Γράφει ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Στο μακρινό 1914 πέθανε ένας δημοσιογράφος, αλλά η κηδεία του καθυστέρησε να γίνει, επειδή οι συνάδελφοι του έκαναν έρανο προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα της. Λίγες ημέρες αργότερα, μια ομάδα δημοσιογράφων αποφασίζει την ίδρυση της «Ενώσεως Συντακτών» καθώς επίσης και του «Ταμείου Αλληλοβοήθειας» με πρώτο πρόεδρο της Ιωάννη Κονδυλάκη.
Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν τα μέλη της ΕΣΗΕΑ, άθλια αμειβόμενα, υποσιτιζόμενα πολλές φορές και ζώντας κάτω από άθλιες συνθήκες, κάλυψαν τα γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου αλλά και της Μικρασιατικής Εκστρατείας και καταστροφής.
Ήταν παρόντα και με επιμέλεια μεσαιωνικού χρονικογράφου κατέγραφαν για τους αναγνώστες όλα τα μικρά και μεγάλα γεγονότα του τόπου κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ποιος δε θυμάται τις ανταποκρίσεις αλλά και τις φωτογραφίες από τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη;
Στον αλβανικό έπος του 1940 οι δημοσιογράφοι με κίνδυνο της ζωής τους κατέγραφαν τα πολεμικά γεγονότα, παρακάμπτοντας πολλές φορές τα επίσημα πολεμικά ανακοινωθέντα και πληροφορούσαν με συνέπεια τον ελληνικό λαό. Στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης κατά των ξένων κατακτητών, πλήθος δημοσιογράφων πήρε τα βουνά, βγάζοντας αντάρτικες ή τοπικές εφημερίδες ενημερώνοντας για την πορεία του πολέμου, για τις επιτυχίες των συμμαχικών δυνάμεων, προσφέροντας απλόχερα την ελπίδα για την απελευθέρωση του τόπου και όταν αυτή επιτεύχθηκε χάρη στους αγώνες του ελληνικού λαού, οι δημοσιογράφοι πιστοί στις επιταγές του λειτουργήματος τους ξανάβγαλαν εφημερίδες ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους, αφού οι επιθέσεις των παρακρατικών ήταν καθημερινές. Ήρωας της εποχής ο Κώστας Βιδάλης, δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, που έσφαξαν κυριολεκτικά οι παρακρατικές συμμορίες της Θεσσαλίας.
Στην ταραγμένη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα, οι δημοσιογράφοι ήταν εκείνοι που αποκάλυψαν τις σκευωρίες αλλά και τους ενόχους των πιο απεχθών πολιτικών εγκλημάτων, όπως του αμερικανού δημοσιογράφου Τζόρτζ Πολκ αλλά και του ειρηνιστή βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Δημοσιογράφοι ήταν εκείνοι που αποκάλυψαν τη δράση των παρακρατικών, τρομοκρατικών μηχανισμών, τη δράση των συνωμοτικών οργανώσεων μέσα στο στρατό, τις σκευωρίες του παλατιού και των προστατών τους.
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, πρώτος στόχος της οποίας ήταν οι απείθαρχοι για το καθεστώς δημοσιογράφοι, συνάδελφοι μέσα κι έξω από την Ελλάδα, με κίνδυνο της ζωής τους είτε περνούσαν μηνύματα κρυπτογραφημένα μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων που κυκλοφορούσαν κάτω από καθεστώς άγριας λογοκρισίας, είτε ενημέρωναν ξένους ανταποκριτές, οι οποίοι με τη σειρά τους πληροφορούσαν τη διεθνή κοινή γνώμη. Ας μη λησμονήσουμε και τους δημοσιογράφους που εργάζονταν σε ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, μέσω των εκπομπών των οποίων στην ελληνική γλώσσα, ο ελληνικός λαός, κρυφά μάθαινε ειδήσεις για τους πολιτικούς κρατούμενους, για τα βασανιστήρια, για τις διαμάχες στο εσωτερικό της χούντας.
