Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Πρόσφατα άκουσα τυχαία έναν άνδρα γύρω στα 35 - 40 να περιγράφει πόσο όμορφα θα περνάει τώρα που απολύθηκε. «Δεν τους έχω ανάγκη», έλεγε σαν να προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στον εαυτό του. «Εχω την plasma, 42 ίντσες όλες δικές μου, φαγητό τζάμπα, γιατί να δουλεύω για ένα κομμάτι ψωμί; Ολη μέρα ξάπλα μπρος στην plasma». Δεν ξέρω ποιος θα του εξασφαλίζει τη δωρεάν σίτιση, ίσως οι συνταξιούχοι γονείς, ίσως κάποιο εισόδημα στο χωριό, όμως ο άνθρωπος αυτός, θέλοντας να δώσει κουράγιο στον εαυτό του, περιέγραφε μια ονειρική ζωή αεργίας και αέναης τηλεθέασης.
H μεγάλη έγχρωμη τηλεόραση με επίπεδη οθόνη, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το κινητό τηλέφωνο δεν είναι πια σημάδια πλούτου, αλλά βασικά αγαθά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της φετινής απογραφής πληθυσμού στο Μεξικό, τα νοικοκυριά που έχουν τηλεόραση (93%) είναι περισσότερα από αυτά που διαθέτουν ψυγείο (82%) ή ντους (65%), «κάτι αρκετά περίεργο για μια ζεστή χώρα με φριχτή τηλεόραση», παρατηρεί σοκαρισμένος ο «Εconomist».
Σε μια έρευνα για την πείνα στον κόσμο, στο τρέχον τεύχος του «Foreign Policy», οι μελετητές ρωτούν ένα πάμπτωχο χωρικό στην Ινδονησία γιατί αγόρασε τηλεόραση τη στιγμή που η οικογένειά του λιμοκτονεί. Εκείνος γελάει και απαντάει: «Μα, η τηλεόραση είναι πιο σημαντική από το φαγητό!». Και όχι μόνον η τηλεόραση, αλλά και το κινητό τηλέφωνο. Μετανάστες που δεν έχουν ούτε στρώμα να πλαγιάσουν χρειάζονται το κινητό για να επικοινωνούν με συγγενείς και συμπατριώτες τους στην Ευρώπη ή στην πατρίδα τους. Η μικρή αυτή συσκευή γίνεται η πυξίδα που τους βοηθάει να μη θαλασσοπνίγονται. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες αποτυπώνουν στο βίντεο του κινητού τους τις στιγμές του απόπλου από τις ακτές της Bόρειας Αφρικής των σαπιοκάραβων που θα τους μεταφέρουν στη Λαμπεντούζα (αν σταθούν τυχεροί και δεν τους καταπιεί η φονική Μεσόγειος). Γέλια, χαρές και το καράβι σαλπάρει.
Συχνά η τηλεόραση, ανεξάρτητα από το πόσο άθλιο ή εκλεκτό είναι το πρόγραμμά της, κάνει μια δύσκολη ζωή, μοναχική ή μη, υποφερτή. Η έξοδος από το σπίτι κοστίζει, γι’ αυτό και η άνοδος της ανεργίας συνοδεύεται από αύξηση της τηλεθέασης. Oπως δείχνουν οι μετρήσεις της Nielsen, από τον Οκτώβριο του 2010 έως τα μέσα Μαρτίου του 2011, η μέση ημερήσια τηλεθέαση στην Ελλάδα (5 ώρες και 12 λεπτά) ήταν 10 λεπτά υψηλότερη απ’ ό, τι το αντίστοιχο περυσινό χρονικό διάστημα – αν και πολλοί απομακρύνονται από την τηλεόραση και παρακολουθούν τις ταινίες και τις εκπομπές της αρεσκείας τους στην οθόνη του υπολογιστή τους ή ξοδεύουν ατέλειωτες ώρες περιπλανώμενοι στο Διαδίκτυο.
Σε συνθήκες ύφεσης, είναι πιο εύκολο να στραφεί κανείς στις λεγόμενες «φθηνές πολυτέλειες», παρά να επιδιώξει την κοινωνική δράση ή την πνευματική του καλλιέργεια. Αξενος, απειλητικός γίνεται ο πραγματικός κόσμος: αυτός αλλάζει, εμείς βουλιάζουμε. Είναι κωμικό, ίσως και απάνθρωπο, να ρωτήσουμε έναν άνεργο γιατί ζει μέσω της οθόνης αντί να διαβάζει βιβλία, να ακούει μουσική, να επισκέπτεται μουσεία και γκαλερί ή να αφοσιωθεί στον εθελοντισμό. Οι άνθρωποι θέλουν να ζουν στην εποχή τους, να μαθαίνουν για τον μεγάλο κόσμο (έστω, για κάποιες φέτες του) και όχι απλώς να επιβιώνουν. Και όσο οι αποφάσεις στον μεγάλο κόσμο λαμβάνονται χωρίς εμάς, όσο η εργασία γίνεται όνειρο απατηλό ή προσωρινό, τόσο βυθιζόμαστε σε έναν ιδιωτικό μικρόκοσμο, γινόμαστε αφεντικό του τηλεκοντρόλ ή του πληκτρολογίου, χτίζουμε εικονικές φιλίες και ταυτότητες.
Στο βαθύ παρελθόν ανήκει το τραγούδι «το κορίτσι, το βεσπάκι μου κι εγώ». Τώρα η plasma, οι τέσσερις τοίχοι μου κι εγώ.
kathimerini