Πέφτουμε στο κενό χωρίς φρένο. Και είναι άγνωστο πότε θα πιάσουμε πάτο. Η πιο φαντεζί ένδειξη αυτής της εξέλιξης είναι οι δημόσιες ομολογίες ευρωκρατών, επιτηρητών, αναλυτών, κυβερνητικών ότι η συνταγή δεν βγαίνει. Ωστόσο, το ουσιαστικότερο σύμπτωμα είναι η προϊούσα κοινωνική αποσύνθεση, άκρως επικίνδυνη, που εκδηλώνεται όχι απαραίτητα στο κεντρικό σήμερα πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, την κρίση χρέους, αλλά σε παρεμπίπτοντα πεδία. Ένας ειδεχθής φόνος, για παράδειγμα, στο παρηκμασμένο κέντρο της Αθήνας γίνεται αφορμή και πρόσχημα για να βγουν τα τρωκτικά στο φως, ανάγοντας σε κεντρική αντίθεση της κοινωνίας το δίπολο «Έλληνες- αλλοδαποί».
Ένας φόνος ανυποψίαστου μετανάστη φέρει τη σφραγίδα της ρατσιστικής αντεκδίκησης. Στην Αθήνα, περνούν «μέρες και νύχτες των κρυστάλλων», με πρωτοφανές πογκρόμ των φασιστοειδών εις βάρος κάθε μετανάστη με σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Μια απεργιακή διαδήλωση μετατρέπεται σε μάχη, με παρ’ ολίγον νεκρούς και σοβαρά τραυματίες. Αυτά τα διάχυτα συμπτώματα κοινωνικής απονομιμοποίησης έρχονται να συμπληρώσουν την ήδη καταγεγραμμένη απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Μια ακόμη δημοσκόπηση εμφανίζει τους πολίτες να συσσωρεύονται στον «κανένα» και στο «τίποτα». Σ’ αυτή την εξέλιξη, οι διαμεσολαβητές της «λαϊκής βούλησης» αντιδρούν με τον τρόπο που σάρκαζε ο Μπρεχτ: «Αφού ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη του στους πολιτικούς, γιατί δεν τον διαλύουν για να εκλέξουν έναν άλλο;». Αυτό περίπου δεν εκφράζει η φιλολογία περί αναγκαστικής διακομματικής συναίνεσης που με τόση αγωνία ζητούν πλέον επίσημα οι επιτηρητές-δανειστές μας, ακόμη και μέσα στην ελληνική Βουλή;
Εδώ που φτάσαμε η λύση είναι μία: να μηδενίσουμε το κοντέρ. Έτσι κι αλλιώς, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από την προ «μνημονιακής σωτηρίας» περίοδο. Και ο μηδενισμός του κοντέρ, δηλαδή η συζήτηση από το μηδέν όλων των εναλλακτικών λύσεων, με τα ρίσκα τους και τις αβεβαιότητές τους, είναι πράξη αυτοσυντήρησης και ευθύνης. Το ψεύδος του μονόδρομου έχει καταρρεύσει. Και στα μάτια της κοινωνίας και στις ομολογίες των επιτηρητών, «σωτήρων» και πιστωτών. Αυτοί αλληλοσπαράσσονται για τη συνταγή καταστροφής, αλλά ο πραγματικός κίνδυνος είναι να μετατρέψουν τον δικό τους αλληλοσπαραγμό σε δικό μας εμφύλιο.
