του Κώστα Καλλωνιάτη
Οι ανθρώπινες σχέσεις στην ιστορική τους εξέλιξη περιλάμβαναν συχνά σχέσεις βίας (από τις πρωτόγονες φυλές που αγωνίζονταν για τροφή και εδαφική κατοχή ως τις ταξικές κοινωνίες που δημιουργήθηκαν τα τελευταία 10.000 χρόνια), αλλά τα σύγχρονα μέσα παραγωγής, καθώς και τα μαζικά μέσα επικοινωνίας και συγκοινωνίας έφεραν μεθόδους εξαναγκασμού σε βαθμούς αποτελεσματικότητας ανυποψίαστους μέχρι πριν ένα αιώνα.
Ο φεουδάρχης απολάμβανε δικαιώματα σπουδαιότερα από αυτά που απολαμβάνει μία μεγάλη πολυεθνική, αλλά οι πραγματικές εξουσίες του ήταν απείρως μικρότερες. Στο τέλος του 19ου αιώνα οι επιθέσεις του ιππικού εναντίον των διαδηλωτών ήταν πολύ λιγότερο επίφοβες από τα δακρυγόνα, τα ασφυξιογόνα, τα παραλυτικά αέρια ή τις πλαστικές σφαίρες. Τα μέσα που υπήρχαν επίσης για τον ‘προσανατολισμό’ (διάβαζε έλεγχο) του τρόπου σκέψης ήταν ακόμη τον καιρό εκείνο αστεία συγκριτικά με το σημερινό οπλοστάσιο. Για να διαπεράσουν τα τείχη της ιδιωτικής ζωής, οι ιδιωτικοί αστυνόμοι δεν διέθεταν τον σύγχρονο εξοπλισμό (μικροσκοπικά μικρόφωνα, φορητά κασετόφωνα, κρυφές κάμερες, ιντερνέτ κλπ) για την παρακολούθηση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων εν αγνοία τους.
Ο 20ος αιώνας με την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού υπήρξε το απόγειο της ανθρώπινης βίας. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο φασισμός, ο σταλινισμός, η νεοαποικιοκρατία, οι αντιϊμπεριαλιστικές επαναστάσεις και οι προσπάθειες καταστολής τους ταρακούνησαν για τα καλά μέσα στη βία και τον φόβο την ανθρώπινη κοινότητα. Βεβαίως οι πολεμικές συγκρούσεις περιορίσθηκαν μεταπολεμικά και αυτό ώθησε πολλούς να πιστέψουν πως έκτοτε η βία υποχώρησε στις ανθρώπινες σχέσεις. Όμως η βία παίρνει πολλές μορφές και ο πόλεμος είναι απλά μία από αυτές. Η τελική. Πριν από αυτόν υπάρχει μία σειρά κλιμάκων βίας με αφετηρία την οικονομία, τις σχέσεις εργασίας και ανταλλαγής, τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες, την φτώχεια, την ανεργία κλπ. μέχρι τις προσωπικές σχέσεις, την πολιτική οργάνωση, την κυβερνητική διαχείριση και την λειτουργία των θεσμών του κράτους (αστυνομία, στρατός, δικαιοσύνη, κοινωνική πρόνοια κλπ).
Ο βιομηχανικός πολιτισμός που ανέπτυξε ο καπιταλισμός - με την αστικοποίηση και απομάκρυνση από την φύση, την εξειδίκευση και εντατικοποίηση της εργασίας, τον καταναλωτικό προσανατολισμό της καθημερινής ζωής και του ελεύθερου χρόνου, την ομογενοποίηση των προτύπων και προτιμήσεων, καθώς και την ανάπτυξη του ανταγωνισμού που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή της τάσης για πλουτισμό, καριέρα και προσωπική ανάδειξη και καταξίωση - είχε ένα πολύ καταστροφικό αποτέλεσμα στην εξέλιξη της προσωπικότητας και των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων : αποξένωσε τον άνθρωπο από τους συνανθρώπους του στην εργασία, στην γειτονιά, στις κοινές δραστηριότητες και συναναστροφές, στις φιλίες, στον έρωτα και στην οικογένεια. Από τη στιγμή που στην εργασία κυριάρχησε η εκμετάλλευση και ο ανταγωνισμός (διαδικασία που κορυφώθηκε τον 20ο αιώνα και ειδικά προς το τέλος του), οι συνέπειες στην προσωπικότητα των ανθρώπων ήταν συντριπτικές. Ο ανταγωνισμός δεν αφορά μόνον τις επιχειρήσεις (εκεί όπου ο θάνατός σου είναι η ζωή μου) στις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς καλύπτει όλο το φάσμα των εργασιακών και στη συνέχεια κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων. Ο ανταγωνιστής αρπάζει από κάποιον τις ευκαιρίες και δυνατότητες που έχει. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να εξουδετερωθεί κατά κάποιον τρόπο, να νικηθεί. Ο άνθρωπος γίνεται έτσι εχθρός του ανθρώπου, τάση που εξηγεί τον υποβόσκοντα φόβο και την ασυνείδητη εχθρότητα που βασιλεύει στις ψυχές των ανθρώπων.
