ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ
Σαν να μην υποπτεύεται καν τη βιβλική καταστροφή που πλήττει την ιεράρχηση των αξιών στις οποίες είχε κάποτε θεμελιωθεί -ή, ακριβώς, επιδιώκοντας να την αποκρύψει- η κοινωνία επιδίδεται με σπουδή σε μετρήσεις της τυπικής φθοράς των επί μέρους ψηφίδων που συνιστούν την επιφάνειά της, γεγονός που ισοδυναμεί με το γυάλισμα των ασημικών εν μέσω καταιγιστικού βομβαρδισμού.
Αυτή η απενοχοποιητική μέριμνα για το ψιλολόγημα συνδυάζεται, επί παραδείγματι, με την άποψη ότι όσο πιο συχνά εμφανίζεται κανείς δημόσια τόσο πιο γρήγορα φθείρεται το κύρος του, κάτι που διατυμπανίζουν με σεμνότητα πολιτικοί και καλλιτέχνες, σε κάθε ευκαιρία, θέλοντας έτσι, πρώτ' απ' όλα, να θυμίσουν στο κοινό τους ότι διαθέτουν πράγματι κύρος. Εν ολίγοις, και σε πείσμα του γιγαντιαίου ελλείμματος αντικρίσματος, το κύρος, τουλάχιστον το δημόσιο, επιχειρεί να συμφιλιωθεί όπως όπως με το μηχανιστικό αξίωμα που λέει πως η φθορά είναι ανάλογη της χρήσης, το οποίο, ενώ επαληθεύεται διά γυμνού οφθαλμού ακόμη και σ' ένα τέτοιο επίπεδο επικοινωνίας, δεν παύει να εκφράζει, κατά τρόπο απροκάλυπτο, το μέτρο της υποβάθμισης των ανθρώπων σε αντικείμενα, δηλαδή σε μονάδες που η τιμή τους ανεβοκατεβαίνει ακολουθώντας τον νόμο της προσφοράς και ζήτησης. Φυσικά, αντί να ανέβουν οι μετοχές εκείνων που κρύβονται κατά καιρούς, ο κόσμος διαισθάνεται ότι τους έχουν αποσύρει απ' την κυκλοφορία προκειμένου να ανακαινίσουν το σκηνικό.
Αλλά η πραγμοποίηση δεν καθιστά τους ανθρώπους περισσότερο ασφαλείς, αφού η ζωή, τουτέστιν το νόημά της, αιμορραγεί μέσα απ' τα άψυχα πράγματα εξίσου. Καθώς λοιπόν ο πολιτικός αγωνιά για το ενδεχόμενο μιας λανθασμένης χρήσης της εικόνας που διακινεί, ελάχιστα διαφέροντας σ' αυτό απ' τον διαφημιστή της μαγιονέζας, το ίδιο το μάρκετινγκ εξισώνει πολιτικές εικόνες και μαγιονέζες ώστε να κάνει τη δουλειά του ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά. Ανύπαρκτο όσο και η σημασία του, το προϊόν μεσουρανεί ή ξεχνιέται ανεξαρτήτως φθοράς, ενώ όσοι ανησυχούν για το overdose της τηλεοπτικής τους υπόληψης όχι μόνο δεν καταλήγουν περιζήτητοι, αλλά τους υποδέχεται, μόλις επανεμφανιστούν, ο σαρκασμός που αρμόζει σε ηθοποιούς τρίτης κατηγορίας όταν επαναλαμβάνουν την περιοδεία τους τον επόμενο Αύγουστο με το ίδιο αιώνιο ρεπερτόριο.
Παρομοίως, η κοινωνία επιμένει παντού, με φανατισμό, σ' ένα γελοίο τυπικό συνέπειας, του οποίου η παράβαση, ωμή ή όχι, καταγγέλλεται σαν εσχάτη προδοσία - σιγά τον πολυέλαιο! Για να είμαστε ειλικρινείς, το εσωτερικό αυτού του προκρούστειου πνεύματος κατοικείται από μνησικακία για κείνους που δεν δέχτηκαν να μείνουν, σαν χαρακτήρες, σταθεροί στις προτιμήσεις τους, λες και μια τέτοια αποτυχία στρέφεται κατά της αξιοπιστίας της ανθρωπότητας συνολικά. Ο πρώην πολιτικοποιημένος φοιτητής που παρασιτεί, τώρα πια, στην εταιρεία του πατέρα του κρίνεται, από ηθική σκοπιά, κατώτερος των περιστάσεων -σιγά τις περιστάσεις!- αφού υποτίθεται ότι τον καταδιώκει το στίγμα του συμβιβασμένου, όπως ας πούμε εκείνη την κυρία της καλής κοινωνίας για την οποία μάθαμε ότι, στα νιάτα της, δούλευε σε καμπαρέ.