Το πρώτο που πρέπει να επιβάλουμε ως κοινωνία είναι ένα φρένο. Φρένο στην επιδείνωση της κρίσης χρέους, φρένο και στις πολιτικές που υποδύονται τη θεραπεία, αν και αποτελούν συνταγή επιτάχυνσης του πιστοληπτικού θανάτου της χώρας. Το δεύτερο είναι να ιεραρχήσουμε προτεραιότητες. Στο δικό μου, ΙΧ μανιφέστο, οι προτεραιότητες είναι οι εξής:
Πρώτον. Το πρόβλημά μας είναι πρωτίστως πρόβλημα δημοκρατίας, εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Δεν νοείται, ακόμη και στο πλαίσιο της ανάπηρης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, να θεωρείς αποδεκτό το εξωθεσμικό κονκλάβιο του Λουξεμβούργου, όπου άνθρωποι που δεν εκπροσωπούν τίποτα και κανέναν συζητούν εναλλακτικές «θεραπείες» για το πειραματόζωο Ελλάδα, αλλά να θεωρείς καταστροφική την έκφραση της λαϊκής βούλησης, με εκλογές, με δημοψήφισμα ή με όποιον άλλο συντεταγμένο τρόπο. Θα προκύψει χάος και ακυβερνησία; Πιθανώς, για κάποια περίοδο. Αλλά είναι προτιμότερο ένα διαρκές κοινωνικό χάος, προϊόν των νεοφιλελεύθερων συνταγών; Είναι προτιμότερη η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο των πιστωτών;
Δεύτερον. Να εντοπίσουμε το πρόβλημα. Και το πρόβλημα δεν είναι η κρίση χρέους. Αυτή είναι το θανάσιμο σύμπτωμα. Το πρόβλημα είναι το οικονομικό μοντέλο που μετατρέπει συστηματικά κοινωνίες, έθνη και οικονομικές ενώσεις σε υποχείρια των άναρχων και αρρύθμιστων αγορών. Είτε μιλούμε για τις αγορές ομολόγων είτε για τα CDS που στοιχηματίζουν στις χρεοκοπίες χωρών είτε για τους οίκους αξιολόγησης, το δεδομένο είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες έχουν παραδώσει άνευ όρων στη διεθνή της τοκογλυφίας τη διαχείριση της χρηματοδότησης και του χρέους των χωρών. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης να ανακτήσουν τον έλεγχο του χρήματος και των μηχανισμών δημιουργίας του.
Τρίτον. Ο έλεγχος του χρήματος και των πηγών του, είτε μιλούμε για μεμονωμένη χώρα είτε για νομισματική ένωση, φέρνει στο προσκήνιο τη νοσηρή σχέση κράτους και τραπεζικής πίστης. Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. με μεγάλη άνεση αποφάσισαν να αποδεσμεύσουν άφθονο χρήμα των φορολογουμένων για διασώσουν τις τράπεζες, θύτες και «θύματα» της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008. Έτσι παρήγαγαν μια ευρωπαϊκή (και παγκόσμια) κρίση χρέους. Τώρα, εμφανίζονται απρόθυμες να διαθέσουν τα ανάλογα για τη διάσωση των υπερχρεωμένων χωρών, επικαλούμενες πάλι τον τραπεζικό κίνδυνο. «Θα καταρρεύσουν οι τράπεζες», είναι το επιχείρημα με το οποίο αποκρούουν την πίεση για ανάκτηση του χρέους. Και είναι προτιμότερο να καταρρεύσουν οι κοινωνίες υπό την πίεση μιας ύφεσης χωρίς ημερομηνία λήξης;
Τέταρτον. Να μετρήσουμε το «σύμπτωμα». Τι χρωστάμε, σε ποιους το χρωστάμε, με ποιους όρους το δανειστήκαμε. Ποιο μέρος του υπηρετούσε πραγματικές δανειακές ανάγκες και ποιο στην πραγματικότητα υπηρετούσε ανάγκες των ίδιων των πιστωτών ή των προμηθευτών της χώρας. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι αυτό είναι πολυτέλεια αποτελεί εθελοτυφλία. Η ιστορία του ελληνικού χρέους έχει δύο διαστάσεις: τη διάσταση της εξάρτησης της χώρας από τις «πολυτελείς» ή υπερτιμολογημένες προμήθειες (όπως καταδεικνύουν και τα διερευνώμενα σκάνδαλα μίζας) Ευρωπαίων ή υπερατλαντικών «συμμάχων», και τη διάσταση της εκρηκτικής επέκτασης του πιστωτικού συστήματος την τελευταία εικοσιπενταετία. Το κρατικό χρέος εξέθρεψε τις σχέσεις διαπλοκής των κομμάτων εξουσίας με τους προμηθευτές και, μαζί με το υπερτροφικό ιδιωτικό χρέος, έθρεψε και τις σημερινές ιδιωτικές τράπεζες, που τη δεκαετία του ’80 ή δεν υπήρχαν ή ήσαν ασήμαντες. Οι τράπεζες αυτές είναι στην ουσία κρατικές. Το να πληρώσουν μέρος του χρέους είναι στοιχειώδες. Σαν να επιστρέφουν δανεικά, και μάλιστα καθυστερημένα. Θα αντέξουν; Θα καταρρεύσουν κάποιες; Πιθανό. Αλλά, είναι προτιμότερο να καταρρεύσουν οι άνθρωποι;
Πέμπτον. Η μέτρηση του χρέους είναι η «απογραφή» ή «καταγραφή» που πραγματικά χρειαζόμαστε εδώ και τώρα. Και πρέπει να γίνει με συντεταγμένο, διαφανή τρόπο, και μάλιστα με το κύρος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Και καθώς η ιστορία του κρατικού χρέους είναι εν μέρει και η ιστορία του πολιτικού συστήματος, των πολιτικών που μετέτρεψαν τη χώρα σε χωματερή χρεογράφων, η «απογραφή» αυτή μπορεί να λειτουργήσει αποκαλυπτικά για τις σχέσεις διαπλοκής και εξάρτησης και τελικά λυτρωτικά και καθαρτικά για τα κόμματα εξουσίας που τις ανέπτυξαν.