Ο αποξενωμένος (αλλοτριωμένος) άνθρωπος είναι αυτός που υποτάσσεται σε ξένες κοινωνικές δυνάμεις, κανόνες και θεσμούς, που ζει με εξωτερικά προσδιορισμένες αρχές και νόρμες και συνεπώς αδυνατεί να εκφράσει τις εσώτερες επιθυμίες, σκέψεις και ανησυχίες του. Είναι κατά βάση ξενοκίνητος. Επειδή ο καπιταλιστικός άνθρωπος βρίσκεται συνεχώς σε ανταγωνισμό με τους άλλους σε έναν αγώνα για καριέρα, επιτυχία, χρήμα, κοινωνική θέση, αναγνώριση και προβολή, αντιλαμβάνεται και βιώνει την επιτυχία του ‘άλλου’ σαν προσωπική δική του αποτυχία, ενώ αντίθετα κάθε αδυναμία του ‘άλλου' νιώθει ότι μεγαλώνει την προσωπική του ισχύ. Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε ανταγωνισμό εύχεται ασυνείδητα την αποτυχία των άλλων, ακόμη και των φίλων και συναδέλφων του. Αυτός ίσως είναι ο λόγος που τα μήντια προβάλλουν τόσο έντονα τις καταστροφές, τη βία και τη μιζέρια των άλλων κάθε λίγο και λιγάκι. Κάνουν τους τηλεθεατές να νιώθουν καλύτερα και πιο ασφαλείς… μέσα στη δική τους μιζέρια. Τους εξοικειώνουν συγχρόνως με την καθημερινή άσκηση βίας.
Ο αγώνας για επιβίωση του ικανότερου και ισχυρότερου είναι η ‘δαρβινική επιταγή’ του ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Η εξουσία του χρήματος η πεμπτουσία του. Είναι αυτή η εξουσία και το κυνήγι για την απόκτησή της που καταπιέζει τους ανθρώπους προκαλώντας τον φόβο για τον ‘άλλο’, για τον συνάνθρωπο-ανταγωνιστή που ενδεχομένως του στερήσει την ευκαιρία απόκτησής της. Ο φόβος αυτός με τη σειρά του εντείνει την υποταγή στους κανόνες του ανταγωνισμού, και ο ανταγωνισμός αποξενώνει περαιτέρω τον άνθρωπο από τους άλλους και τον εαυτό του προσφέροντάς του σαν αντάλλαγμα την αναρρίχηση σε βάρος των άλλων, αλλά και την ‘λύτρωση’ από την υποταγή στην εξουσία μέσω της ταύτισης με αυτήν. Η ανταγωνιστική αναζήτηση του πλουτισμού, της κατανάλωσης και της κυριαρχίας (βλ άσκηση εξουσίας) είναι τα μονοπάτια που οδηγούν στον δρόμο της ανθρώπινης αποξένωσης και δυστυχίας.
