Γράφει : ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης *
Μάλλον είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι πίσω από την οικονομική κρίση λανθάνει η κοινωνιολογική ή καλύτερα η ανθρωπολογική κρίση του νεωτερικού ατόμου, έτσι όπως δομήθηκε στην νεοελληνική αντιφατική εκδοχή του. Μάλιστα, οι απόψεις αυτές ακούγονται σαν ψίθυροι, μπροστά στον οδυρμό των οικονομικών και λοιπών αναλυτών, για την απώλεια της καταναλωτικής ευζωίας του νεοέλληνα ή στις ηθικιστικές κορώνες των δημοσιογράφων -γυμνασιακής γραφής- που μισθοδοτούνται από το κυρίαρχο σύστημα.
Εν τούτοις, είναι παρήγορο ότι την τελευταία περίοδο τίθενται πλέον ευθέως ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας, με τα προτάγματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της άμεσης δημοκρατίας αλλά και της εθνικής ανεξαρτησίας, να επανέρχονται στο προσκήνιο.
Είναι όμως ιλαροτραγικό ότι επιχειρούμε εκ νέου ως κοινωνία να εφεύρουμε ό,τι κατέχουμε ήδη –τουλάχιστον- από το τέλος του 18ου αιώνα.
Μπορεί δε να είναι και ματαιοπονία η προσπάθεια μας αυτή, αν συνεχίσουμε ανυποψίαστοι στην ιδέα πως ότι είναι ζητούμενο σήμερα, υπήρξε χθες βιωματική αλήθεια και σταθερή κατάκτηση του Λαού μας.
Στο άρθρο 2 του κανονισμού Δημογεροντίας της Καλύμνου, του έτους 1894 παρακαλώ, και μάλιστα υπό οθωμανική κατοχή, διαβάζουμε: «Προκειμένου περί ζητημάτων θιγόντων τα ανέκαθεν καθιερωμένα και ανεγνωρισμένα προνόμια του τόπου, η Δημογεροντία κατά τα ανέκαθεν κεκανονισμένα ουδεμίαν αρμοδιότητα έχει, μόνος δε αρμόδιος είναι ο Λαός της νήσου Καλύμνου, προς ον η Δημογεροντία οφείλει να αναφέρεται εν πάση τοιαύτη περιπτώσει και συμφώνως τη κοινή αυτού εγκρίσει ενεργεί νομίμως.
Άλλως πάσα οιαδήποτε μονομερής πράξης της Δημογεροντίας θέλει είσθαι όλως άκυρος, οι δε παραίτιοι αυτής Δημογέροντες είτε και Δημοτικοί Σύμβουλοι θέλουσιν είσθαι υπεύθυνοι απέναντι του Λαού, θα παύωνται αμέσως τις θέσεων των, και θα εκλέγονται κατά τα κεκανονισμένα υπό του λαού άλλοι αντ’ αυτών εν οιαδήποτε εποχή του έτους.»
Είναι προφανές: Ο Λαός (όπως και το Έθνος) δεν ταυτίζεται με το κράτος. Το κράτος επ’ ουδενί αυτονομείται από την κοινωνία. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ιδιοκτήτης του κράτους, αφού η Δημογεροντία «οφείλει με την κοινή έγκριση του Λαού να ενεργεί νόμιμα». Το κράτος δεν είναι «το μαγαζί του πατέρα τους». Το κράτος είναι το μαγαζί του Λαού. Ο Λαός είναι ιδιοκτήτης του κράτους και συμπεριφέρεται και πράττει απέναντι του όπως αυτός γουστάρει. Και αυτό συμβαίνει διότι αναγνωρίζεται ως de facto δεδομένη η ωριμότητα, η ενηλικίωση, του Λαού.
Ως εκ τούτου, ο Λαός αποφασίζει αν θα δανειστεί ή όχι και πόσο. Ο Λαός αποφασίζει αν θα προσλάβει ή όχι προσωπικό και σε ποιες θέσεις. Ο Λαός αποφασίζει τι θα αναπτύξει και πώς. Ο Λαός αποφασίζει αν θα γίνει δρόμος, από πού θα περάσει και πόσο θα κοστίσει, αν θα πληρώσει διόδια για να τον φτιάξει ή αν θα προσφέρει «κοινοτικά μεροκάματα» για να τον ολοκληρώσει. Ο Λαός αποφασίζει πόσος θα είναι ο φόρος που δεν θα υπολογίζεται ανά ανθρώπινο κεφάλι (κεφαλικός φόρος) αλλά ανά συλλογικότητα με βάση την αρχή της αλληλεγγύης (βυζαντινό αλληλέγγυον). Ο Λαός εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό με τις σχετικές κατανομές των δαπανών σύμφωνα με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες που ο ίδιος θέτει, απλά γιατί έτσι κάνει κέφι. Ο Λαός εγκρίνει και τον τελικό απολογισμό με βάση την εμπειρία του από τον τρόπο που ο ίδιος αποφάσισε να ξοδέψει τα χρήματα και τους πόρους του.