Έκτον. Όταν βρεθούμε μπροστά στο πρόβλημα, μετρημένο και κοστολογημένο με σχετική ακρίβεια, μπορούμε να περάσουμε στις εναλλακτικές λύσεις. Να επιλέξουμε, δηλαδή, ποιο μέρος του είναι διαπραγματεύσιμο με όρους ηθικούς και πολιτικούς και ποιο αδιαπραγμάτευτο. Αυτό θα απαιτούσε μια αναστολή πληρωμής του χρέους, με αναντίρρητα ρίσκα εγχώρια και διεθνή, αλλά πόσο μεγαλύτερα είναι τα ρίσκα αυτά από τα καταστροφικά αποτελέσματα του μνημονιακού μονόδρομου; Υπάρχει, άλλωστε, η εμπειρία δεκάδων χωρών που έχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναδιαπραγματευτεί μικρό ή μεγάλο μέρος του χρέους τους. Ποιος από τους υπερκινητικούς τεχνοκράτες μπήκε στον κόπο να ψάξει αν η εμπειρία τους μας είναι σε κάτι χρήσιμη;
Έβδομο. Το βασικό επιχείρημα όσων αρνούνται να κουβεντιάσουν έστω και φιλολογικά εμπειρίες αναδιαπραγμάτευσης και διαγραφής κρατικών χρεών είναι ότι βρισκόμαστε προ του ιστορικά πρωτότυπου δεδομένου μιας κρίσης χρέους στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης. Άρα, μια «αναδιάρθρωση» θα είχε χαοτικά αποτελέσματα σε όλη την Ευρώπη και παγκόσμια. Η διαπίστωση είναι σωστή, το συμπέρασμα, όμως, συζητήσιμο. Χαοτικά θα είναι τα αποτελέσματα αν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης αφήσουν τη διαχείριση και «αξιολόγηση» της αναδιαπραγμάτευσης αυτής στις χαοτικές αγορές, όπου δρουν αντίρροπες, ανταγωνιστικές δυνάμεις. Αλλά, τι εμποδίζει τις κυβερνήσεις να «παγώσουν» την καταστροφική επίδραση των αγορών μέχρι να επέλθει η κατάσταση της νέας ισορροπίας;
Όγδοο. Επειδή, όμως, η Ε.Ε. έχει τις κυβερνήσεις και ηγεσίες που έχει, αυτές εξακολουθούν να δρουν ασύνταχτα και ανταγωνιστικά και έχουν μετατρέψει τη «σωτηρία» σε μια τιμωρία χωρίς τέλος, τι μπορεί να κάνει μια μεμονωμένη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης; Η μία εναλλακτική είναι να επιλέξει συμμάχους μεταξύ των ανταγωνιζόμενων «ηγεμόνων» της Ε.Ε. και τελικά το είδος υποτέλειας που θα της επιβάλουν. Μνημόνιο επιμήκυνσης ή μνημόνιο νέου δανεισμού; Τι δίλημμα κι αυτό! Υπάρχει άλλη εναλλακτική; Βεβαίως. Η αδιανόητη: εθνικό νόμισμα, μια γερή δόση προστατευτισμού και, κυρίως, ένα στέρεο πρόγραμμα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της χώρας. Που πρέπει να αποφασίσει αν θα παραμείνει σούπερ μάρκετ γερμανικών προϊόντων και ξενοδοχείο Γάλλων τουριστών ή θα αποκτήσει μια παραγωγική ταυτότητα που θα εξασφαλίζει πρώτα επάρκεια αγαθών και υπηρεσιών για την εγχώρια αγορά κι έπειτα ένα αξιοπρεπές, διακριτό στίγμα στη διεθνή αγορά. Έχει ρίσκα αυτή η εναλλακτική; Πολλά! Αλλά, πόσο πιο ακίνδυνη έχει αποδειχτεί μέχρι σήμερα η επιλογή που βυθίζει την οικονομία σε μακρόχρονη ύφεση, τη χώρα σε ανυποληψία, την εργασία σε μαζική ανεργία, την Ευρώπη σε οριζόντια λιτότητα και τις κοινωνίες της σε επικίνδυνα φλερτ με τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον βίαιο κοινωνικό αυτοματισμό;
ΚΙΜΠΙ