του Γιάννη Σμαραγδή
Ανάγκες να υποστηρίξω το μέσα αλώβητο σώμα του πολιτισμού τούτης της χώρας ταξίδεψα στη Ρενν της Γαλλίας. Βρέθηκα σε ένα ακροατήριο 400 Γάλλων και μια δωδεκάδας Ελλήνων που υπηρετούν με περισσό πάθος τα Ελληνικά Γράμματα και τις Τέχνες. Είπαμε τα της Τέχνης – το λιπαντικό της ψυχής – είπαμε και για τους καλλιτέχνες – οι ακροβολιστές του Θεού σε εντεταλμένη υπηρεσία στα απώτατα ακροφυλάκιά του. Είπαμε και για τον κινηματογράφο, τη συγγενικότερη τέχνη με τα Ελευσίνια Μυστήρια, είπαμε για τους γενναίους της ομορφιάς.
Μετά πήρα το νήμα να μιλήσω για τον μεγάλο πόνο της χώρας. Τα μέχρι τότε φωτεινά πρόσωπα σκοτείνιασαν, σκυθρώπιασαν. Άρχισε ο μέσα κόμπος να ανεβαίνει στο στήθος μου· πώς να υπερασπιστείς την αιμορραγούσα πατρίδα, πώς να πείσεις αλλοδαπούς που μας θεωρούν πλέον, το λιγότερο, διεφθαρμένους χαραμοφάηδες;
Το ξαναγύρισα στην Τέχνη, είπαμε και για τον Πλάτωνα, τις διαδρομές της ψυχής έως να επανασυγκολληθεί με το Θεό, είπα με θέρμη πως ο καλός Θεός της Ελλάδας δεν θα μας εγκαταλείψει. Το σκυθρώπιασμα μεγάλωνε, μεγάλωνε και ο κόμπος είχε φτάσει πλέον στην πάσχουσα ψυχή. Είπαμε και για την Αρμονία του σύμπαντος, είπαμε και για το καλό που αργεί, αλλά πάντα νικάει, γυρίσαμε την κουβέντα στο κρητικό ζωγράφο που νίκησε τα σκοτάδια και μετά βγήκα στη νύχτα. Ξένη νύχτα, ξένος κι εγώ και με τον κόμπο καυτή λάβα στα σωθικά μου.
Από το πουθενά της νύχτας με πλησιάζει μια γυναίκα και προσπαθεί να μου πει με δάκρυα, πόσο με καταλαβαίνει. Την φιλώ σταυρωτά, τα δάκρυά της υγραίνουν το πρόσωπό μου και μπαίνει ο καθένας στο δικό του μονοπάτι.
Κάθισα στην άκρη του ξένου ποταμού κι έκλαψα. Τι μπορούσα να κάνω; Βάζω τα ακουστικά του γιου μου και προσπαθώ να παρηγορηθώ. Ακούω από το «Άξιον Εστί» το προφητικό του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, με την σπηλαιώδη και φορτισμένη αισθημάτων φωνή του Μάνου Κατράκη: «Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του Ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά κι αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ‘χει ο καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας… Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων».
Την άλλη μέρα, ανέβηκα στον αέρα και φτάνοντας πάνω από την Ελλάδα είδα από ψηλά τη δαντέλα να απλώνεται μέσα στα υπέροχα χρώματα του απογεύματος. Πώς να κρατήσω τα δάκρυά μου;
Αχ, αυτή η μέσα ιερή πατρίδα που πάντα έβρισκε τρόπο και με ταξίδευε και με παρηγορούσε.
Και τώρα… Καημένη πατρίδα πώς καταφέραμε έτσι απερίσκεπτα να σε προδώσουμε;
aixmi