Ξέρω πολύ καλά ότι αυτό που λέω δεν είναι καθόλου πολιτικώς ορθόν. Και ο μόνος τρόπος για να περιοριστούν οι οργίλες αντιδράσεις αυτών που συνδιαλέγονται μαζί μου είναι να προσθέσω ότι δεν αποτελεί ούτε επιθυμία ούτε βούληση ούτε ευχή μου. Είναι απλά μια θλιβερή διαπίστωση. Θα ευχόμουν ολόψυχα να κάνω λάθος.
Σε λίγους μήνες η χώρα δεν θα μπορεί πλέον να κυβερνηθεί με δημοκρατικά μέσα. Τα θεμελιώδη προαπαιτούμενα για την διατήρηση στη ζωή του πολιτεύματος, που δεν είναι άλλα από την εμπιστοσύνη και την διάθεση συνεργασίας, τείνουν σχεδόν να εξαφανισθούν. Ο ιστός των προϋποθέσεων, που κάνει τα συμφέροντα των μονάδων ενός συνόλου να επιδιώκουν αυτόβουλα μια ελάχιστη σύγκλιση και δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες από τις οποίες προκύπτουν οι αμοιβαίες υποχωρήσεις, που αμβλύνουν τις διαφορές και διευκολύνουν τον συντονισμό και την κοινή δράση, έχει αποσαρθρωθεί.
Πριν από έναν περίπου χρόνο μας δόθηκε η ευκαιρία να αποφύγουμε τα χειρότερα. Να κάνουμε ταμείο, να αποδεχθούμε την ανάληψη των ζημιών της κάκιστης πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής διαχείρισης του παρελθόντος και να προσγειωθούμε στο επίπεδο ζωής της Βουλγαρίας, επιδιώκοντας ένα νέο ξεκίνημα. Το γεγονός ότι αυτό έγινε υπό τις έκτακτες συνθήκες των εκβιαστικών διλημμάτων που έθετε το διεθνές περιβάλλον, συνθήκες που λίγο πολύ κατέστησαν την γενναιοδωρία των δανειστών μας μονόδρομο, δεν ευνόησε την δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων αφύπνισης και πλήρους συνειδητοποίησης της τραγικής μας κατάστασης και συντήρησε τις, ούτως ή άλλως βαθιά ριζωμένες, αυταπάτες μας. Σήμερα, έχοντας κάνει ελάχιστα πράγματα προς την κατεύθυνση της καλής χρήσης του χρόνου που μας παραχωρήθηκε, αντιμετωπίζουμε την μετατόπιση του σημείου νέας εκκίνησης σε περιοχές όλο και περισσότερο αρνητικών προσήμων. Και κάθε μέρα αναβολής της αλλαγής πορείας έχει σαν αποτέλεσμα την μετακίνηση της πραγματικής μας θέσης σε επίπεδα ακόμη χαμηλότερα. Αν σήμερα το πρότυπο της Βουλγαρίας μας φαίνεται απεχθές δεν θα αργήσει να έρθει η ώρα που θα αποτελεί ένα άπιαστο μακρινό όνειρο και έναν ποθητό στόχο.
Η βασική ευθύνη για όλα τα παραπάνω βαρύνει αυταπόδεικτα την πολιτική τάξη, η οποία είναι και η μόνη που κατείχε, και ακόμη και μέχρι σήμερα κατέχει, τα θεσμικά εργαλεία για την υλοποίηση των ουσιωδών αλλαγών που, έστω και την τελευταία στιγμή, θα μπορούσαν να σώσουν την χώρα. Όχι τόσο την οικονομία της, -η καταστροφή της οποίας έχει ήδη συντελεστεί και η επανεκκίνησή της μπορεί πλέον να γίνει μόνο από εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο-, αλλά το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Στο σημείο μηδέν που βρισκόμαστε έχει πολύ μικρή σημασία εάν το πολιτικό προσωπικό δεν θέλησε, από δόλια ιδιοτέλεια, ή δεν μπόρεσε, από αδυναμία και ανικανότητα, να εφαρμόσει τις απαραίτητες λύσεις για την σωτηρία. Διότι, και στις δύο περιπτώσεις ελέγχεται ως ακατάλληλο και επικίνδυνο. Και ο χρόνος που απαιτείται είτε για το ξεκαθάρισμα των αμνών από τα ερίφια στις τάξεις του είτε για την "εκπαίδευση" και την "αναμόρφωση" του δεν υπάρχει. Η μοναδική λοιπόν λύση που απομένει είναι η συνολική και άνευ όρων αποχώρησή του.
