Άργησε, αλλά ήρθε το καλοκαιράκι. Αυτό δεν ήταν Μάης, σαν Οκτώβρης με περίοδο ήτανε. Άι σιχτίρ. Κάθομαι σ’ ένα καφέ στο λιμάνι, τα πράγματα τα ’χω φορτωμένα, χρόνο έχω μπόλικο μέχρι να σαλπάρει το καράβι, απαλά για τη Μπαρμπαριά… Δηλαδή ποια Μπαρμπαριά, από Μαγκρέμπ μακριά. Την κάνω για Αυστραλία. Αλλά όχι αεροπλάνα κι έτσι – είκοσι ώρες στον αέρα, με τίποτα. Καραβίσιος. Δρομολόγια δεν έχει, μην ψάχνετε. Εγώ απλώς είπα να το κάνω υπερπαραγωγή. Κρουαζιεράτος, παρακαλώ. Θα κάνω τις στασούλες μου, θα αλλάξω τα καράβια μου, θα δω τον μισό κόσμο και σε κάνα δίμηνο θα ’μαι Αδελαΐδα. Άρχοντας. Είπα να τα φάω χλιδάτα τα λεφτά της αποζημίωσης.
Κάθομαι και κοιτάζω τη θάλασσα που σε λίγο θα καταπιεί τις τελευταίες ώρες μου στη μπουρδελοχώρα -το λέω και το εννοώ, γεμίζει το στόμα μου- και λέω να βρω μια μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου, αλλά πού να βρεις πέτρα, και τα χαλίκια υποθήκη τα ’βαλαν. Μετανάστης στα 35. Δε βαριέσαι, μπακούρης είμαι, ούτε παιδιά ούτε σκυλιά, απ’ όσο ξέρω δηλαδή, δεν οχλήθηκα κιόλας. Και τώρα, τσαλαβουτάω το καλαμάκι μου μέσα στην κόκα κόλα, με ειδικό φόρο παρακαλώ, την πίνω και με πίνει, φτου τους ξεφτίλες, στο τέλος θα βάλουν φόρο και στο κλάσιμο.
Την κάνω με ελαφρά. Να ’ναι καλά ο θείος από την Αυστραλία που δεν του ’χα μιλήσει ποτέ ούτε στο τηλέφωνο. Μόνο από μια φωτογραφία που είχε η μάνα μου και τη φύλαγε σαν εικόνισμα τον ξέρω. Έχει να τον δει καμιά τριανταριά χρόνια, αλλά ούτε που θα τον ξαναδεί – μ’ αυτά που ακούει ο άνθρωπος δεν το ’χει σκοπό να γυρίσει ούτε για να πιάσει τον τόπο του. Θα πάει η πατρίδα σ’ αυτόν. Δηλαδή εγώ. Δείγμα. Τι με περιμένει εκεί, δεν ξέρω. Αλλά μια δουλειά θα τη βρω, από αγγλικάνικα πάω καλά, τα skills μου τα έχω. Από κάγκουρας, στρέιτ καγκουρό.
Βιάζομαι να την κάνω, μα τον Βούδα και τον Κούδα μαζί, δεν θέλω να το ζήσω όλο αυτό το μπάχαλο, δεν θέλω να δω αυτά που κορόιδευα στις ελληνικές ταινίες, αυτούς που μένουν κι αυτούς που φεύγουν να κουνούν μαντίλια, Ξανθόπουλος κι έτσι. Δεν θέλω να δω φίλους να μένουν χωρίς δουλειά, άευροι, να κυλάνε στην παραμύθα, δεν θέλω να δω τον Αλέκο να χωρίζει με τη Στέλλα γιατί δεν τα βγάζουν πέρα, δεν θέλω να δω τη Λένα και τον Σταύρο να τους παίρνουν το σπίτι γιατί δεν πληρώνουν τις δόσεις. Δεν θέλω να ζήσω το «πωλείται όπως είναι επιπλωμένο», τους ξένους να παίρνουν κομμάτι κομμάτι τον κόσμο μας, τους Οτέδες μας, τους Οσέδες μας, τις Δεές μας, τις παραλίες μας – όχι ότι τους είχα καμιά τρελή αγάπη, αλλά τα έχουμε πληρώσει, γαμώτο, τα έχουμε πληρώσει ακριβά όλα για να τα κάνει αρπαχτή η λαμογιοκρατία.