Η κοινωνία δεν είναι απλά ένα άθροισμα μεμονωμένων ατόμων, οι οποίοι απλά ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια για να εκλέξουν αυτόν που θα αποφασίζει γι’ αυτούς. Η κοινωνία δεν είναι μια κάποια σύμβαση συγκρουόμενων συμφερόντων, δεν είναι societas, δεν είναι εταιρεία. Η κοινωνία είναι αγαπητική συνύπαρξη ανθρωπίνων προσώπων. Η κοινωνία είναι ξεθέωμα και καθημερινό τρεχαλητό να βρεις γνησίως άκρη με την μαλακία του κάθε απέναντι άλλου, αλλά και με τη δική σου. Είναι κατόρθωμα, η κοινωνία, δεν είναι ούτε high, ούτε low society.
Το πολιτικό προσωπικό (και το σύστημα) δεν έχει καμιά αρμοδιότητα για ζητήματα που θίγουν τα «ανέκαθεν καθιερωμένα και ανεγνωρισμένα προνόμια του τόπου». Το πολιτικό σύστημα ασχολείται μόνο με την καθημερινή διεκπεραίωση των υποθέσεων του Λαού, το πολύ ως καλός λογιστής. Δεν είναι ούτε manager, ούτε Δ.Σ. ανωνύμου εταιρείας. Όποιος απ’ το πολιτικό σύστημα το «παίξει» manager που αποφασίζει μονομερώς –έστω κι αν έχει εκλεγεί- οι πράξεις του θα είναι εκ των προτέρων άκυρες –ακόμη και αν είναι προς το κοινό συμφέρον- ενώ ο ίδιος θα είναι υπεύθυνος απέναντι στο Λαό και θα παύεται αμέσως απ’ τη θέση του. Αμέσως δε, θα εκλέγεται άλλος στη θέση του, οποιαδήποτε εποχή του έτους κι αν είναι. Τελεία και παύλα. Ούτε αντιπροσωπεύσεις, ούτε κουραφέξαλα για πολίτες νήπια.
Η δυτικότροπη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν είναι τίποτα περισσότερο από «αιρετή τυρρανία». Γι’ αυτό και η συμμετοχικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα καλοστημένο άλλοθι, ένα καρότο για την κοινωνία, όμοιο με το καρότο της υποκίνησης και της συμμετοχής στα κέρδη στις μονδέρνες θεωρίες του management. Το θεμελιώδες χάσμα μεταξύ αυτού που αποφασίζει και αυτού που υφίσταται τις συνέπειες των αποφάσεων, διατηρείται αγεφύρωτο και στις δύο περιπτώσεις. Έχει απόλυτα δίκιο το αντιεξουσιαστικό κίνημα όταν ορίζει ότι «αν οι εκλογές άλλαζαν τα πράγματα θα ήταν παράνομες». Έχει απόλυτη επίγνωση ο Λαός μας όταν αρνείται να «συμμετάσχει», αφού «τίποτα δεν γίνεται». Και η δουλεία είτε νέτη-σκέτη καταναγκαστική, είτε μακιγιαρισμένη με ολίγην από χειραφέτηση, πάντα δουλεία θα είναι.
Γι’ αυτό και στα ελληνικά η μισθωτή δουλεία, θα είναι πάντοτε δουλειά και ποτέ work. Για τον ίδιο λόγο η ανεξάρτητη (sic) καθώς ορίζεται εργασία, θα είναι πάντοτε ζητούμενο μεγάλων τμημάτων του Λαού μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σήμερα ο δείκτης Μικρών και μεσαίων Επιχειρήσεων ανά χίλιους κατοίκους είναι στην Ελλάδα ακριβώς διπλάσιος του ευρωκοινοτικού Μέσου Όρου. Ακόμη και η λατρεία για μια θέση στην παρασιτική δημοσιουπαλληλία, υποκρύπτει συχνά τόσο μια βαθύτερη ανάγκη μετοχής στο κράτος μας, το κράτος ως ιδιοκτησία του Λαού, όσο και μια ανάγκη διαφυγής από τη καταναγκαστική δουλεία της μισθωτής σκλαβιάς στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Έτσι κι αλλιώς, το πελατειακό κράτος, το κράτος νταβάς, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της δυτικής κοσμοαντίληψης για το συλλογικό. Διορισμοί δημοτικών υπαλλήλων απ΄ το παράθυρο, γίνονται και εις Παρισίους. Διδακτορικοί τίτλοι σπουδών «πωλούνται» και στο LSE. Γερμανικές ήταν οι εταιρείες που διέφθαραν κρατικούς λειτουργούς.