Κοντολογίς, τον αποδιοπομπαίο τράγο συνοδεύει διαρκώς, εκδικητικά, η υπενθύμιση ότι πρόδωσε τα «πιστεύω» του, σαν αυτά να συνέχιζαν να ακμάζουν στη συνείδηση των υπολοίπων. Οι ίδιοι άνθρωποι που αντιδρούν με τη βία ή τη συκοφαντία στη σκέψη και τη δράση των νέων οι οποίοι τους μάχονται, γίνονται ιδιαζόντως καυστικοί άπαξ και ο αντίπαλος, από κούραση ή κατά την αναπόφευκτη σταδιακή συνθηκολόγηση με τον «ρεαλισμό» της εποχής, καταταχθεί στις γραμμές τους. Αντί να τον συγχαρούν, όπως θα είχαν συμφέρον, γίνονται χολερικοί, προβάλλοντας στο πρόσωπό του κάτι απ' το ανομολόγητο, αυστηρά δικό τους πρώιμο βατερλώ, όταν η απόπειρα να επαναστατήσουν απέναντι στους καταναγκασμούς της οικογένειας και του πανεπιστημίου είχε ματαιωθεί. Γενικά, η διάχυτη εντύπωση ότι κάθε εξεγερμένος δεν μπορεί παρά να μεταλλαχθεί σε μικροαστό, στης οποίας το βάθος φωλιάζει το μίσος των μικροαστών για τους εξεγερμένους, πρέπει πάση θυσία να διαλαλεί τις εκάστοτε επιβεβαιώσεις της.
Αυτό το σύμπτωμα εκφράζει εξάλλου τον ίδιο τον φόβο για τις αλλαγές, ο οποίος φρουρεί τους κανόνες του μεταμοντέρνου παιγνιδιού, απείρως ανοιχτού στις ασήμαντες μικρομεταβολές και, παράλληλα, ερμητικά κλειστού στην οιανδήποτε έστω και κατά διάνοια επαπειλούμενη διάθεση μεταρρύθμισης του καθεστώτος που διέπει τη ζωή των σκλάβων του εμπορεύματος και της πληροφόρησης. Εφόσον κάθε τέτοιου είδους υπαινιγμός προσκρούει σε μιαν αξιοθρήνητη δυσπιστία προς την ελπίδα ότι το σύστημα ίσως καταρρεύσει μια μέρα εξαιτίας της αφύπνισης κάποιας ανάμνησης της λησμονημένης αληθινής ζωής, η χρωστούμενη στροφή κατά του status quo παρηγορείται με αλλαγές στο χτένισμα και στα προϊόντα περιποίησης της επιδερμίδας.
Ετσι, η ηθική καταδίκη της ουσιαστικής μεταβλητότητας, η αδυναμία να δει κανείς την αλλαγή σαν παράγοντα της προσαρμογής του ατόμου στις ασταθείς συνθήκες του περιβάλλοντος, αποδεικνύεται απόρροια της επιβεβλημένης ανάγκης να αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τους ανθρώπους σαν αναλώσιμα. Αν δεν συγκαταλέγεσαι στα αναλώσιμα, σου δίνουν αμέσως να καταλάβεις πως το να έχεις διαφορετική άποψη από την χτεσινή προσβάλλει την τάξη της οικουμενικής αποβλάκωσης, εκτός κι αν η άποψη αφορά τα λογότυπα ή τον θαυμασμό για τα καλλιτεχνικά βίτσια των επωνύμων. Οποιος διαψεύδει την ταυτότητα ανθρώπου και αντικειμένου γίνεται μισητός.
Τολμώ να πιστεύω ότι το ανθρώπινο υποκείμενο θα κατόρθωνε να αποφύγει τέτοιου τύπου αδιέξοδα αποσυναρμολογώντας το δίλημμα (όπως και όλα τα ψευτοδιλήμματα της εποχής) με την εισαγωγή ενός τρίτου όρου, ολοκληρωτικά ακατάλληλου να λογοδοτεί σε κανόνες ή να τεθεί με προδιαγραφές: ούτε τηρείς τη συμφωνία με την εικόνα που έχουν οι γύρω σου για σένα ούτε τη διαψεύδεις, αλλά υιοθετείς, ή έστω ανέχεσαι, το άνοιγμα στα μειονεκτήματα ενός τρίτου δρόμου, ο οποίος ξετυλίγεται, εμπειρικά, προς τα εκεί όπου τα ίχνη της αλήθειας των διπλανών συγκρατούν λίγο απ' το φέγγος της δικής σου επιθυμίας να τα αναγνωρίσεις.
enet