Του ΝΙΚΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
Η πτώση του Ανατολικού Συνασπισμού και η έκρηξη της παγκοσμιοποίησης, δύο γεγονότα όχι άσχετα μεταξύ τους, συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα -τέλη της δεκαετίας του '80- και επηρέασαν την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, μετατοπίζοντας, εξαλείφοντας, διαφοροποιώντας ή δημιουργώντας νέους στόχους.
Με όσα ακολούθησαν εκ των υστέρων, φαίνεται ότι τότε η Γερμανία συνειδητοποίησε την ευκαιρία για να πραγματοποιήσει αυτό που αυτή είχε οραματισθεί στο παρελθόν ως ενωμένη Ευρώπη, μόνο που τώρα θα το επεδίωκε μέσω μιας επέκτασης της οικονομικής της ισχύος και όχι μέσω των όπλων. Είναι όντως εντυπωσιακό πόσο η σημερινή Ευρώπη θυμίζει το γερμανικό όραμα γι' αυτήν όπως το παρουσίαζαν 3 κορυφαίοι υπουργοί του Γ' Ράιχ και 3 εξέχοντες γερμανοί βιομήχανοι σ' ένα βιβλίο που τιτλοφορείται «Europaische Wirtschaftsgemeinschaft» (Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) που δημοσιεύθηκε στο Βερολίνο το 1942 από τον Σύνδεσμο Επιχειρηματιών και Βιομηχάνων του Βερολίνου και τη Σχολή Οικονομικών του Βερολίνου.
Η κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού έδωσε την ευκαιρία για την πραγματοποίηση του γερμανικού οράματος και υπαγόρευσε την αλλαγή της θέσης της Γερμανίας υπέρ της διεύρυνσης στο δίλημμα εμβάθυνση-διεύρυνση. Ετσι, η Ευρώπη έσπευσε, με τεράστιο κόστος, να ενσωματώσει πέρα από την Ανατολική Γερμανία σχεδόν το σύνολο των χωρών που επιθυμούσαν να αποχωρήσουν από τον Ανατολικό Συνασπισμό, προσφέροντας στη Γερμανία ένα εκ των πραγμάτων πεδίο επέκτασης της οικονομικής της επιρροής.
Η Συνθήκη του Maastricht, με τους αυθαίρετους από άποψη οικονομικής θεωρίας στόχους της, ουσιαστικά αποβλέπει στο να αποφευχθεί το κόστος μιας ολοκληρωμένης δημοσιονομικής ενοποίησης, ελευθερώνοντας έτσι πόρους για τη διεύρυνση με την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και την ενσωμάτωση χωρών του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, παραπέμποντας την ολοκληρωμένη οικονομική ενοποίηση στις ελληνικές καλένδες.
Σε αντίθεση με τα Reaganomics στις ΗΠΑ και την οικονομική πολιτική της κυρίας Thatcher στην Αγγλία, που αποσύρθηκαν από τις μετέπειτα κυβερνήσεις αυτών των χωρών όταν άλλαξε η οικονομική συγκυρία, το ίδιο δεν συνέβη και με τη Συνθήκη του Maastricht, η οποία ενσωματώθηκε στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα και ισχύει έκτοτε ως μόνιμο οικονομικό δόγμα άσχετα από την οικονομική συγκυρία.
Με μια οικονομία με έντονα «επιθετική» δομή η γερμανική οικονομική υπερδύναμη μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη ανέμενε να αντιμετωπίσει τη δεύτερη μεγάλη πρόκληση, την παγκοσμιοποίηση. Είτε η Ευρώπη θα περιχαράκωνε τα νέα διευρυμένα της όρια, και, λειτουργώντας ως φρούριο, σχεδόν αυτάρκης θα προφύλασσε τα κεκτημένα της ή θα ανταγωνιζόταν τον υπόλοιπο κόσμο συμπεριλαμβανομένων και χωρών με πολύ χαμηλές αμοιβές και ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές.
Με δεδομένη την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας και την αυξημένη επιρροή της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη το όραμα της οικονομικά και πολιτικά ενωμένης Ευρώπης έπαψε να αποτελεί βασικό στόχο. Η Γερμανία είτε μόνη είτε πλαισιωμένη από ομάδα επίλεκτων μονάδων (χωρών), θα αντιμετώπιζε τον υπόλοιπο κόσμο! Τα απαιτούμενα εργαλεία: η οικονομική πολιτική της Γερμανίας με σκοπό να την αναδείξει ως την πιο ανταγωνιστική δύναμη παγκοσμίως, και η Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) με στόχο τον έλεγχο των οικονομιών των επίλεκτων χωρών που θα τη στήριζαν σ' αυτό το εγχείρημα.
Ετσι, η οικονομική πολιτική της Γερμανίας κατά την τελευταία δεκαπενταετία με συγκράτηση της δημόσιας δαπάνης, περικοπών του κράτους πρόνοιας, καθήλωση των αμοιβών, συνεχίζεται μέχρι της μέρες μας, παρά το γεγονός ότι η ανισότητα μεταξύ των εισοδημάτων έχει διευρυνθεί σημαντικά, με 4,5 εκατομμύρια γερμανών πολιτών να ζουν στο επίπεδο που ορίζει το πρόγραμμα Hartz 4 (358 ευρώ), και με 3 εκατομμύρια ανέργους.
Αν συνεχίσει η Γερμανία αυτή την πολιτική, οι εταίροι της θα δυσκολευτούν να ακολουθήσουν, σύντομα θα πάψει να υπάρχει η ευρωζώνη. Θα μπορούσε βέβαια να συνεχίσει μόνη, ή με ελάχιστες χώρες στο σχηματισμό μιας «άριστης νομισματικής ζώνης». Αν όμως επιθυμεί την ύπαρξη της ΟΝΕ, τότε μεσοβέζικες λύσεις όπως η δημιουργία ευρωπαϊκών ομολόγων ή η ίδρυση Μηχανισμών Διάσωσης δεν μπορούν παρά να αποδειχθούν υποδεέστερες από μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική, που τόσο επιμελώς αποφεύγει η Γερμανία.
enet