Η διαφθορά υπερβαίνει το ατομικό έγκλημα και αναγορεύεται σε μέγιστο κοινωνικό πρόβλημα. Οι σύγχρονες καπιταλιστικές δημοκρατικές κοινωνίες έχουν προβληθεί από μια δομική διαφθορά, η οποία άλλοτε λειτουργεί παράλληλα κι άλλοτε αντίθετα με τους θεσμούς της Πολιτείας. Σε κάθε περίπτωση η διαφθορά καθρεφτίζει τη σύγκρουση αξιών: αξίες δημοκρατίας, αξίες αγοράς. Η εμπορευματοποίηση των αξιών (προνόμια, ολιγαρχία κ.λπ.) κατισχύει των νόμων και των κανόνων και διαβρώνει την κοινωνία και την Πολιτεία. Η ηθικολογία, η ηθική κριτική της Ποινικής Δικαιοσύνης, δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Το 1/3 του κόσμου εκπλήσσεται με το ότι υπάρχει διαφθορά και το ½ κάπως θυμώνει.
Η πολιτική ελίτ δεν «ιδρώνει» ιδιαίτερα με τις παράνομες οικονομικές ενισχύσεις (επ’ ανταλλάγματι). Το επενδυτικό ρίσκο και η καινοτομία, ο ανταγωνισμός και η αποδοτικότητα εκλαμβάνουν τη διαφθορά ως ανάχωμα απέναντι στην κακιά πολιτική. Κι αυτό διότι η διαφθορά προϋποθέτει δόλο και συμπαιγνία, αλλά και μια αντίληψη ότι στο «κάτω-κάτω δεν βλάπτει κανένα». Χωρίς αιδώ και χωρίς αίσθηση δικαίου οι τεχνικές ηθικής ουδετεροποίησης είναι εύκολος δρόμος αυτό-δικαίωσης (π.χ «όλοι το κάνουν», «οι άλλοι φταίνε»).
Ενώ η διαφθορά εθεωρείτο αρχικά «προδοσία της ευθύνης προς το δημόσιο συμφέρον», στη συνέχεια μετεξελίχθη σε παράνομο, παρεκκλίνοντα, ανήθικο μηχανισμό της εξουσίας, με στόχο αφενός την κάλυψη των θεσμικών κενών κι αφετέρου την απόκτηση πολιτικού οφέλους (ή και εξυπηρέτηση εθνικού συμφέροντος).
Η κοινωνική ανοχή του σχηματισμού και της λειτουργίας τέτοιων δικτύων δεν οδηγεί μόνο στην πελατοποίηση και την ευνοιοκρατίa, αλλά καταλήγει στην παράκαμψη της επίσημης πολιτικής εξουσίας.
Τα αόρατα νήματα της εξουσίας και οι ευκαιρίες πρόσβασης και εκμετάλλευσης των δικτύων, η επιρροή των lobbies, η διαπλοκή και οι πελατειακές σχέσεις δεν συγκροτούν ευκαιριακό πλαίσιο ανεντιμότητας διαφθορέα και διεφθαρμένου, αλλά ένα άτυπο πολιτικό σύστημa,το οποίο είναι, ταυτόχρονα, και δίκτυο κοινωνικό-οικονομικής διαφθοράς (με κύρια χαρακτηριστικά το κέρδος, την εξουσία και την ομερτά).
Η εξουσία, η πολιτική φαυλότητα και η διαφθορά, οι κλίκες, οι καταχρήσεις, η ευνοιοκρατία, η ρουσφετολογία, ο χρηματισμός κινούνται στο πλαίσιο των «παράνομων σχέσεων», των σχέσεων συνενοχής, δηλαδή, της αποσάθρωσης των πολιτικών και κοινωνικών δομών.
Κύριο είναι χαρακτηριστικό αυτής της αποσάθρωσης είναι το ότι οι δράστες-δημόσια πρόσωπα απορρίπτουν τον ηθικό χαρακτηρισμό και δικαιολογούν (ίσως και να «νομιμοποιούν») τις πράξεις τους αποδίδοντας τες σε «γενική δυσλειτουργία» ή σε «σφάλμα» ή σε «κοινωνική χρησιμότητα». Εντάσσουν, δηλαδή, τη διαφθορά στις νόμιμες κοινωνικές λειτουργίες και σ’ ένα νέο πολιτικό ήθος.
Αυτή είναι η κουλτούρα της διαφθοράς. Μια στρέβλωση των αξιών: δημόσιοι λειτουργοί και πολίτες που αποκτούν σταδιακά μια ιδιόρρυθμη «συνείδηση δικαίου» όταν διαφθείρουν ή διαφθείρονται.
Μολονότι η διαφθορά εντάσσεται στα «κρατικά εγκλήματα» ή «εγκλήματα του κράτους», αφού πέραν της κατάχρησης εξουσίας συμπεριλαμβάνει τον πελατειασμό και τον νεο-πατρογονισμό, για πολλούς πολιτικούς θεωρείται «εργαλείο της δημοκρατικής λειτουργίας» και για μερικούς «οργανωτική κλεπτοκρατία».
Κοινή θεώρηση: Το Κράτος είναι ιδιοκτησία μιας ελίτ, η οποία το (δια)χειρίζεται κατά βούληση (κομματική, παρεϊκή, οικογενειακή).
Οι συνεργοί της πολιτικής εξουσίας, αποδεσμευμένοι από τον (όποιο) έλεγχο και τις (όποιες) κυρώσεις και λαμβάνοντας (το όποιο) ρίσκο για το προσδοκώμενο κέρδος, διαμορφώνουν συλλογικά δίκτυα διαφθοράς (μέρος των οποίων είναι και οι μηχανισμοί συγ-κάλυψης).
