Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ταυτισμένο το «σώμα» του ελληνικού λαού με τα πάθη του Χριστού, ταυτισμένο και με την ελπίδα της Ανάστασης Από τους χαλεπούς καιρούς της σκλαβιάς μέχρι και σήμερα η ίδια πίστη, η ίδια ριζική εμπειρία, το ίδιο άνοιγμα στη ριζική Ετερότητα που επιτρέπει στον ελληνισμό να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη ηθική στάση, να βιώσει μια συγκλονιστική μορφή απόλαυσης ακόμη και με το θάνατο στα βουνά της Αλβανίας ή της αντίστασης. Έτσι, ο θάνατος ηττάται, «πατιέται» στο όνομα της θεωμένης Αγάπης για μιαν ελεύθερη ζωή.
«Αναστάσεως ημέρα, και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει, και αλλήλους περιπτυξώμεθα.
Είπωμεν αδελφοί, και τοι μισούσιν ημάς…». Η Ανάσταση αδιάρρηκτα συνυφασμένη με την Αγάπη. Πως έγινε, όμως, και η θρησκεία της Αγάπης έγινε θρησκεία της δύναμης και της εξουσίας; Πως χάθηκαν εκείνοι οι φοβεροί ύμνοι για την Αγάπη της προς Κορινθίους επιστολής του Παύλου; Ποιος και τι νίκησαν αυτή την τρομερή δύναμη των φράσεων, όπως «Και εάν έχω πάσαν πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί...
Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται... πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει...»; Σήμερα η αγάπη εγκαταβοιεί στην παρανομία, διωγμένη ως ύβρις και γραφικότητα. Ακόμα κι ο Χέγκελ έχει ξεχαστεί, αυτός που μιλούσε για τις τρεις βαθμίδες: την Αγάπη, τη Συμφιλίωση (των αντιθέτων) και τη Γνώση (επιστήμη).
Ποιος θυμάται τους ποιητές; Ειδικά τον Ου. Ουίτμαν που έλεγε: «…Και ξέρω πως το πνεύμα του Θεού είναι αδερφός του δικού μου,/ Και πως όλοι οι άντρες που γεννήθηκαν ποτέ, είναι αδερφοί μου, και οι γυναίκες/ αδερφές και ερωμένες μου,/ Και πως εσωτρόπιο της δημιουργίας είναι η αγάπη». Ποιος θυμάται τον Χένρι Μίλερ να λέει «Αγαπάς βαθειά σαν Έλληνας που είσαι»; Κανείς. Ξεχάσαμε το βασικό χαρακτηριστικό που μας διέκρινε. Ακόμη κι οι εργαζόμενοι λησμόνησαν τη βασική διαφορά από τους καταπιεστές τους και ταυτίζονται μαζί τους. Αν, λοιπόν, «…οι εργάτες δεν ήταν το ίδιο καταπιεστές… ζούσαν αδελφικά… θυμούνταν και βοηθούσαν τους άλλους, κανείς δεν θα μπορούσε να τους σκλαβώσει…» σημείωνε ο Τολστόι.
Αλλά που πρέπει να επιστρέψουμε σήμερα οι Έλληνες; Σε ποια παράδοση, σε ποιον πολιτισμό; Ο Σεφέρης δήλωνε πως βίωσε την «κατάσταση της ανυπαρξίας, την κατάργηση του εγώ, που νιώθει κανείς μπροστά στη μεγαλοπρέπεια ορισμένων τοπίων», φανερώνοντάς μας πως γεννιέται το Εμείς στην Ελλάδα μέσα από τη συγχώνευση πολιτισμού και φύσης, πως ο εκχριστιανισμένος Ελληνισμός ανασταίνεται στο ελληνικό τοπίο μέσω της αναφοράς στη μυστικιστική εμπειρία της Αποκάλυψης.
Το Πάσχα, συνεπώς, ως ριζική εμπειρία λειτουργεί έτσι ώστε η ήττα με τη μορφή της σημερινής οικτρής κατάστασής μας να μη δημιουργήσει μία «καθήλωση» που θα οδηγούσε στον μαρασμό και το «θάνατο». Συγχρόνως, παραπέμπει στην ανάγκη μιας νέας σύνθεσης, μιας νέας ελληνικότητας, σύμβολο μιας νέας συλλογικότητας κι ενός νέου ανθρωπισμού.