«Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να ακουστεί σαν τραγούδι».
Ντανίλο Κις
Κάποτε σε αυτόν τον τόπο ζούσαμε απ’ όσα παρήγαμε και μπορούσαμε να πουλήσουμε στις αγορές. Φυσικά, δεν εισπράτταμε και πολλά, κάτι λίγα μαζεύαμε από τις εξαγωγές οπωροκηπευτικών, ελαιόλαδου και κορινθιακής σταφίδας (η συνταγή της αυθεντικής πουτίγκας έσωσε γενιές ολόκληρες σταφιδοπαραγωγών), συμπληρώναμε το εισόδημα μας από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια με θέα σε παρθένες αμμουδιές, ενώ περιμέναμε στωικά στο τέλος της κάθε χρονιάς το συνάλλαγμα των θαλασσοδαρμένων ναυτικών για να ισοσκελίσουμε τον προϋπολογισμό. Ύστερα, ανακαλύψαμε τις «ευεργετικές» επιπτώσεις του εξωτερικού δανεισμού και τον χρησιμοποιήσαμε κατά το δοκούν. (Με φειδώ η επάρατος Δεξιά, με αλόγιστη ευθυμία η σοσιαλιστική εκδοχή της.) Για κάμποσα χρόνια ξοδεύαμε από τα δανεικά και τις αθρόες επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Η καταναλωτική έκρηξη της δεκαετίας του '90 νομίζω πως δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία μας. Δανειστήκαμε για να αγοράσουμε σπίτια, αυτοκίνητα, στερεοφωνικά, ρούχα, παπούτσια, τσάντες, ρολόγια, κοσμήματα, πακέτα διακοπών. Δανειστήκαμε για να αγοράσουμε ευρωπαϊκό πρόσωπο και αστική φινέτσα, αλλά το μόνο που πετύχαμε ήταν να γίνουμε γρήγορα «νεόπλουτα σκουπίδια», όπως ισχυρίζεται ο ομογενής συγγραφέας Χ. Τσιόλκας. Ταυτόχρονα σταματήσαμε να παράγουμε αγροτικά προϊόντα, απαξιώσαμε την προσφορά της βιοτεχνίας, χτίσαμε και μπαζώσαμε τις καλύτερες παραλίες μας διώχνοντας τους τουρίστες και η ναυτιλία μας άρχισε να περνάει κρίση γιατί μπήκαν κι άλλες χώρες στο παιχνίδι των μεταφορών, με φθηνότερους ναύλους.
Οι περισσότεροι νέοι της περιόδου 1985-2009 στράφηκαν για να βρουν δουλειά στο Δημόσιο. Κανείς δεν ονειρευόταν να γίνει αγρότης, γκαρσόνι ή ναυτικός. Το Δημόσιο όμως ήλεγχαν δυόμισι κόμματα. Αν ήθελες κάποια θέση στην κρατική μηχανή, έπρεπε να ενισχύσεις ή τουλάχιστον να ψηφίζεις κάποιο από αυτά. Έτσι, πολλοί μπήκαν στον πειρασμό να ανταλλάξουν την ψήφο τους με το χαρτί του διορισμού. Το αλισβερίσι απέδωσε, είχε όμως και τις παρενέργειες του: έναν διογκωμένο δημόσιο τομέα, με εκατοντάδες άχρηστες υπηρεσίες, που λειτουργούσαν ως αποθήκες υπαλλήλων.
Όσο το κράτος έπαιρνε δανεικά μπορούσε όλους αυτούς να τους ανέχεται και να τους πληρώνει. Όταν σταμάτησαν οι πακτωλοί των χρημάτων από το εξωτερικό, παραλίγο να μην καταβληθούν οι μισθοί και οι συντάξεις. Τότε καλέσαμε το ΔΝΤ. Οι όροι όμως που μας επέβαλε για να μας δανείσει δεν μας πολυάρεσαν. Αφενός έπρεπε το συντομότερο δυνατόν να αποσυμφορήσουμε τις «αποθήκες», αφετέρου έπρεπε να ψαλιδίσουμε τα καταναλωτικά μας όνειρα, να ξαναγυρίσουμε από την Άλφα Ρομέο στο Φιατάκι, από το Κολλέγιο του Ψυχικού στο δημόσιο γυμνάσιο, από τα ντελικατέσεν στο παλιό μπακάλικο. Εκεί πια ήρθε η ώρα της επανάστασης, γιατί ως γνωστόν του Έλληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει. Αλλά ποιοι ξεσηκώθηκαν πρώτοι; Μήπως ξεσηκώθηκαν οι συνταξιούχοι και οι οικοδόμοι, οι απολυμένοι των πολυεθνικών, οι γαζώτριες που είδαν τις βιοτεχνίες ενδυμάτων να μετακομίζουν στη Βουλγαρία και τα Σκόπια, οι χαμηλόμισθοι εμποροϋπάλληλοι;
