Tο Μουσείο της Ακρόπολης ανακοίνωσε ένα καταπληκτικό νούμερο: 17.400 άνθρωποι επισκέφτηκαν το μουσείο την προηγούμενη Παρασκευή. Τι έγινε και ημέρα εθνικής εορτής, ηλιόλουστου τριήμερου αργίας, το μουσείο υποδέχτηκε τόσο κόσμο; Έκανε και το ίδιο εορταστική τη λειτουργία του, έμεινε ανοιχτό ως τα μεσάνυχτα.
Πέρυσι τέτοιο καιρό η είδηση θα ήταν, διαδηλωτές έξω από το μουσείο καταγγέλλουν την «παραβίαση» του ωραρίου λειτουργίας. Μια βδομάδα του προηγούμενου καλοκαιριού συνόψιζε χαρακτηριστικά την απομάκρυνση της ελληνικής κοινωνίας από την πραγματικότητα: Το κράτος είχε χρεοκοπήσει, αν η τρόικα δεν έδινε τη δόση του δανείου δεν θα είχε να πληρώσει τους μισθούς και τις συντάξεις, και την ίδια στιγμή κόμματα και μέσα ενημέρωσης συζητούσαν αν το ύψος της έξτρα αποζημίωσης είναι αρκετό ώστε να δεχτούν οι φύλακες ν’ ανοίξουν τους αρχαιολογικούς χώρους 7-10 το βράδυ, τη νύχτα της αυγουστιάτικης πανσελήνου…
Οι οικονομολόγοι μετράνε την κρίση με τρίμηνα και τη βαθιά κρίση με έτη. Χρειάζεται αρκετός καιρός ύφεσης για να γίνει βίωμα στις συνειδήσεις μας ότι ζούμε σε κρίση. Ακόμα κι όταν το λέμε, δεν το νιώθουμε. Δεν το νιώθουμε όλοι. Την ώρα που επιχειρήσεις κλείνουν και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μένουν άνεργοι, κάποιοι άλλοι, προστατευμένοι, δεν μπορούν να δουν τη γενική εικόνα και σκέφτονται μόνο το ατομικό τους μικροσυμφέρον. Καθώς συμπληρώνονται 10 τρίμηνα κρίσης όλο και περισσότεροι νιώθουν οδυνηρά την πίεση, άρα φτάνει ο καιρός που εγκαταλείπουν την αδράνεια, τη χαλάρωση και είναι έτοιμοι για να ενεργοποιήσουν δυνατότητες και ικανότητες που θα αντιμετωπίσουν τη δύσκολη πραγματικότητα.
Και ψυχολογικά ερμηνεύοντας την κατάσταση, σε κάθε χτύπημα, απώλεια, οι ανθρώπινες αντιδράσεις λίγο πολύ κινούνται στο διάγραμμα άρνηση, θυμός, κατάθλιψη, αντίδραση. Περάσαμε από την άρνηση, ακούσαμε ευχάριστα αυτούς που μας έλεγαν ότι «δεν υπάρχει κρίση, είναι παραμύθι χωρίς δράκο». Φτάσαμε στο θυμό, αναζητήσαμε έναν ένοχο, «να πληρώσουν αυτοί που δημιούργησαν την κρίση». Τώρα βρισκόμαστε μεταξύ θυμού και κατάθλιψης, πλησιάζει η ώρα της αντίδρασης. Οι πιο ώριμοι, οι πιο ικανοί να προσαρμόζονται και να προχωράνε, ήδη αντιδρούν, δεν ανέχονται δικαιολογίες και ελαφρυντικά για τον εαυτό τους, ξέρουν ότι οι ίδιοι πρέπει να αντιδράσουν. Ο Γκορίτσας, που η ταινία του βγαίνει στις οθόνες αυτή τη βδομάδα, λέει: Πάντα λέμε ότι φταίει κάποιος άλλος. Να το λες αυτό όταν είσαι έφηβος είναι φυσιολογικό, να το λες όμως στα 40…
