Βρίσκονται ανάμεσά μας. Ζουν μαζί μας. Αναπνέουν τον αέρα που αναπνέουμε. Μήπως είναι πολλοί; Είμαστε κι εμείς; Ίσως…
Αδυναμία και… δύναμή τους η σιωπή. Έχουν κάνει τη σιωπή τους «ποίηση» και την ποίηση την έχουν αναγάγει στον απέραντο χρόνο. Άλλοι είναι ταλαιπωρημένοι, θύματα της βαρβαρότητας των καιρών. Άλλοι απ’ αυτούς συμμάζεψαν την πνευματική τους πραμάτεια, τη βιωματική τους απόσταση από τα δρώμενα της καθημερινότητας, την όποια πίστη τους και επιχείρησαν το μεγάλο ταξίδι…
Είναι και τα απογοητευμένα όντα, διαφόρων ειδών, που η σιωπή τους ανατέμνει την κοινωνική ελλαδική πραγματικότητα. Έχουν νιώσει την κτηνωδία στο πετσί τους.
Λιτότητα. Δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα. Οι προκλήσεις των σκανδάλων. Πολιτική ανικανότητα και παχυδερμία. Ανατροπή της ζωής τους. Εξαθλίωση ενίοτε. Απογοήτευση. Μόνη προοπτική το… αδιέξοδο. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Μονάχα τα κλάματα «νηπίων και θηλαζόντων» είναι γνήσια και ανθρώπινα. Εθνική συνείδηση; Τι είναι αυτό; Ηθική συνείδηση; Κιτρινισμένο γράμμα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Ελληνική παιδεία ή γλώσσα; Την έφαγε η… μαρμάγκα και το «δηθεναριό» της αποβλακωμένης από την καλοπέραση της διανόησης. Χρηστότητα; Ακόμα και οι… κότες, μάθανε να κλέβουν, να αρπάγουν και να υπεξαιρούν. Δικαιοσύνη; Ανέβλεψε η τυφλή Θέμιδα και βλέπει σκότος και ζόφο…
Και σιωπούν…
Θέση και άρνηση. Επικοινωνία και αδιαφορία. Ευλογία και κατάρα. Γνήσια αποτύπωση κάποιου κοσμογονικού και η τελειότερη πρόταση του ανθρώπινου γίγνεσθαι, η σιωπή, καθιερώνεται στο διηνεκές, σαν δηλωτικό ζωής, μοίρας και τέχνης. Ανάδοχοι, όμως, παραμένουν τα καθοριστικά του μέγιστου και του ελάχιστου. Σαν ζωή εκφράζει τη συνέχεια, σαν μοίρα τη συντέλεια και σαν τέχνη την απελπισία.
Έκφραση, όμως, του συμπαντικού, αυτοπεριορίζεται στην επιμέρους ερμηνεία με την αυτή συνέπεια παλμού, συγκίνησης και ενέργειας.
Η σιωπή, ενώ δεν προσφέρεται σαν γενικότητα επεξηγηματικής συλλογιστικής, εντούτοις δημιουργεί μυστηριακά και κατασκευάζει ανθρώπινα τη διαλεκτική του κωμικού, του τραγικού, του γελοίου και του σαρκαστικού. Η μιμητική και η κίνηση είναι παραπληρωματικές γωνίες αυτής της πολυεδρικής ταυτότητας, που διαφοροποιείται εναλλάξ από τους θεούς και τους δαίμονες σαν ανθρώπινη ευλογία και κατάρα.
Διαμετρικά αντίθετη σε κάθε φωνήεν, δεν παύει να είναι η αρχή και το τέλος μέσα στην ίδια αυτή περίπτωση έκφρασης, όταν ιδίως το δεδομένο επιχειρεί να μεγιστοποιηθεί ή να ελαχιστοποιηθεί. Η σιωπή δηλώνει τη σιγή της ματαιότητας και το δέος του απρόσμενου. Έτσι, αντί να γίνεται πεπραγμένο τυποποίησης, διαφοροποιείται ενανθρωπισμένα σε πρόκληση συμμετοχής.
Πλημμυρισμένη από τη σοφία του υπερθετικού, η σιωπή συνθέτει το μόνιμο και το μηνυματικό του πεπερασμένου. Ακόμη η σιωπή, ενώ διερευνά με τον δικό της ρυθμό την εσώτατη σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, ποτέ δεν παρουσιάζεται σαν απλή διαδικασία διασυνδετικής ερμηνείας. Εκφράζει το μέγα, ενώ τροφοδοτείται και συντηρείται από το ελάχιστο. Είναι σταθμός, αλλά και αφετηρία.
Τα μεγέθη της σιωπής είναι γεωμετρικά σχήματα που δεν πανικοβάλλουν με την απεριόριστη αυξομείωση των διαστάσεων παρόλον ότι διαπερνούν σκληρότατα την αιωνιότητα. Είναι οι τάφοι μέσα και χάρις στη σιωπή δεν είναι κενοί. Έτσι οι νεκροί ακολουθούν την αρχέτυπη σειρά ενός συμπαντικού και κληρώνονται δίπλα στο έλεος. Η σιωπή είναι ένας τρόπος χρονομέτρησης της κάθε είδους αλλαγής και προσφέρει τη συγκίνηση του απόλυτου, αλλά είναι θέαμα και θέμα, εικόνα και σφυγμός, χρώμα και απόρριψη.