Πώς το ’λεγε ο Πάγκακος; Μαζί τα φάγαμε! Ναι, βάλε εσύ τ’ αλάτι, να βάλω εγώ το ταψί με τα γεμιστά, κι είμαστε πάτσι. Τόσο μαζί. Να σου πω εγώ πώς έγινε, να σου έρθει το ντεζαβού, γιατί όλοι την κάναμε την πατάτα. Θυμάσαι εκείνες τις ωραίες εποχές, που σ’ έπαιρνε το γκομενάκι από την τράπεζα, κασέτα η τύπισσα, αλλά μες στο μέλι, και σου ’λεγε για το τι καλός πελατάκος είσαι, και χουβαρντάς -ε, βέβαια, αφού το ’ρούφαγες σαν φραπέ το 21%- και σού ’λεγε, πάρε ένα ακόμη δανειάκι να πορεύεσαι, χτύπα και δυο πιστωτικές, και χρυσή αν θες, γιατί έτσι, σε πήρε με καλό μάτι η τράπεζα. Δεν θέλω, κυρά μου, έλεγες εσύ, όχι θα πάρεις, επέμενε αυτή, τα ’παιρνες κι εσύ – δεν ήξερες, δεν ρώταγες; Αλλά αναρωτιόσουν κιόλας, τι γίνεται εδώ ρε μάγκα, πού τα βρίσκουν οι τράπεζες τα λεφτά και τα πετάνε σα γαρίφαλα στο σκυλάδικο, ορυχεία ανοίξανε; Ορυχεία, βέβαια. Τι είναι το Λαμογιστάν που λέγεται πολιτικό σύστημα; Ένα ορυχείο που βγάζει ομόλογα, πάρε να ’χεις, τρέχανε οι τραπεζάτοι μη χάσουν, γιατί όσο δανειζόταν το κράτος, τόσο τρέχαν οι αποδόσεις, τζόγος κανονικός και σίγουρη πληρωμή στο τέλος. Τώρα, μυξοκλαίγεται η Πίστη, μα την πίστη μου, λες και το κάναν από πατριωτισμό.
Να σου φέρω κι άλλο ένα ντεζαβού; Λοιπόν, όταν ήμουν μαθητής και γράφαμε τις παπαριές για την αποταμίευση, 31 όποιου μήνα ήτανε, μόνο ένα Ταυ Ταυ υπήρχε, άντε και μια τριπλέτα κρατικοτράπεζες, οι γνωστές από εποχής Τρικούπη, την πτώχευση Νο1. Πώς γίνανε όλα αυτά τα μπαχάλικα αεράτες λατσοσαλοτραπεζαρίες που πρέπει ντε και καλά να σωθούνε; Με τον κρίνο;
Εγώ το παραμύθι δεν το αντέχω άλλο. Ούτε τις τράπεζες, ούτε τους τραπεζοκόμους τους θέλω να σώσω. Μαζί τα φάγανε, κι οι πατριώτες κι οι σύμμαχοι, κι οι Τρισέδες κι οι Ολιρένηδες, κι οι Ανγκέλες, κι οι Σαρκοζήδες, δεκαετίες τώρα, πάρε το δανειάκι σου, τσίμπα και μια φρεγάτα να σουλατσάρεις στο Αιγαίο. Θες κι ένα Μιράζ να παίζεις με τους απέναντι κλέφτες κι αστυνόμοι; Τσίμπα κι ένα υποβρύχιο. Κι εσύ, μικρέ, θέλεις ένα Volkswagen να βγάζεις τη γκόμενα βόλτα στην παραλία; Κι αν θες να το παίζεις προλεφτάριος, προτιμάς μια διθέσια SLK, γκομενοπαγίδα; Πάρε να ’χεις. Εσύ, χαχόλε βουκόλε, με το Ντάτσουν και την καρότσα τίγκα στα τριφύλλια θα κυκλοφορείς; Αμαρτία δεν είναι; Ξήλωσε τις ελιές, τα καπνά, ό,τι έχεις τέλος πάντων, ρίξε πέντε Αλβανά στο χωράφι κι εσύ τσίμπα μια επιδότηση να την κάνεις ζάντες και ηλιοροφή. Και φωτοβολταϊκά, δεν λέω, άμα θέλεις από τα πράσινα και το πράσινο να το ρίξεις στην πρασινίλα.