Όμως, η ακαταμάχητη ισχύς του κράτους στη συνείδηση του δυτικού πειθαρχημένου νηπίου, επιτρέπει μια κάποια θεσμική λειτουργικότητα, αντίθετα με ότι συμβαίνει στον ελληνικό χώρο, όπου η αυτονόμηση του κράτους από την κοινωνία γεννά –φυσιολογικά- μια τυφλή επιθετικότητα. Είναι το πολιτικό σύστημα που «κλέβει» το κράτος από τον φυσικό ιδιοκτήτη του, το Λαό. Όσο ο Λαός αδυνατεί να πιστοποιήσει την «κλοπή», όσο αδυνατεί ακόμη και να την υποψιαστεί, θα επιτυγχάνεται η διαιώνιση της αντιπροσωπευτικής τυραννίας.
Είναι ριζικά διάφορη η νοηματόδοτηση που έχει στην αφετηρία της η ελληνική αντίληψη για το συλλογικό, από την αντίστοιχη νοηματοδότηση του κόσμου της νεωτερικότητας. Όταν οι δύο αντιλήψεις συγχέονται, τότε το κράτος «ιδιοκτησία της κοινωνίας», μπορεί να λεηλατείται με την ίδια πικρία, αυτοκαταστροφή αλλά και αθωότητα, που ένα παιδί καταστρέφει ένα παιχνίδι που κάποτε ήταν δικό του και τώρα βρίσκεται στα χέρια ενός μοσχαναθρεμμένου γειτονόπουλου, που το περιπαίζει μάλιστα για την απώλειά του.
Μέσα απ’ αυτήν την μηδενιστική αυτοκαταστροφή, αναδεικνύεται ίσως δριμύτερη, η δεύτερη σύγχυση. Το δεύτερο ασυμβίβαστο –σε ατομικό επίπεδο αυτή τη φορά- ανάμεσα στην ελληνική και στην νεωτερική αντίληψη για το υποκείμενο. Το δεύτερο θεμελιώδες ασυμβίβαστο, όσον αφορά στο νόημα –στο περιεχόμενο- της ελευθερίας. Ο δυτικός άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί την ελευθερία ως κάτι περισσότερο από την ιδιωτική ελευθερία επιλογής. Ίσως μόνο στις κρίσιμες οριακές επαναστατικές στιγμές του, κάτι να ψυλλιάστηκε. Ο «ελβετόψυχος» άνθρωπος-επιλογέας απολαύσεων, δεν πήρε ποτέ χαμπάρι την ελευθερία ως κατάργηση της χρείας, ως ανυπακοή στην τυφλή ανάγκη.
Η εθελούσια μητρική θυσιαστική αυταπάρνηση, η θεληματική αυτοκατάργηση των αναγκών μιας μάνας ως κορύφωση απελευθέρωσης, δεν συναντάται παρά μόνο στα εγχειρίδια ψυχολογίας της δυτικής κουλτούρας. Η τραγωδία της Αντιγόνης συγκινεί το δυτικό κοινό ως συναισθηματική σύγκρουση, όχι ως άσκηση προσωπικής ελευθερίας έναντι του κράτους. Η φράση «τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια» ή «η ξένη δούλεψη είναι κατάρα» είναι προτάσεις άνευ λογικού περιεχομένου στη δυτική κοσμοαντίληψη. Η κοινωνική ελευθερία ως κατόρθωμα κοινωνίας και όχι ως ταξική συγκρουσιακή διεκδίκηση είναι ακατανόητη στην νεωτερικότητα.