Όμως, αυτή η παράθεση της αλληλουχίας του φθαρτού προσφέρει οικεία τη γνώση και προκαλεί το δέος στην αναμέτρηση και στη σύγκριση με τα πρόσωπα και τους κλήρους της αιωνιότητας.
Επιπρόσθετα, η όποια εννοιολογία της γαλήνης είναι απότοκος της σιωπής στην ανθρώπινη οριοθέτηση και θα πρέπει να υπάρχει πάντα και να προηγείται η κατάφαση και η λογιστικοποίηση από το γνήσιο, το αληθινό και το ιερουργό, για να μπορέσουμε να αισθανθούμε το μέγεθος και τα σχήματα της σιωπής, στη διάσταση της ειλικρίνειας, αλλά και του κάποιου εμβόλιμου συναισθήματος.
Και αυτή περίπου είναι η αναφορά μας γύρω από το μέγιστο και το ελάχιστο της επιχειρούμενης να σταθεί συσιφιακά σιωπής, σαν κοσμογονικό δεδομένο ισορροπίας και τάξης πάνω στους λατρευτικούς και μυστηριακούς κλήρους της συνέχειας.
Ωστόσο, οι άνθρωποι και τα λοιπά όντα, μέσα από τη σιωπή δίνουν τις κλιμακούμενες μαρτυρίες και δοκιμάζουν σπαραχτικά τη γήινη παρουσία τους, όταν και οσάκις τους το καταγράφει η μοίρα.
Ειδικότερα, ο πόνος, η οδύνη και ο ποικιλότροπος βασανισμός μέσα από τη σιωπή οριοθετούν τη μέγιστη επικοινωνία της διαμαρτυρίας. Η κακομεταχείριση και ο θανατισμός, δηλαδή η διάρκεια από καταβολής κόσμου, του εξολοθρεμού για τα είδη και τις κατηγορίες των όντων μέσα από τη σιωπή, διαφαίνεται αποδεδειγμένα, ότι κακοποιούν το έλεος, τη μοίρα, την τύχη και το δίκαιο τοις πάση.
Και μέσα από την ίδια αυτή κλιμακούμενη μουσικά σιωπή, υψώνεται η κορυφαία και η σταυρική επίκληση για την πιθανή συμπαράσταση, ενώ ο αιώνας ο άπας, κωφεύει στερητικά μπροστά σε αυτήν την ομοούσιον καθαρότητα της Φιλοσοφίας, της διαλεκτικής και της μεταφυσικής του αδύνατου.
Η σιωπή δεν κατακερματίζει την αιωνιότητα, όπως δηλώνουν οι προθέσεις του ζωικού θανάτου και όπως το επιχειρούν τα φαινόμενα της φυσικομαθηματικής. Ακόμη η σιγή, η βαθύτατη αυτή παραλλαγή της σιωπής είναι πάντα υπαρκτό πρόσωπο στην παραχώρηση του τραγικού και του κωμικού.
Έτσι, η όποια θέση και άρνηση χάρη στη σιωπή και στις συμπαντικές διασυνδέσεις της, είναι λειτουργία ιστορίας που ταιριάζει σε κάθε περίπτωση, σε κάθε συνέπεια, σε κάθε αρχή και τέλος.
Η τέχνη περνώντας μέσα από τη σιωπή, γίνεται εκφραστικότερη, ο θάνατος χάρις στη σιωπή δεν είναι απωθητικός και η εξομολόγηση μέσα από τη σιωπή καταλήγει στην ποίηση των πάντων. Η σιωπή δεν επικαλείται το αναστάσιμο για να συντηρηθεί και να διατηρηθεί, γιατί είναι χαρισματική με το αιώνιο και το παντοτινό της μνήμης.
Και ενώ παραμένει ένα τρομακτικό γεγονός εσώτατου μυστικού, έρχεται στις διαφάνειες του φθαρτού σαν μια οικεία αδελφότητα ευαισθησίας.
Έτσι, αυτά τα βουβά μάτια, όλων όσοι οδηγούνται στη σφαγή και στο κληρωθέν είδος της προσωπικής εξαφάνισης, άσχετο αν είναι άνθρωποι ζώα, αδιάφορο αν είναι ακίνητοι βράχοι, δέντρα, όλοι και όλα κατασιγάζουν. Παραδίδονται στην ερημιά και στη σιωπή. Κι αυτό δεν είναι παραδοχή, υπακοή και γονυκλισία.
Αντίθετα, έχουμε εδώ τη θέση του αδελφού θεού που είναι το παράλογο. Μια λύση σαν συνταγή για όλα τα εγκόσμια και υπερκόσμια, φαίνεται ότι είναι αυτή η αδελφοποίηση σιωπής και παραλόγου.
Είναι, λοιπόν, η σιωπή το μέγιστο και το ελάχιστο για κάθε ερμηνεία, κίνηση, μίμηση, για κάθε μνήμη πάνω στην ακαθαρσία της ύλης, χωρίς, όμως, αλοίμονο, το προνόμιο της εγρήγορσης
statesmen