Του Άγη Βερούτη
Πριν καμιά δεκαριά μέρες μιλούσα με ένα γνωστό μου βιοτέχνη. Η δουλειά του έχει πέσει πολύ τον τελευταίο καιρό, και εκεί που απασχολούσε είκοσι άτομα προ διετίας, σήμερα έχει μείνει με τρία. “Τελικά δουλεύω για να πληρώνω ΦΠΑ, φόρους, περαιώσεις και έκτακτες εισφορές, είτε έχω δουλειά είτε όχι. Δε βγαίνει έτσι” μου είπε.
Μετά από λίγο η κουβέντα ήρθε στο πώς φτάσαμε εδώ. “Ήταν αναπόφευκτη η διάλυσή μας σαν χώρα” είπε. Νέος, πριν τριάντα χρόνια, δούλευε πωλητής στην Πειραϊκή-Πατραϊκή. Όταν η εταιρία πέρασε στα χέρια του κράτους, τον φώναξε ο νέος διευθυντής του (που ήταν κομματικοποιημένος στο ΠΑΣΟΚ) και τον ρώτησε πόσα χρήματα έπαιρνε. Φοβούμενος την επικείμενη απόλυσή του, καθώς αυτός ήταν συνδικαλισμένος με τη ΝΔ, είπε πως έπαιρνε 20.000 δραχμές το μήνα μισθό, και 10.000 δραχμές οδοιπορικά για την χρήση του δικού του αμαξιού στα ταξίδια που έκανε για την εταιρία. Ο νέος διευθυντής τότε του ανακοίνωσε ότι θα του διπλασίαζε το μισθό στις 40.000 δραχμές το μήνα, και τα οδοιπορικά στις 20.000 δραχμές το μήνα.
Μόλις το μετέφερε στη γυναίκα του εκείνη χάρηκε εξίσου για την αύξηση όσο και για το ότι δεν τον απέλυσαν, και του είπε μάλιστα ότι στο εξής θα ψηφίζουν και εκείνοι ΠΑΣΟΚ. Φυσικά ο γνωστός μου ήταν τυχερός που ήταν απλός πωλητής. Όσοι είχαν θέση έστω και ελάχιστης ευθύνης μπήκαν στο “ψυγείο”. Πέντε χρόνια μετά από το περιστατικό η Πειραϊκή-Πατραϊκή πτώχευσε. Οι υπάλληλοί της ήταν από τους τυχερούς, μου είπε ο γνωστός μου, διότι πήραν και αποζημίωση. Οι συνάδελφοί τους στην “Αιγαίο” δεν πήραν σχεδόν τίποτε.
Αντίστοιχα πολυάριθμες εταιρίες με δεκαετίες ανθηρής επιχειρηματικής δραστηριότητας κρατικοποιήθηκαν για να περάσει η διοίκησή τους σε κομματικούς συνδικαλιστές-αφισοκολλητές αποφοίτους δημοτικού, συνεπικουρούμενοι από πολιτικούς αδιάφορους για την οικονομική πορεία της χώρας. Ο παραγωγικός ιστός της χώρας διαβρώθηκε και η χώρα αποβιομηχανοποιήθηκε. Τα ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό επί δραχμής μπαλώνονταν με εκτύπωση (εκτοξεύοντας φυσικά τον πληθωρισμό και τα επιτόκια), ενώ από το ευρώ και μετά με ασύδοτο δανεισμό.
Η συνταγή της καταστροφής ήταν σχετικά απλή: μια μεγάλη βιομηχανική εταιρία είναι λογικό να παίρνει δάνεια, αν μη τι άλλο προκειμένου να επενδύσει σε μηχανολογικό εξοπλισμό τον οποίο κατόπιν αποπληρώνει με τα κέρδη που προσφέρει η χρήση του νέου αυτού εξοπλισμού. Ο οικονομικός προγραμματισμός υπαγορεύει ότι όταν μια βιομηχανία δανείζεται μακροπρόθεσμα με κάποιο επιτόκιο (π.χ., 10%) και πριν αποπληρώσει το δάνειο το επιτόκιο διπλασιαστεί, τότε η επιχείρηση θα δυσκολευτεί να πληρώσει τα δάνεια και θα καταστεί προβληματική. Όταν δεν ήταν εφικτό να πάρει τον έλεγχο το κράτος με την αύξηση των επιτοκίων, τότε συχνά επιστρατεύτηκαν οι κρατικές τράπεζες για να ανακαλέσουν εξυπηρετούμενα δάνεια προκειμένου να καταστήσουν προβληματικές τις ως τότε υγιέστατες επιχειρήσεις.
Έτσι βαφτίστηκαν προβληματικές πολλές βιομηχανίες, και οι κυβερνήσεις τις “κρατικοποίησαν” στο όνομα της κοινωνίας, νοώντας ως κοινωνία τους κομματικούς αφισοκολλητές τους, με σημαία τον λαϊκισμό και την κομματική πελατεία. Οι συνδικαλιστές πήραν στα χέρια τους την εξουσία κι έκτοτε οι πολιτικοί απλά υπηρετούν τις οδηγίες τους προκειμένου να επανεκλεγούν.
Στην τάξη των συνδικαλιστών προσετέθησαν οι συντεχνίες των ευγενών προστατευόμενων επαγγελμάτων (φαρμακοποιοί, γιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, κλπ), οι οποίοι ζουν πολυτελώς εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας.
Με νόμους φτιαγμένους με το σκεπτικό της συνδιαλλαγής του πολίτη με τους πολιτικούς και τους δημοσίους υπαλλήλους, η αυτόκλητη “δύναμη της αλλαγής” πήρε όμηρο ολόκληρη την Ελλάδα. Απήγαγε την οικονομική δραστηριότητα των μεγάλων επιχειρήσεων, απήγαγε τη δημόσια υγεία και την παιδεία, απήγαγε την οικοδομική δραστηριότητα με την επιλεκτική αδειοδότηση βάσει απόφασης πολεοδόμων και απουσίας κτηματολογίου και οικιστικού σχεδιασμού, απήγαγε το κράτος ολόκληρο και κατάργησε κάθε είδους χρηστή δημόσια διαχείριση. Απήγαγε ακόμα και την ίδια αυτή την δικαιοσύνη, και τελικά και τα ίδια τα κομματικά παιδιά της, τους βουλευτές, υποβιβάζοντάς τους σε απλούς Yes-men.
Μια ολόκληρη κοινωνία είναι όμηρος της μειοψηφίας των βολεμένων. Εκείνων που βολεύτηκαν εξανδραποδίζοντας την βιομηχανία, την οικονομία, τις αξίες και τις παραδόσεις της Ελλάδας. Εν εξελίξει είναι και η αποβιοτεχνοποίηση της χώρας, το τελευταίο προπύργιο της οικονομίας, όπου πολλές δεκάδες χιλιάδες βιοτεχνίες σαν του γνωστού μου θα κλείσουν στους επόμενους λίγους μήνες, κάτω από την ασφυξία της αφαίμαξης του κράτους.
Είναι καιρός να τελειώνει αυτή η ομηρεία από συνδικαλιστές και βολεμένους. Τίποτε δεν θα τελειώσει αν δεν το απαιτήσουμε, και αν δεν απαιτήσουμε να επέλθει ο ορθολογισμός και συνεχίσουμε να είμαστε πρόβατα τότε σίγουρα ο λύκος θα συνεχίσει να μας τρώει, όπως τρώει από τις σάρκες μας εδώ και 30 χρόνια.
capital