Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΕΡΒΑ
Η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη οικονομία δημιουργεί τις κοινωνίες που της ταιριάζουν. Η σχέση είναι μάλλον αλληλοτροφοδοτούμενη. Οι πολίτες μετατρέπονται σε αέναους καταναλωτές αέναα παραγόμενων προϊόντων.
Η κρίση υπερπαραγωγής αντιμετωπίζεται με φυγή προς τα μπρος, με πλασματικά προεξοφλημένες, τεχνητά φουσκωμένες υπεραξίες άυλων τίτλων.
Ο γνώριμος καπιταλισμός των νεωτερικών χρόνων δίνει γρήγορα τη θέση του στο νεο-φιλελεύθερο και αντιπαραγωγικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας. Ομως όλα έχουν τα όριά τους. Η μαζική πτώχευση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού είναι μια ανεπιθύμητη, αλλά πραγματική παρενέργεια.
Οι παλαιές συμβατικές ισορροπίες της κοινωνικής συμβίωσης κλονίζονται, η παραδοσιακή έννοια της εργασίας, ως υπόβαθρο της εμπορευματικής παραγωγής, αμφισβητείται και συρρικνώνεται επικίνδυνα θέτοντας εν αμφιβόλω ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα. Το κέρδος πρέπει να επιδιωχθεί με άλλα μέσα, αλλιώς η σημερινή ελίτ θα χάσει το διευθυντικό της δικαίωμα στη διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Ως απαραίτητο συμπλήρωμα ο ιδεολογικός καθρέφτης του συστήματος απαιτεί πειθήνιους πρωταγωνιστές. Η νέα κουλτούρα του κεφαλαίου οδηγεί στον πολιτικό και κοινωνικό αποδεκατισμό της έννοιας του πολίτη. Τα υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως αυτά απονεμήθηκαν από το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος κυρίως μέσα από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, εξοστρακίζονται με καταιγιστικό ρυθμό. Στη θέση τους αναδεικνύονται οι βολικοί υπήκοοι της νέας αυτοκρατορίας των αγορών (άνεργοι, ανασφάλιστοι, ευέλικτα εργαζόμενοι). Τα φαινόμενα είναι ακόμη οξύτερα στην περιφέρεια των χώρων του καπιταλιστικού πυρήνα (Ελλάδα, Πορτογαλία), όπου παίρνουν τη μορφή κρίσης του δημόσιου χρέους.
Αν το σύστημα της αγοράς οδήγησε στην άκρατη προώθηση του προσωπικού ονείρου και της ατομικιστικής ευδαιμονίας (σε βάρος των συλλογικών αναγκών για το κοινό καλό), η νέα διεθνική μορφή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και η απειλή της μαζικής πτώχευσης πάει ένα βήμα πιο πέρα. Μας φέρνει στο χείλος της απώλειας του ατομικού αυτοπροσδιορισμού, αντιμέτωπους με το τέλος βασικών πρωταρχικών ψευδαισθήσεων. Η διακινδύνευση, που καθόρισε με την αμφισημία της την ανάπτυξη όλων των νεωτερικών κοινωνιών, μετατρέπεται πλέον σε απόλυτη κατάφαση. Το ρίσκο και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό (πυρηνικά, συχνοί περιφερειακοί πόλεμοι) συμπεριλαμβάνεται στα κοινωνικά δεδομένα, γίνεται η απαραίτητη συνεκδοχή των μετανεωτερικών χρόνων.
Ο άνθρωπος του μέλλοντος ομογενοποιείται κοινωνικά, διαπαιδαγωγείται σε συνθήκες πολιτικού και ιδεολογικού κενού, απαλλαγμένος από περιττές αρχές. Δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την «πατρίδα» των παιδικών του χρόνων. Δεν έχει κανένα ιδιαίτερο συλλογικό πρόταγμα. Αντίθετα, γίνεται ο ίδιος θύμα και μέτρο της συνεχούς κινητικότητας που επιβάλλει η οικονομική εξουσία, με πρόσχημα την απώλεια ανταγωνιστικότητας. Είναι έτοιμος να αντιπαρατεθεί με οποιονδήποτε.
Το νέο αμάλγαμα του ατομικού υποκειμένου υπονομεύει τη συλλογική ταυτότητα. Τα παλαιά έθνη-κράτη που αναδύθηκαν μαζί με τον πρώιμο καπιταλισμό, βρίσκονται πλέον σε κρίση. Εχουν νόημα ύπαρξης μόνον όταν μπορούν να συγκροτήσουν και να εγγυηθούν τα συγκολλητικά στοιχεία αυτής της ταυτότητας. Η διάλυση των συνδετικών κρίκων της παλαιάς συλλογικής οντότητας, η ακύρωση του αρχικού φαντασιακού ονείρου, προοιωνίζονται και τον οριστικό αφανισμό της.
Γι’ αυτό και μοιάζει απλώς ρομαντικό να ακούς τραγούδια όπως το «Sweet Home Alabama» σ’ ένα μπαρ αμερικανικού τύπου στην καρδιά της Ν. Σμύρνης και να συγκινείσαι με τον ίδιο τρόπο που θα «νοσταλγούσες» τη δική σου «Πατρίδα» ως μια οριστικά χαμένη τοπική «οικειότητα».
Αν είμαστε κυρίως η επιθυμία μας, έχουμε απεμπολήσει προ πολλού τη φιλοδοξία της επανοικειοποίησης του παρελθόντος. Συμπεριφερόμαστε σαν γνήσια τέκνα μιας εποχής που αντιστρέφει διαρκώς την πραγματικότητα, μέχρι να την εγκαθιδρύσει στο μυαλό των ανθρώπων ως αδήριτη ανάγκη. Αυτή που αποκαλούμε παραπλανητικά ρεαλισμό και σύνεση.
Η Αριστερά, θύμα της ίδιας λογικής, θα προσφέρει μόνον αν σπάσει το φαύλο κύκλο της αδιέξοδης πορείας, ανασυγκροτώντας τη νέα κοινωνική ταυτότητα του συλλογικού μας υποκειμένου. Το ερώτημα είναι αν μπορεί.
inprecor