Το τραγικό είναι πως οι σύγχρονες κοινωνίες πέτυχαν το θαύμα να φέρουν τα μέσα της συγκοινωνίας και επικοινωνίας σε έναν εξαιρετικό βαθμό τελειότητας, και ταυτόχρονα να ενισχύσουν την ανωνυμία που καθιστά κάθε επικοινωνία σχεδόν αδύνατη. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν πια να προκαλέσουν μεταξύ τους έναν αυθεντικό διάλογο είναι το πιο οξύ σύμπτωμα της παθολογίας της σύγχρονης εποχής. Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν μεταμορφωθεί σε σχέσεις δύναμης, σε ιεραρχημένες απρόσωπες σχέσεις που κυβερνώνται από την παραμορφωμένη ανάγκη για άσκηση εξουσίας. Σαν ο ‘άλλος’ να μην ήταν άνθρωπος αλλά ζώο ή πράγμα. Ένα ακόμη οξύ σύμπτωμα της σύγχρονης ψυχοπαθολογίας είναι ο εθισμός στην υποταγή των σχέσεων εξουσίας και τη βία που αυτές ενσωματώνουν και ασκούν. Στην πραγματικότητα η τάση για απόκτηση και επιβολή εξουσίας, όπως και η τάση εθισμού στην υποταγή της εξουσίας αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και αυτός ο χαρακτηριστικός συνδυασμός στην ψυχολογία των σύγχρονων ‘μαζικών’ ανθρώπων είναι ότι πιο ανησυχητικό υπάρχει. Ας δούμε δύο παραδείγματα.
Η αποκάλυψη της σφαγής που διαπράχτηκε στο Σόνγκ-Μάυ από τον ανθυπολοχαγό Κόλλεϋ και τους ανθρώπους του τον Μάρτιο του 1968 κλόνισε την συνείδηση των Αμερικανών. Τρία χρόνια μετά, μία σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης αποκάλυψε ότι το 67% των Αμερικανών θα ενεργούσαν όπως ο ανθυπολοχαγός Κόλλεϋ. Ανάμεσα στα πρόσωπα που ρωτήθηκαν, τα 19% μονάχα απάντησαν : «θα αρνιόμασταν να σκοτώσουμε πολίτες». Η βία πολιτογραφείται : εξτρεμιστές όλων των παρατάξεων την διεκδικούν σαν μέσο δράσης, ενώ ανάμεσά τους ένα ποσοστό τείνει να την θεωρήσει σαν ένα γεγονός δυσάρεστο αλλά κάτι το αναπόφευκτο.
Ο φόβος φέρνει τον άνθρωπο σε μία κατάσταση τέτοια, που υποτάσσεται άθελά του, ακόμα και όταν η εξωτερική πίεση δεν είναι πολύ δυνατή. Γι’ αυτό ο φόβος είναι ένα ιδεώδες μέσο για την άσκηση εξουσίας. Οι στρατοί θεμελιώνονται πάνω στον φόβο των ανθρώπων. Ο φοβισμένος άνθρωπος είναι σχεδόν αδύνατο να αντισταθεί σε ένα πρόσταγμα – ακόμα και στο πιο ανόητο και εγκληματικό – γιατί αυτός που τον προστάζει παίρνει μέσα του τη μορφή μιας αδιαφιλονίκητης αυθεντίας. Η επιστημονική απόδειξη για όσα παραπάνω φαίνονται σαν υπερβολή είναι τα πειράματα του Μίλγκραμ το βασικό θέμα των οποίων ήταν: Τι θα συμβεί αν μία αυταρχική προσωπικότητα προστάξει κάποιον να βασανίσει σωματικά (πχ με ηλεκτροσόκ) και να τραυματίσει ένα τρίτο άτομο ; Το 67% όσων έλαβαν μέρος στο πείραμα επέβαλαν ολόκληρη την κλίμακα των ηλεκτροσόκ! Τα 2/3 δηλαδή βασάνιζαν με ηλεκτροσόκ έναν άνθρωπο μέχρι αναισθησίας, μόνο και μόνο επειδή τους το πρόσταζε ένας άλλος άνθρωπος.
Συμπέρασμα: η πλειοψηφία των ενήλικων ανθρώπων στην κοινωνία μας είναι σε θέση να βασανίσει απάνθρωπα (Μίλγκραμ) ή να σκοτώσει (Κόλλεϋ) αδιάκριτα άλλους, αρκεί ο βασανισμός και ο φόνος να έχει μία επίσημη νομιμότητα και να ελέγχονται στο διάστημα αυτό από μία αυταρχική προσωπικότητα ή έκτακτες συνθήκες καταναγκασμού. Αυτή νομίζω είναι μία πολύ τρομακτική διαπίστωση που εξηγεί συγχρόνως πως ολόκληρες κοινωνίες μπορούν να ασπασθούν τη φασιστική νοοτροπία και συμπεριφορά υπό ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις καταλήγοντας ενδεχομένως σε αποτρόπαια μαζικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Σε ψυχολογικό επίπεδο, όμως, η βασική προϋπόθεση είναι ο φόβος και η υποταγή στην εξουσία.