Ίσως ήταν αναγκαστικό, χάσαμε όμως πολύτιμο χρόνο, και σε κρίσιμες περιόδους κάθε μήνας που καθυστερεί η αντίδραση σημαίνει ένα χρόνο παραπάνω ύφεση. Την ώρα που έπρεπε να επιταχύνουμε, να ενεργοποιήσουμε κάθε δημιουργική ικανότητα, εμείς, υπνωτισμένοι από τις ευχάριστες και καταστροφικές συγχρόνως κολακείες του λαϊκισμού, παριστάναμε το μουτρωμένο αδικημένο παιδάκι που του πήρανε το παιχνίδι του. Αντί να δημιουργούμε νέο πλούτο για να αντικαταστήσουμε τον δανεικό, τραβήξαμε χειρόφρενο. Σταματήσαμε τα λεωφορεία, κλείσαμε τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα φαρμακεία, τα νοσοκομεία, τις ΔΕΚΟ, τα ξενοδοχεία, την Ακρόπολη. Υπονομεύαμε την ανάπτυξη μόνοι μας, την ώρα που οι ίδιοι λέγαμε ότι η μόνη διέξοδος για να αποφύγουμε την πτώχευση είναι η ανάπτυξη. Τρεισήμισι μήνες το εμπορικό κέντρο της Αθήνας υπέφερε για να μη μεταταγούν 1.440 δημόσιοι υπάλληλοι από τη μία δημόσια υπηρεσία στην άλλη. Δεν είναι δυνατόν οι πιο κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας να έχουν τα πιο πολλά κλειστά μαγαζιά. Και όμως συνέβη, το κέντρο της πόλης ένα χρόνο τώρα εξοντώνεται μεθοδικά. Καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές πρακτικές που στόχο έχουν το μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος, εφαρμόστηκαν ως μέσον πίεσης προς το κράτος για να μην αλλάξει τίποτα, για να διατηρηθεί το ξεπερασμένο σύστημα. Για να διατηρηθεί, δηλαδή, κάτι αδύνατο, ξοφλημένο, χρεοκοπημένο.
Αγώνες για μονιμοποιήσεις συμβασιούχων σ’ ένα δημόσιο που δεν έχει πια λεφτά να πληρώσει τους μισθούς και προγραμματίζει την ελάττωση κατά 200 χιλιάδες των υπαλλήλων του μέσα σε 3 χρόνια. Αγώνες για πρόωρες συντάξεις από ασφαλιστικά ταμεία που δεν έχουν να πληρώσουν τις συντάξεις ούτε όσων ήδη είναι μέσα. Αγώνες για υψηλά ποσοστά κέρδους καθορισμένα από το δημόσιο, το οποίο δεν έχει να πληρώσει ούτε τις προηγούμενες οφειλές του και χρωστάει χρόνια. Αγώνες μάταιοι, συντηρητικοί, αδιέξοδοι, καταστροφικοί. Πολιτικές, συνδικαλιστικές, επαγγελματικές ελίτ, αυτές που είχαν τα περισσότερα προνόμια, δηλαδή και το φόβο για μεγαλύτερες απώλειες, πάνω από ένα χρόνο καθορίζουν το δημόσιο διάλογο. Κομματικά και γραφειοκρατικά στελέχη του πελατειακού κράτους και κρατικοδίαιτα χρεοκοπημένα Μέσα Ενημέρωσης φοβούνται ότι ο περιορισμός του παρασιτισμού και του λαϊκισμού θα σημάνει το τέλος τους. Και αντιδρούν σκληρά, βυθίζοντας την ελληνική κοινωνία στην καταστροφολογία και την απόγνωση, σε μια «ριζοσπαστική» υποχώρηση προς το αδύνατο παρελθόν.
Όμως καθώς ζούμε πια στον τρίτο χρόνο της κρίσης, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες στην κοινωνία και μέσα μας για να αντιδράσουμε, να δουλέψουμε, να φτιάξουμε μόνοι μας την έξοδο από την κρίση. Όσο περνάει ο καιρός, οι «αγώνες» της συντήρησης και του λαϊκισμού θα αποκαλύπτονται όλο και πιο αδιέξοδοι. Άλλοι αγώνες χρειάζονται σήμερα. Δημιουργικοί όχι αυτοκαταστροφικοί, προοδευτικοί όχι συντηρητικοί, που θέλουν ν’ αλλάξουν την πραγματικότητα όχι να διατηρήσουν το παρελθόν. Έχουν αρχίσει να φαίνονται τα σημάδια. Σ’ έναν τοίχο εδώ στη γειτονιά, είδα γραμμένο το σύνθημα: Εκτός από τις τζαμαρίες, ρίχτε και καμιά ιδέα.