Τρία χρόνια μετά την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, και τα πράγματα παραμένουν μπερδεμένα, για πολλούς λόγους.
Θα πρέπει μήπως να αναθαρρήσουμε από τη σταδιακή βελτίωση στα αναπτυγμένα κράτη και τη σταθερή ανάπτυξη στις αναδυόμενες οικονομίες; Ή θα πρέπει να ανησυχούμε για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στη Μ. Ανατολή, και τη πυρηνική αβεβαιότητα στην Ιαπωνία, (τη τρίτη ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη);
Πολλοί εστιάζουν στη πρώτη, αισιόδοξη θέαση των πραγμάτων. Έχουν πειστεί πως τα χειρότερα πέρασαν, και πως επανέρχεται η αισιοδοξία.
Αυτή η άποψη βασίζεται κυρίως στη δυναμική της ανάπτυξης που υπάρχει, αλλά και στα στοιχεία που θέλουν τις κερδοφόρες πολυεθνικές να επενδύουν και να προσλαμβάνουν εργαζόμενους.
Στις αναπτυγμένες χώρες, οι τράπεζες που διασώθηκαν αποπληρώνουν τα δάνειά τους, και στις αναδυόμενες οικονομίες η μεσαία και ανώτερη τάξη αρχίζει και καταναλώνει περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες. Ένας υγιής ιδιωτικός τομέας πληρώνει περισσότερους φόρους, και συνεπώς μειώνει τις πιέσεις στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Τέλος, η Γερμανία, που αποτελεί την οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, αρχίζει και απολαμβάνει τους καρπούς της χρόνιας οικονομικής της ανασυγκρότησης.
Πολλά στοιχεία υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Πράγματι ο κόσμος μπήκε σε πορεία σταδιακής οικονομικής ανάκαμψης, αν και αυτή είναι πολύ πιο άνιση και λιγότερο ζωντανή από ότι θα περιμέναμε. Αν όμως συνεχίσει, τότε η τελική επαναφορά θα πετύχει.
Αυτό το «αν» όμως, είναι που κάνει επίκαιρη και τη δεύτερη πιο απαισιόδοξη άποψη. Μια άποψη που έχει να κάνει με τη χαμηλή ανάπτυξη και τον υψηλό πληθωρισμό. Αν και τα εμπόδια που υπάρχουν δεν είναι τόσο σοβαρά ώστε να απειλήσουν την ανάκαμψη, εν τούτοις υπάρχουν.
Υπάρχουν επίσης τέσσερα ζητήματα που είναι κρίσιμα και που απειλούν τη παγκόσμια οικονομία:
Πρώτο και σημαντικότερο είναι ότι ακόμη δεν ζήσαμε τις συνέπειες των γεγονότων της Μ. Ανατολής και της τραγωδίας της Ιαπωνίας. Αν και υφίστανται εδώ και μήνες, δεν έχουν επηρεάσει ακόμη τη παγκόσμια οικονομία. Σπάνια έχουμε αντιμετωπίσει κατάσταση χαμηλής ζήτησης και προσφοράς ταυτόχρονα. Αυτό ακριβώς όμως, συμβαίνει σήμερα.
Οι αναταραχές στη Μ. Ανατολή εκτόξευσαν στα ύψη τη τιμή του πετρελαίου, μείωσαν τη καταναλωτική ισχύ του μέσου πολίτη, και ανέβασαν τα κόστη παραγωγής. Ταυτόχρονα, στην Ιαπωνία, το τρίδυμο των καταστροφών (σεισμός, τσουνάμι, πυρηνική διαρροή), έχει πλήξει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, και προκάλεσε ζημιά στις διασυνοριακές αλυσίδες παραγωγής, ιδιαίτερα στο τομέα της τεχνολογίας και της κατασκευής αυτοκινήτων.