Το δίλημμα δεν τίθεται «ως προς τι είναι νόμιμο» ή «ηθικό» αλλά «ως προς τι μπορούμε να κάνουμε ατιμωρητί» ή ακόμα και ποια μορφή διαφθοράς είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία της κοινωνίας», ώστε ασκώντας την να αισθανόμαστε καλυπτόμενοι ή δικαιωνόμενοι από τη λαϊκή επιδοκιμασία.
Οι «επικλήσεις νομιμότητας» δεν πείθουν και, βέβαια, δεν απαντούν στα ερωτήματα: γιατί, για ποιόν; Αφορά παράνομες ανταλλαγές πλούτου και εξουσίας ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις ή συμμετέχουν σ’ αυτή τη διαδικασία και οι μικρομεσαίοι; Η «εκλαΐκευση της διαφθοράς», δηλαδή η γενίκευσή της σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αποτελεί τμήμα ενός «φιλελευθερισμού-στάχτη στα μάτια», ο οποίος προτείνει ένα μοντέλο πελατειασμού βασιζόμενους σε μια «συνενοχή εγκαρδιότητας» που καταλήγει στην κοινωνική συνοχή και την εθνική συμφιλίωση; Εξού και η συχνή «απαξίωση» των καταγγελιών;
Οι «εσωτερικές διακρίσεις» της διαφθοράς ίσως να βοηθάνε στις οριοθετήσεις . Η μαύρη διαφθορά, την οποία καταδικάζει απερίφραστα η κοινή γνώμη, η λευκή διαφθορά που ανέχεται η κοινή γνώμη και η γκρίζα διαφθορά, με την οποία άλλοι συμφωνούν κι άλλοι όχι συνιστούν ορισμένες μορφές που όμως δεν έχουν τον ίδιο αντίκτυπο σε κάθε χώρα ή και σε κάθε νομικό σύστημα. Οι πρακτικές, το περιβάλλον και το κοινωνικό status των δραστών επηρεάζουν ευθέως τις αξιολογήσεις/κρίσεις.
Σ’ένα ανομικό πλαίσιο, «όπου όλα επιτρέπονται», η διαφθορά χάνεται και προβάλλεται μόνο μια κοινωνική αναπαράστασή της, όχι αναγκαστικά αυθεντική. Η διαφθορά από παράβαση μετατρέπεται σε συναλλαγή, σε θεσμό αναγκαίο για την φιλελεύθερη οικονομία την ανάπτυξη, την παγκοσμιοποίηση.
Δημοκρατίες, δικτατορίες, ανεπτυγμένα και υπανάπτυκτα κράτη, πλούσιοι, φτωχοί λαοί, φυλές, έθνη και πολιτικά συστήματα χρησιμοποιούν τα πελατειακά δίκτυα και το lobbying για να αποκτήσουν παράνομα οφέλη. Η διαφθορά της εγγύτητας που στοχεύει στην ενδυνάμωση του κοινωνικού status της ομάδας στην οποία ανήκει ο δράστης (και κατ’ επέκταση στην αποδυνάμωση των αντίπαλων ομάδων) – διαφέρει σημαντικά από την αγοραία διαφθορά, όπου προέχει το ατομικό/ ιδιωτικό συμφέρον. Η πρώτη δημιουργεί μια «συγγενική» πελατεία μέσα στο πλαίσιο μιας ηθικής οικονομίας αλλά και πολιτικής ισχύος της ομάδας, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στον πλούτο που διακινείται άνομα ή παράνομα. Αυτές οι δύο μορφές διαφθοράς συνυπάρχουν αρμονικά στις σύγχρονες κοινωνίες.
Η πελατειακή σχέση, η προσωποποίηση της πολιτικής , η δομική σύγχυση Κράτους και Κοινωνίας καλλιεργούν τη διαφθορά. Το πελατειακό «παρακράτος» χρησιμοποιεί τη διαφθορά τόσο εναντίον του πολίτη όσο και εναντίον των πολιτικών αντιπάλων (σκάνδαλα, μίζες κ.λ.π). Η κατάχρηση εξουσίας και εμπιστοσύνης για ίδιον όφελος έρχεται σ’ ευθεία σύγκρουση με το δημοκρατικό ιδεώδες για «κοινό αγαθό» και «δημόσιο συμφέρον». Από την άλλη αποτελεί «μια μυστική μορφή κοινωνικής ανταλλαγής», μια συμπαιγνία μεταξύ του πολιτικού και του οικονομικού παράγοντα «προς όφελος της ανάπτυξης», με συνέπεια να εκλαμβάνεται – με την πάροδο του χρόνου – ως φυσιολογική πρακτική.
Αν σ’ αυτή τη διάσταση προσθέσουμε και τη διεθνή διαφθορά, η οποία διευκολύνει την παγκοσμιοποίηση ξεπερνώντας ακόμα και τα εθνικά συμφέροντα, τότε συνειδητοποιούμε το μέγεθος του προβλήματος.
Και, όμως, δεν κάνουμε τίποτα.
Άλλοι γιατί φοβούνται κι άλλοι γιατί περιμένουν να βγάλουν άλλοι «τα κάστανα από τη φωτιά». Και μερικοί – αφελείς ; πονηροί; – πιστεύουν ότι το παρόν πολιτικό σύστημα θέλει και μπορεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό.
aixmi