Γράφει ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης*
Κάποτε στο απώτατο μέλλον, είμαι βέβαιος, οι αρχαιολόγοι, θα εξετάζουν το «τεχνολογικό επίτευγμα» του λεμονοστύφτη, με το ίδιο περίπου δέος, που εμείς σήμερα ψηλαφίζουμε κάποιο μηχανισμό των Αντικηθύρων.
Κάποια ελάχιστα, ανεπαίσθητα, ίχνη χυμού, θα μαρτυρούν πως κάποτε τούτος ο διάολος, ρούφηξε το μεδούλι ενός ολοζώντανου λεμονιού. Στράγγιξε το είναι του.
Τα καίρια και τα ουσιώδη του λεμονιού, προφανώς, σφραγίστηκαν σχεδόν αεροστεγώς σε μικρές πλαστικές δεξαμενές, για να δροσίσουν ένα ψητό ψάρι ή για να συμμετάσχουν σε ένα καθώς πρέπει dressing. Έτσι θα εκτιμήσουν οι μελλοντικοί ειδικοί. Στο διάτρητο δίσκο που συγκρατεί τα «άχρηστα», οι ερευνητές με τα μικροσκόπια, θα ανακαλύψουν απειροελάχιστα ψήγματα της αφαίμαξης. Μικρά, τόσα δα, τρίμματα, θα μαρτυρούν τη ζωή που σφηνώθηκε στις χαραμάδες και δεν πέρασε τις εξετάσεις για τη δεξαμενή. Αν μάλιστα, σ’ αυτό το μακρινό μέλλον, οι άνθρωποι βρουν τη μέθοδο να αποφυλακίζουν τα αρώματα, θα εκπλαγούν μπροστά στην ισχύ ενός κάποιου λεμονανθού.
Ύστερα, μαγεμένοι απ’ τα αρώματα, που οι άνθρωποι του καιρού τους δεν θα αντέχουν, θα πέσουν με τα μούτρα, να μελετούν γρανάζια και μοτέρ. Στροφές και δονήσεις, θα καταγράφονται σε ηλεκτρονικά τεφτέρια. Μοντέλα θα αναπαράγονται και θα απεικονίζουν τις λειτουργίες. Πειράματα θα διεξάγονται. Μετρήσεις θα αναλύονται. Έτσι, ξεχνιούνται οι άνθρωποι. Ούτε κουβέντα για τη λεμονόκουπα που σάπισε σε κάποια άθλια χωματερή.
Μα δεν μπορεί, λέω, μια στιγμή, ένας θα γνοιαστεί για το σπόρο. Ποιός σπόρος συμπύκνωσε τούτη την ουσία, θα αναρωτηθεί. Ποιός σπόρος απομονώθηκε με προσοχή, για να μην δώσει την πικρή του γεύση σε ένα dressing; Ο σπόρος που πετιέται πάντα στην άκρη, αμετακίνητα πιστός μιας στυμένης λεμονόκουπας!
Ας μιλήσω καθαρά. Όταν τις νύχτες μισώ τούτη τη χώρα, είναι που τη βάζω στο νου μου σαν έναν γιγάντιο λεμονοστύφτη. Χιλιάδες λαδωμένα χέρια, ολονυχτίς και ολημερίς, για χρόνια πολλά, πατούν ηλεκτρικά κουμπιά, στρέφουν με δύναμη τις γεμάτες παλάμες τους, μπήγουν πιρούνια στο ψαχνό και ξεζουμίζουν το χυμό της πατρίδας. Σε κάθε χέρι, το λεμόνι του διπλανού τους. Σχεδόν, σε κάθε ομάδα, σε κάθε παρέα, σε κάθε οικογένεια, ένας λεμονοστύφτης, περιστρέφεται ρουφώντας τη ζωτική δύναμη απ’ το «εμείς» του Μακρυγιάννη. Οι σπόροι, πετιούνται με περίσσια προσοχή στον κάδο σκουπιδιών με μόνη παρηγοριά να τους έρθει στο κεφάλι η στημένη λεμονόκουπα. Να αντλούν στη θέα της, μιαν αίσθηση απ’ το αλλοτινό της σφρίγος. Να ονειρεύονται την αγκαλιά της, όπως σε παλιότερους καιρούς, πριν εφευρεθούν οι λεμονοστύφτες. Να προσδοκούν τη θρέψη τους, ξανά, στη θάλασσα της. Μάταια.
Νομίζω, πως αυτό συμβαίνει σήμερα στη χώρα. Ήρθε μια ξένη εταιρεία, γιομάτη τεχνογνωσία και συνέδεσε μονομιάς -σε ένα- όλους τους λεμονοστύφτες που μόνοι μας φτιάξαμε. Αποφασισμένη να ξεζουμίσει τον τόπο. Ότι άφησε ανέγγιχτο η λατρεία μας για το dressing. Κι’ εμείς –ακόμη- ελπίζουμε να μην φρακάρουμε στις χαραμάδες μαζί με τα υπολείμματα του στυψήματος. Ελπίζουμε να κυλήσουμε κρυφά στην πολύτιμη δεξαμενή με τους χυμούς που οι ξένοι θα πάρουν μαζί τους. Πάνε χρόνια, άλλωστε, που η σπορά αυτού του τόπου θαύμαζε τους γερμανικούς και τους αμερικάνικους αποχυμωτές. Πέταγε τη σκούφια της για να τους αποκτήσει. Κι ας ήταν η σκούφια της μια στημένη λεμονόκουπα.
Τώρα, όλη ετούτη η θηριώδης μηχανή, με τις περίτεχνες συνδεσμολογίες που διαπερνούν τις ζωές όλων μας, θα βάλει μπρος μια νύχτα και θα πετάξει τη χώρα και τους σπόρους της στο καλάθι της Ιστορίας. Δεν προλάβαμε να βγάλουμε απ’ την πρίζα τους λεμονοστύφτες που είχαμε στήσει για το διπλανό μας. Κι’ ήρθαν οι κουφάλες και πατήσαν το μεγάλο κουμπί. Όσο εμείς φλυαρούσαμε. Όσο ακόμη κάποιοι φαντάζονται πως ο ατομικός τους στύφτης δουλεύει ακόμη για λογαριασμό τους. Όσο ακόμη κάποιοι διατρανώνουν –δήθεν- πως αφήσανε στην άκρη τις μηχανές με τη στυφή γεύση. Παραμύθια. Κοιτάξτε τις χούφτες σας. Είναι ακόμη νοτισμένες από τους χυμούς που στραγγίξατε. Μυρίζουν ακόμη απ’ το ουσιώδες των λεμονανθών που ραντίσατε δεξιά κι αριστερά, δίχως έγνοια.
Μόνη ελπίδα τώρα, να βρούνε κάποιοι σπόροι εύφορο χώμα. Μόνη παρηγοριά, μια πίστη κι’ αυτή μετέωρη απ’ το στύψιμο: «Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνει αυτός μόνος μένει’ εάν δε αποθάνει, πολύν καρπόν φέρει».