Αυτό μπορεί να ακούγεται παράδοξο και, ίσως, απραγματοποίητο. Είναι, όμως, έτσι, επειδή εξετάζεται μέσα στο κλίμα του εφησυχασμού, που δημιουργεί η διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι, αυτό το περίφημο "θα τα καταφέρουμε", δεν μπορεί παρά να σημαίνει την άνευ ετέρου και πολύ σύντομη επιστροφή μας στα επίπεδα του μέσου όρου ευμάρειας της προηγούμενης δεκαετίας. Προσεγγίζεται, με άλλα λόγια, με διάθεση σχεδόν ακαδημαϊκή και με διαδικασίες συμβατικής νοητικής ανάλυσης, χωρίς να συγκρούεται με τα βαθύτερα ένστικτα επιβίωσης των ατόμων, -ας μην μιλάμε καλύτερα για συλλογικές δομές-, που βρίσκονται ακόμη σε κατάσταση τεχνητής νάρκωσης. Η αφύπνιση των ενστίκτων αυτών, -που μοιραία δεν θα αργήσει να γίνει, όσο κάποια στρώματα του πληθυσμού θα περνούν ανυπεράσπιστα και αβοήθητα το κατώφλι της φτώχιας-, θα απελευθερώσει ανεξέλεγκτες πρωτόγονες δυνάμεις αυτοπροστασίας, με μηδενικές διαθέσεις λογικής αντιπαράθεσης και συνδιαλλαγής, για την οποία άλλωστε κανένα από όλα τα ετερόκλητα μέρη του πληθυσμού δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένο. Υπό τις συνθήκες αυτές κάθε έννοια κανόνα παύει να υφίσταται, η έννομη τάξη καταρρέει και επικρατεί το χάος και η ταχύτατη και ανεξέλεγκτη φθορά. Οι σταθερές καταργούνται και το έως πριν μια στιγμή αδιανόητο γίνεται απτή πραγματικότητα.
Τα σημάδια στον ορίζοντα είναι ήδη εμφανή. Όλοι μιλούν για την ανάγκη της αναδιάρθρωσης του χρέους και προετοιμάζουν μεθοδικά το έδαφος. Κανείς όμως, -από όσους ασφαλώς διαθέτουν φωνή με επαρκή διείσδυση στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού-, δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει ότι, πλην της λογιστικής διάστασης, που αφορά την προσωρινή τακτοποίηση των αριθμών, η αναδιάρθρωση θα έχει και ένα βαρύτατο εσωτερικό οικονομικό κόστος. Και κανείς δεν κάνει το παραμικρό για να προετοιμάσει το πλέον απαραίτητο συνοδευτικό στοιχείο που θα την καταστήσει μεσοπρόθεσμα αποτελεσματική. Την λήψη, δηλαδή, όλων εκείνων των προνοιών και των μέτρων που θα επιμερίσουν με δικαιοσύνη το κόστος αυτό σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Η φυσική δυσφορία που προκαλούν η στέρηση και η ανέχεια υποφέρεται. Όταν, όμως, στην δυσφορία αυτή, προστεθεί και το βαθύ αίσθημα της αδικίας, το βάρος γίνεται αβάστακτο.
Σε λίγους μήνες, λοιπόν, η χώρα δεν θα μπορεί να κυβερνηθεί με συμβατικά δημοκρατικά μέσα. Και σίγουρα δεν θα μπορεί να κυβερνηθεί από αυτούς που όχι μόνον την οδήγησαν στο σημερινό κατάντημα, αλλά απέφυγαν έστω και την ύστατη ώρα να αποτρέψουν την διολίσθησή της στην έσχατη απαξίωση. Θα πρέπει, ωστόσο, κάπως να κυβερνηθεί.
listonplace