Ακριβώς γιατί η ελευθερία –στη Δύση- δεν μπορεί ποτέ να ιδωθεί ως αδιαμεσολάβητη κίνηση του ανθρώπινου αυτεξούσιου. Η ελευθερία του κατηγορούμενου διαμεσολαβείται όπως ορίζει το νομικό και κανονιστικό σύστημα-«πολιτισμός». Η ελευθερία του φορολογούμενου πολίτη διαμεσολαβείται μέσω του φορολογικού συστήματος. Απαράλλαχτα, όπως η πολιτική διαμοσολαβείται μέσω του πολιτικού συστήματος. Η πληροφορία διαμεσολαβείται μέσω πολυδαίδαλων συστημάτων επικοινωνίας. Παντού και πάντα λογής διαμεσολαβητές λειτουργούν για λογαριασμό του κάθε ανεπανάληπτου ανθρώπινου προσώπου. Αυτή η διαμεσολάβηση οικοδομεί εν τέλει και το αισχρό πελατειακό κράτος, ως κατάντημα των διαδικασιών διαμεσολάβησης.
Ο ίδιος ο πολίτης άσχετος με τον διπλανό του, διαμαρτύρεται συχνά για αυτό το κατάντημα, ανυποψίαστος για την πιθανότητα μιας αδιαμεσολάβητης σχέσης με τον απέναντι Άλλο. Για εκατοντάδες χρόνια, ο Λαός μας δεν είχε μάθει με τόσους διαμεσολαβητές κι όταν μας επιβλήθηκαν στανικά ως θεσμικό πλαίσιο, τους βάλαμε γρήγορα στη θέση που πραγματικά τους άξιζε ως μεσάζοντες. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που «φορτώσαμε» τις ρουτίνες και τις διαδικασίες με δεκάδες παράπλευρα υποσυστήματα και άπειρες διαμεσολαβήσεις. Η διογκωμένη ελληνική γραφειοκρατία προέκυψε -όχι μόνο ως μηχανισμός κρατικής κυριαρχίας αλλά και- ως ατομική αντίσταση στο διαμεσολαβητικό σύστημα κυριαρχίας που έστησε η δυτική κοσμοαντίληψη. Ο θυρωρός που διαμεσολαβεί για λογαριασμό των ενοίκων αντιστέκεται -με τον τρόπο του- στη κυριαρχία των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας.
Ακόμη και ο έρωτας διαμοσελαβείται μέσα από σεξολόγους, συγγραφείς συνταγών ευτυχίας, δικαστές, δικηγόρους, συγγενείς και άλλες τσατσάδες, που διεκπεραιώνουν καθημερινά την έκπτωση της χαριστικής αυτοαπαραίτησης σε ηδονιστική χρησιμοθηρία. Κάνουν τον έρωτα σεξ, για να εκπέσει η σχέση στο επίπεδο της απλής συσχέτισης. Να υποταχθεί η ελευθερία στο ορμέμφυτο της σεξουαλικής ανάγκης. Όπως έκαναν το φαγητό fast food, για να υποταχθεί η ελευθερία της ενσωμάτωσης του Κόσμου, στο ένστικτο της πείνας.
Η τραγική αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος της ελληνικής κοσμοαντίληψης κλείστηκε αιφνίδια και σκόπιμα στο επιχρυσωμένο κλουβί της ιδιωτικής ελευθερίας. Ένας περιφραγμένος χώρος όπου μέσα είσαι ελεύθερος να κάνεις ότι θέλεις. Ένας πίθηκος θα το υποστεί. Ένα νήπιο θα το αντέξει. Ένας ελεύθερος άνθρωπος θα το κάνει μπουρδέλο. Έξω από το κλουβί, στο μεγάλο πεδίο της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας, εκεί όπου σε σχέση με τον Άλλο, συγκροτείται το ανθρώπινο πρόσωπο, εκεί όπου πιστοποιείται η υποκειμενική ετερότητα, εκεί όπου βεβαιώνεται το ανεπανάληπτο και μοναδικό της ύπαρξης, η προσωπική σχέση μεταξύ των πολιτών υποκαταστάθηκε από τη συσχέτιση δικαιωμάτων και μεσολαβητών.
Εκεί όπου «απαγορεύτηκε» να λειτουργεί η ριψοκινδύνευση της προσωπική σχέσης, της μετοχής, εκεί παραχωρήθηκε η περιχαρακωμένη ασφάλεια του δικαιώματος. Έτσι, έμεινε το δικαίωμα της απεργίας, για παράδειγμα, να ντουφεκιέται –χαράκωμα με χαράκωμα- με το δικαίωμα της εργασίας. Το δικαίωμα μου να περπατώ, σε σύγκρουση με το δικαίωμα σου να παρκάρεις. Η σύγκρουση, σφοδρή και αέναη, γεννά πάντα την αναγκαιότητα του μεσολαβητή. Μην τσακώνεστε νήπια, το σύστημα διαιτησίας των συγκρούσεων είναι εδώ σαν καλός πατερούλης, να σας λύσει το πρόβλημα. Ο “μπάτσος” προβάλλει στον ορίζοντα.