Βρήκαν και τα κάναν, θα μου πεις. Δέκα χρόνια τού δούλεψα σα σκυλί τ’ αλλουνού πριν με απολύσει. Γιώργο, δεν βγαίνω, μου κάνει, κι εγώ άνεργος θα ’μαι σε ένα χρόνο το πολύ. Γιατί, δούλεψες και ποτέ σου, του λέω, νομίζεις πως δεν ξέρω τι έχεις μπαζώσει τόσα χρόνια; Κι απ’ το Χρηματιστήριο έκανες τη μπάνκα σου ληστεύοντας τους μαριδαίους, και λαμογιές με το κράτος είχες, και 300 τετραγωνικά σπίτι, και εξοχικά, και 3-4 αυτοκίνητα, και τα παιδιά σπουδές στο εξωτερικό, και στην Ελβετία κάθε τόσο μη που πεις πως πήγαινες για διακοπές. Με πικραίνεις, Γιώργο, μού λέει. Με τελειώνεις, Στέλιο, τού κάνω και την κάνω μη μού αρχίσει τα κηρύγματα «θυσίες και υπομονή να σώσουμε τη χώρα». Απ’ τους σωτήρες πρέπει να τη σώσουμε τη χώρα. Και ποια είναι η χώρα, ρε ευρωπνίχτη, οι κάμποι και τ’ άπαρτα βουνά; Εγώ είμαι η χώρα, αλλά το κακό είναι πως είσαι κι εσύ κι οι πέντε οικογένειες που μας σώζουν εδώ και πενήντα χρόνια, μη σώσουν. Εγώ είμαι η χώρα, αλλά είναι κι η φουκαριάρα η μάνα μου που το κατάπιε το παραμύθι, κόψε σύνταξη, κόψε ΕΚΑΣ, χρυσώνει το σκατό της για να τα βγάλει πέρα, θέλει να βοηθάει κι εμένα και την αδερφή μου. Πώς την έχεις δει, ρε μαμά, Βορειοηπειρώτισσα στο Τεπελένι; Δεν είναι στην Αλβανία τα σύνορα, στη Φρανκφούρτη και στο Μανχάταν είναι. Εκεί αυτή, μες στην αυταπάρνηση, γονατισμένη από τη χρεοκοποφοβία, ανάβει κεριά στην Παναγία την Τοκοχρεολύτρια το πρωί και στην Παναγιά τη Μεγκακάναλη το βράδυ, μη χάσει λέξη από Τρέμη. Δεν αντέχω, θα πηδηχτώ απ’ το φινιστρίνι. Την πουλεύω, πουλάκια μου. Δεν θα κάτσω να απολαύσω τον πανωλεθρίαμβο του Γιωργάκη, του Αντωνάκη, της Ντορίτσας κι όλων των ακατονόμαστων. Στην Αδελαΐδα, αδελφές μου, στην Αδελαΐδα.
Δεν είναι που μισώ τη μπουρδελοχώρα. Ίσα ίσα, την πάω με χίλια. Και θα ’θελα να την πάρω μαζί μου. Ε ρε και να ’ταν η Ελλάδα, λέει, καράβι. Να σαλπάρει ξαφνικά και να την κάνει κατά Ειρηνικό ή Ατλαντικό, να γίνει η ξαναβρεμένη Ατλαντίδα, και να μείνει εδώ ένα ξερονήσι μόνο, για τους σωτήρες, να φάνε και τις σάρκες και τα λυσακά τους, να τους πάρουν οι τοκόγλυφοι δούλους. Να ψάχνουν να μας σώσουν και να μη βρίσκουν ούτε πατρίδα ούτε πατριώτες, γιατί την έχουμε κάνει. Η Ελλάδα δεν μένει πια εδώ.
Υ.Γ. Ρε συ, λες τα φεισμπουκάκια, που δεν τα ’χα σε υπόληψη, να καταφέρουν ό,τι δεν κατάφεραν οι συνδικαλοπατέρες κι οι γραφειοσπρώχτες; Αν γίνει αυτό, γυρίζω αμέσως. Και σ’ αεροπλάνο μπαίνω, άμα λάχει.
ΠΗΓΗ
«Ρε, πού πάτε, ρε! Πού πάτε;»
Πριν από 1 ώρα