Το δεύτερο μεγάλο ρίσκο προέρχεται από την Ευρώπη, όπου η δυναμική της Γερμανίας συνέπεσε με τη κρίση χρέους της περιφέρειας της ΕΕ. Η Πορτογαλία μπήκε πρόσφατα στη «λέσχη διάσωσης», με μέλη της την Ιρλανδία και την Ελλάδα, μια κίνηση που έχει σκοπό την αποφυγή χρεοκοπιών που θα τίναζαν στον αέρα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Ως αντάλλαγμα της έκτακτης δανειοδότησής τους, αυτά τα κράτη μπήκαν πλέον σε φάση αυστηρής λιτότητας. Παρά όμως τον κοινωνικό πόνο που αυτό τους προκαλεί, είναι πολύ αμφίβολο αν βοηθηθούν όσον αφορά στα χρέη τους.
Εν τω μεταξύ, υπάρχει και ο τρίτος παγκόσμιος κίνδυνος, αυτός της αγοράς ακινήτων στην Αμερική, που και πάλι δείχνει να εξασθενεί. Αν και οι τιμές των ακινήτων έπεσαν κατακόρυφα, δεν φαίνεται να σημειώνεται ανάκαμψη. Με την αγορά αυτή να παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη καταναλωτική συμπεριφορά, οποιαδήποτε περαιτέρω πτώση τιμών στα ακίνητα θα μειώσει την εμπιστοσύνη αλλά και τη κατανάλωση. Παράλληλα θα αποτρέψει τις μετακινήσεις των Αμερικανών από ένα σημείο της χώρας σε άλλο, επιδεινώνοντας έτσι το μακροχρόνιο πρόβλημα της ανεργίας.
Τέλος, υπάρχει το τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα των ΗΠΑ, που αποτελούν την ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη, και που παίζουν σημαντικότατο ρόλο στην υγιή λειτουργία της όλης παγκόσμιας οικονομίας. Έχοντας προχωρήσει σε επιθετικές δημοσιονομικές δαπάνες για να αποφύγουν τη κατάρρευση, οι ΗΠΑ θα πρέπει τώρα να βρουν τον δημοσιονομικό τους δρόμο. Κάτι τέτοιο θα αφορά σε δύσκολες επιλογές, ευαίσθητες εφαρμογές, και αβέβαιο αποτέλεσμα, τόσο για την αμερικανική κυβέρνηση, όσο και για τη κεντρική τράπεζα (US Federal Reserve).
Όσο η Αμερική αναβάλλει την ώρα του λογαριασμού, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος για τη θέση του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, αλλά και θίγεται η ελκυστικότητα των αμερικανικών ομολόγων ως ασφαλή.
Ο κόσμος πέρασε από μια παρόμοια παγκόσμια οικονομική ανακατάταξη και στο παρελθόν. Τη τελευταία φορά που αυτό συνέβη ήταν μετά τον Β`ΠΠ, όταν οι φρέσκες ΗΠΑ πήραν τη θέση της σχεδόν κατεστραμμένης Βρετανίας στο διεθνές οικονομικό πηδάλιο. Σήμερα όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο κράτος που θα μπορούσε να αντικαταστήσει την Αμερική σε αυτό το παγκόσμιο ρόλο.
Τα τέσσερα παραπάνω ρίσκα είναι όλα ουσιώδη, και συνεχώς αυξάνουν σε σημαντικότητα. Ευτυχώς κανένα από αυτά δεν είναι ακόμη ικανό από μόνο του να μεταμορφώσει τη παγκόσμια οικονομία, ενώ όλα μαζί στερούνται ακόμη της δυνατότητας να προκαλέσουν πρόβλημα. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως η παγκόσμια οικονομία βγήκε απ τα κόκκινα, και πως έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο. Αντιθέτως, βρίσκεται ακόμη ανάμεσα σε ισχυρές θεραπευτικές και μη δυνάμεις, και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ενισχυθούν οι δεύτερες.
S.A.-Project Syndicate
antinews