κάνει γρήγορα τις αλλαγές που θα βάλουν µπροστά την οικονοµία της και θα αναπληρώσουν το χαµένο εισόδηµα.
∆εν κάνουµε τίποτα απ’ όλα αυτά. Έχουµε ήδη χάσει τον πρώτο κρίσιµο χρόνο, τον καλύτερο για ριζικές αλλαγές. Αν κάποιος µάς παρατηρεί από απόσταση, θα ’χει µείνει έκπληκτος από τη δύναµη του ρητού «µωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι». Αντί η αντιπαράθεση να γίνεται ανάµεσα στις προτάσεις που θα φέρουν πιο γρήγορα τις αλλαγές, συζητάµε πώς θα τις αποφύγουµε. Ενάµιση χρόνο η οικονοµική ζωή της χώρας έχει παραλύσει, καθώς γραφειοκρατικές, κοµµατικές, συνδικαλιστικές, επαγγελµατικές οµάδες προσπαθούν να διατηρήσουν όσα πραγµατικά ή φανταστικά προνόµια τους είχε χαρίσει το ξοφληµένο σύστηµα. Το οποίο όµως έχει χρεοκοπήσει και δεν µπορεί έτσι κι αλλιώς να τα παρέχει πια. Η απίστευτη ανεπάρκεια του πολιτικού συστήµατος, ο κυρίαρχος λαϊκισµός, ο πολιτικός αναλφαβητισµός, η έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης κρατούν ολόκληρη την κοινωνία όµηρο να παρακολουθεί την πορεία προς τη χρεοκοπία, αγκυλωµένη σε ένα µοντέλο που δεν είναι πια εφικτό.
Αν η ελληνική κοινωνία δεν αποφύγει την πτώχευση και την επακόλουθη µακροχρόνια ύφεση και µιζέρια, δεν θα της φταίει ούτε το µνηµόνιο, ούτε η ευρωπαϊκή κοινότητα, ούτε το χρέος. Αλλά το γεγονός ότι όταν χρειάστηκε να δείξει τις ικανότητές της, ζωντάνια, ενεργητικότητα και δυναµισµό, αποδεικνύεται συντηρητική και γερασµένη. Μόνο δραµατικές αλλαγές µπορούν να µας βγάλουν από το φαύλο κύκλο.
athensvoice