Στην Ελλάδα του ’70 το «φτωχός» πέρα από μια ρομαντική αύρα Καζαντζίδη είχε και τον χαρακτήρα κατάρας. Βαριάς κι ασήκωτης που στόλιζε τον «φτωχό» που δεν είχε πετύχει να γίνει «μικροαστός», δηλαδή σε απλά ελληνικά φτωχός αλλά με το δικό του σπίτι.
ΣΗΜΕΡΑ ΟΜΩΣ το «φτωχός» επανέρχεται με νέα ερμηνεία: Είναι αυτός που έχει δουλειά και σπίτι, αλλά και τα δύο δανεικά. Το σπίτι το χρωστά στην τράπεζα, τη δουλειά στην τύχη που δεν τον έχουν ακόμη απολύσει ή δεν έχει κλείσει το μαγαζάκι του.
Οι νέοι φτωχοί είναι πλέον οι παλαιοί μικροαστοί: Συντηρητικοί, πιστεύουν ακόμη πως «το γιαπί κάνει τον άντρα», αλλά και ότι τα παιδιά τους θα έχουν αν όχι καλύτερη μοίρα, τουλάχιστον καλύτερη εκκίνηση. Τα παιδιά τους τώρα, καλομαθημένα και καλοταϊσμένα, με φτωχή γλώσσα αλλά πλούσια όνειρα, ακροβατούν στην άκρη της πειρατικής σανίδας ενώ από κάτω περιμένουν οι καρχαρίες τετράωρης απασχόλησης.
Τελικά στην Ελλάδα γιατί όλοι οι παραπάνω δεν έχουν ακόμη αντιδράσει; Ισως γιατί το μίγμα συντηρητισμού και ελπίδας που πεθαίνει τελευταία είναι αργής ανάφλεξης; Ισως γιατί περιμένουν να κηδέψουν την πολιτική ηγεσία πριν την αλλάξουν; Ισως γιατί η αντίδρασή τους εξαρτάται όχι από τη φτώχεια αλλά από τη συναισθηματική τους αντοχή;
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ σίγουρος. Αλλά η σιωπή των «φτωχών» είναι όπως και η εποχή. Δανεική, με μεγάλο τόκο και απαιτητή λίαν συντόμως…
radar