Κι’ όμως υπήρξε καιρός –σ’ αυτήν εδώ τη γεωγραφία- όπου η ελευθερία οριζόταν μόνο ως τρίπτυχο ιδιωτικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής ελευθερίας. Κάθε όρος του τρίπτυχου ήταν αναγκαία, αλλά όχι και ικανή –από μόνος του- συνθήκη ελευθερίας. Η αυτορύθμιση ήταν εδώ και λειτουργούσε. Προφανώς μια τέτοια νοηματοδότηση της ελευθερίας, δεν μπορεί επ’ ουδενί να αφορά νήπια. Αφορά αποκλειστικά και μόνον σε πολίτες που δεν αρνούνται τη ριψοκινδύνευση της ενηλικίωσης. Σε πολίτες που δεν φοβούνται να Ερωτεύονται.
Γι’ αυτό και κατέστη τελικά ανέφικτος ο εξευρωπαϊσμός της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Πρόκειται για μη συμβατές νοηματοδοτήσεις τόσο σε επίπεδο συλλογικού όσο και ατομικού. Το μέγιστο ερώτημα που ανακύπτει, είναι τι θα συμβεί σ’ ένα τρόπο σάρκωσης της ζωής, σ’ έναν ανθρωπολογικό τύπο που συστήνει αυτόν τον τρόπο, αν μέσα σε μια νύχτα –που κρατάει ακόμη- αποκοπούν οι δύο από τους τρεις όρους ελευθερίας και αφεθεί ως αποκούμπι μόνο η ιδιωτικότητα (ή μάλλον ιδιωτεία) της ελευθερίας του κλουβιού; Τί θα συμβεί αν σακατέψουν την ιδιοπροσωπεία ενός Λαού για να του «φορέσουν με το ζόρι τα βαφτιστικά ρουχαλάκια του» επειδή αυτά ταιριάζουν γάντι στους ίδιους και στις ανάγκες τους για κυριαρχία; Τι «παράγεται» από την ετσιθελική ανάμιξη μη συμβατών προτεραιοτήτων ζωής;
Κοιτάξτε γύρω σας…Το φρακενσταϊνικό μόρφωμα του νεοέλληνα σακάτη-παλιάτσου είναι πανταχού παρόν. «Ντύθηκε τα στενά» κατήγγειλαν οι αγωνιστές του ’21 όσους ακολουθούσαν φραγκοφορεμένοι το δυτικό μπούσουλα. Και δεν εννοούσαν μόνο την ενδυμασία. Υπαινίσσονταν κυρίως την αποπνέουσα οργανωσίλα ευζωία του στενού «κελιού», στον αντίποδα της βιωμένης ελληνικής ευρυχωρίας των ρούχων τους και όχι μόνο.
Πολύ περισσότερο, τι θα συμβεί αν καταγγείλουν κατ’ επανάληψη έναν Λαό για τη στενότητα των ενδυμάτων που οι ίδιοι του φόρεσαν; Τι θα συμβεί αν τον περιγελάσουν κι από πάνω;
Περιμένετε και θα δείτε…
“Δεν θα πιθηκίζουμε για πολύ το μπουσούλισμα της Εσπερίας. Υπάρχει και το όρθιο βάδισμα”… και ίσως ήρθε η ώρα να το ανακαλύψουν κι αυτοί.
Υ.Γ. Μοναδική ελπίδα του Λαού μας, η αποκατάσταση της τριαδικότητας της ελευθερίας, με την αναγέννηση της κοινωνικής ελευθερίας (κατάργηση της εργασιακής εξάρτησης ανθρώπου από άνθρωπο) και την παλινόρθωση της πολιτικής ελευθερίας με την εφαρμογή του αριστοτελικού αξιώματος «μη άρχεσθαι υπό μηδενός» . Δηλαδή, άμεση, δίχως μεσάζοντες, σχέση των πολιτών.Τότε και μόνον τότε, και η ιδιωτική ελευθερία θα εγκαταλείψει οριστικά το παρασιτικό πανωφόρι της και το κόκκινο φωτάκι έξω απ’ την πόρτα του τόπου μας θα σβηστεί οριστικά. Δεν έχουμε παρά να πετάξουμε από πάνω μας τα αποφόρια που μας ανάγκασαν να φορέσουμε. Έτσι κι αλλιώς τώρα μας τα γυρεύουν να τα επιστρέψουμε εντόκως.
* O Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι Οικονομολόγος
tonoikaipnevmata