Όχι, ξεσηκώθηκαν οι καλύτερα αμειβόμενοι του δημόσιου τομέα, οι γιατροί (παγκόσμια πρωτοτυπία), οι δικηγόροι, οι πολιτικοί μηχανικοί, οι πρωτοκλασάτοι των ΔΕΚΟ, που δανείστηκαν, που φεσώθηκαν, που ονειρεύθηκαν το κάτι παραπάνω. Να αλλάξουν τάξη. Να ανέβουν ένα σκαλί, όπως τους υποσχόντουσαν τα λάιφ στάιλ περιοδικά. Να ζήσουν τον μύθο του Ωνάση, αν όχι πάνω στο Σκορπιό έστω απέναντι, στο παράνομο εξοχικό της Λευκάδας ή της Αμφιλοχίας. Αυτοί δεν συντρίβονται στις μυλόπετρες της κρίσης οικονομικά (έχουν ακόμη γερό κομπόδεμα), συντρίβονται πρωτίστως κοινωνικά. Βλέπουν να ματαιώνεται το ποιοτικό άλμα, η κοινωνική τους ανέλιξη. Τρομάζουν στην ιδέα πως οι γιοι τους πρέπει να ξεκινήσουν από εκεί που ξεκίνησαν κι αυτοί, χωρίς μάλιστα τα δανεικά του 80. Το ΔΝΤ τους προστάζει να εγκαταλείψουν την ασφάλεια του Ζωολογικού κήπου και να επιβιώσουν μόνοι τους στην Ζούγκλα της ελεύθερης αγοράς. Κι αμύνονται. Στυλώνουν τα πόδια τους σαν κακομαθημένα παιδιά, που δεν θέλουν να καταλάβουν πως το γλυκό στο βάζο τέλειωσε. Το κράτος-τροφός, που θεωρούσαν αστείρευτη πηγή πλούτου, χρεοκόπησε. Τώρα καταλαμβάνουν κτίρια, κλείνουν δρόμους, κόβουν το ρεύμα, σηκώνουν τις μπάρες, χωρίς καμία συναίσθηση της κοινωνικής τους ευθύνης.
Ζούμε την εξέγερση των μικροαστών, που στην πλειοψηφία τους ήταν και εξακολουθούν να είναι η εκλογική πελατεία των δυο μεγαλύτερων κομμάτων. Κι όμως, οι μεγάλοι χαμένοι αυτής της πρωτοφανούς κρίσης, οι συνταξιούχοι του ΙΚΑ, οι εργάτες των ναυπηγείων, της Βιοχάλκο, της Πάλκο, της βιομηχανικής ζώνης της Ελευσίνας και της Θεσσαλονίκης, θεωρούνται περίπου «παράπλευρες απώλειες». Αυτοί δεν έχουν πανεπιστήμια για να καταλάβουν, δεν έχουν λεωφορεία για να κλειδώσουν, δεν έχουν φαρμακεία για να κατεβάσουν τα ρολά, δεν μπορούν να κρατήσουν ομήρους μαθητές ή ασθενείς μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους, μόνο τα χέρια τους έχουν, άδεια κι ανίσχυρα. Είδατε για αυτούς καμιά μεγάλη διαμαρτυρία στους δρόμους, καμιά συγκέντρωση, έστω μια συζήτηση στην τηλεόραση; Όλοι όμως καμαρώσαμε στα δελτία ειδήσεων των 8, τους εκπροσώπους των φαρμακοποιών και των γιατρών να υπερασπίζονται με σθένος την συντεχνία τους και να αδιαφορούν για τα εκατομμύρια των ασφαλισμένων, που αφήνουν ξεκρέμαστους.
Η εξέγερση των μικροαστών δεν είναι εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά εναντίον του κράτους, με ένα και μοναδικό αίτημα: Να συνεχισθεί η λεηλασία του, το κομματικό πλιάτσικο, έτσι όπως αρχικώς συμφωνήθηκε, με τον μηχανισμό των αθρόων διορισμών και των ανεξέλεγκτων παροχών. Να τηρηθεί με άλλα λόγια το περίφημο «Συμβόλαιο με το λαό». Εσείς μας πληρώνετε, εμείς σας ψηφίζουμε.
Δυστυχώς η Ιστορία μάς έχει διδάξει πως όταν ξεσηκώνονται οι μικροαστοί, όταν βγαίνουν στους δρόμους χτυπώντας άδειες κατσαρόλες, το «αυγό του φιδιού» έχει διαρραγεί.
ΥΓ. Σας βλέπω ήδη να με ρωτάτε αγανακτισμένοι: «Κι εσείς οι γραφιάδες, οι δημιουργοί, οι λεγόμενοι «άνθρωποι του πνεύματος» τι παριστάνετε εν ώρα ναυαγίου, μήπως τους άφρονες μουσικούς στο κατάστρωμα του Τιτανικού;» Σας απαντώ παραφράζοντας τα λόγια του Ζαν Ρικαρντού: «Χωρίς την παρουσία της λογοτεχνίας, η πείνα ενός παιδιού δεν θα είχε μεγαλύτερη σημασία από την πείνα ενός ζώου» Σας λέει κάτι αυτό;