Όπως είπαμε, είναι αυτός ο φόβος και η υποταγή που οδηγούν τους ανθρώπους στον αγχώδη ανταγωνισμό, την περαιτέρω αποξένωση, την μοναξιά και την εχθροπάθεια με όλη την συνακόλουθη δυστυχία της ύπαρξής τους. Μπορεί, λοιπόν, οι διακρατικοί πόλεμοι και οι πολεμικές συγκρούσεις τις τελευταίες δεκαετίες να λιγόστεψαν στον πλανήτη, όμως οι βιαιοπραγίες σε κοινωνικό επίπεδο αυξήθηκαν παράλληλα με την ατομική εκδήλωση επιθετικότητας, αλλά και την ψυχολογική εσωτερίκευση της βίας.
Είτε μιλάμε για την αύξηση των κοινωνικών συγκρούσεων και ταξικών αντιθέσεων την τελευταία τριετία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με την διόγκωση της ανεργίας, την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, τις απεργίες και την εκτίναξη της επαγγελματικής ανασφάλειας, είτε μιλάμε για την κατακόρυφη άνοδο της εγκληματικότητας, της περιθωριοποίησης, του πολλαπλασιασμού των οργανωμένων συμμοριών, της αστυνομικής βίας, της σχολικής και νεανικής βίας, της μετανάστευσης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, του σεξισμού, των βιασμών γυναικών, της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, της πορνείας, της σωματεμπορίας, των ναρκωτικών, του αλκοολισμού, της παχυσαρκίας, της ανορεξίας, του ιντερνετικού εθισμού, των συλλήψεων/φυλακίσεων και, κυρίως, των ψυχικών διαταραχών, γεγονός είναι ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις και εκδηλώσεις βίας έχουν πολλαπλασιασθεί παγκοσμίως. Εξέλιξη που αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού της εποχής μας.
Όταν οι αντιθέσεις αυτές δεν πολιτικοποιούνται και δεν λαμβάνουν μορφή κοινωνικών εξεγέρσεων (βλ αραβικό κόσμο) ή απεργιακών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων (Ν. Ευρώπη) ώστε να εξωτερικευτούν και να βρουν μία διέξοδο, τότε εξατομικεύονται στρέφοντας τον ένα άνθρωπο εναντίον του άλλου και εναντίον του ίδιου του εαυτού (βλ άνοδο εγκληματικότητας σε Ελλάδα και όλη τη Δύση). Αυτή η δεύτερη εξατομικευμένη και συγχρόνως εσωτερικευμένη μορφή βίας είναι και η πλέον επικίνδυνη. Γιατί είναι μη άμεσα ορατή, λαμβάνει χώρα στον μικρόκοσμο των ανθρώπινων σχέσεων και δεν είναι πάντα εύκολα μετρήσιμη. Είναι, ωστόσο, εξίσου σημαντική και εξαιρετικά υποτιμημένη λόγω της πολλαπλότητας και πολυπλοκότητας των μορφών της και της ανάγκης της εξουσίας να τη συγκαλύψει αποστασιοποιούμενη από αυτήν.
Αυτή την βία ανέπτυξε μέχρι σημείου παράλυσης και σήψης της κοινωνίας ο καπιταλισμός, βασιζόμενος στις αρχές της αποδοτικότητας, του ανταγωνισμού και της διαρκούς ανάπτυξης… της εκμετάλλευσης για τη μεγιστοποίηση των κερδών. Ακόμη, λοιπόν, και εάν η οικονομική κρίση αντιμετωπισθεί με επιτυχία σε βάθος 15-20 ετών αποκαθιστώντας τις ισορροπίες των αγορών και τη λειτουργία των μηχανισμών εκμετάλλευσης, ο βιασμός της ανθρώπινης ψυχής και του φυσικού και ζωτικού μας περιβάλλοντος καταδικάζουν οριστικά και αμετάκλητα το σημερινό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης ως αδιέξοδο και καταστροφικό για την ζωή και το μέλλον της στον πλανήτη.
dialogoi.enet
Ξέρετε τι είναι τα πρόσθετα «Ε» που αναγράφονται στα τρόφιμα;
Πριν από 4 ώρες