Κι ύστερα … ήρθε η «Μεταπολίτευση». Δημοσιογράφοι ήταν εκείνοι που αποκάλυψαν τα εγκλήματα της χούντας. Δημοσιογράφοι ήταν εκείνοι που μέσα από τα ρεπορτάζ τους κάλυψαν τις κουτσουρεμένες δίκες των πρωταιτίων. Δημοσιογράφοι ήταν εκείνοι που με άρθρα και ανταποκρίσεις τους έφεραν στη χώρα τον άνεμο των νέων ιδεών που ανθούσαν εδώ και μερικά χρόνια στην Ευρώπη. Δημοσιογράφοι, τέλος, ήταν εκείνοι που έφεραν στο φως της δημοσιότητας πολύτιμες πληροφορίες για την κυπριακή τραγωδία.
Ήταν η εποχή όπου άνθιζε το ρεπορτάζ, η μετάδοση της είδησης, η παράθεση της γνώμης, το πολύτιμο, από πολλές πλευρές χρονογράφημα. Ήταν η εποχή όπου έγινε το πείραμα της «Ελευθεροτυπίας» ως εφημερίδας των συντακτών. Ήταν η εποχή όπου έγινε η μεγαλύτερη απεργία στο χώρο του Τύπου, αναγκάζοντας τους εκδότες να υποχωρήσουν και να δεχτούν τα αιτήματα των ανθρώπων του Τύπου για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Ήταν η εποχή όπου όλοι πίστευαν πως εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος για το Τύπο, για την ενημέρωση των πολιτών, για τον προβληματισμό της κοινωνίας.
Το πρώτο μεγάλο χτύπημα, η ελληνική δημοσιογραφία το δέχτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Είχε, βέβαια, προηγηθεί η αποκάλυψη του σκανδάλου Κωσκοτά, ενώ παράλληλα με τις άλλες εφημερίδες ευδοκιμούσε το φαινόμενο «Αυριανή» με θηριώδεις, την εποχή εκείνη, κυκλοφορίες. Δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας η εμφάνιση και η άνθιση του λεγόμενου life style περιοδικού τύπου, που λειτούργησε ως πολιορκητικός κριός, ως Πέμπτη φάλαγγα, στην οποία εκπαιδεύτηκαν δύο ολόκληρες γενιές «δημοσιογράφων», μοναδικό μέλημα των οποίων ήταν η εξύμνηση του απόλυτου τίποτα, η κολακεία της φιλαυτίας των ιθαγενών αναγνωστών, η δημιουργία προτύπων ζωής που υπέσκαψαν, τελικά, τα θεμέλια ολόκληρης της κοινωνίας.
Το έδαφος είχε αποδυναμωθεί, τα σκουλήκια είχαν κάνει ήδη τη δουλειά τους.
Με την έλευση της αυτάρεσκα επονομαζόμενης, τότε, «ελεύθερης ραδιοφωνίας» και στη συνέχεια, τηλεόρασης, η δημοσιογραφία στην Ελλάδα άλλαξε άρδην. Έχασε, θα έλεγε κανείς, την παιδική της αθωότητα. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι εισήλθαν στο επάγγελμα, θαμπωμένοι από το λαμπερό κόσμο της τηλεόρασης, τους υψηλούς, σε σχέση με άλλα επαγγέλματα, μισθούς, την ανέξοδη σχεδόν απόκτηση του επίζηλου τίτλου του δημοσιογράφου. Οι σχολές δημοσιογραφίες ξεφύτρωναν σα μανιτάρια, κάτι ανάλογο με τα βίντεο κλαμπ στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Σχεδόν έντρομοι οι παλιοί δημοσιογράφοι, οι άνθρωποι που έφαγαν μια ζωή «πάνω στο μάρμαρο» αλλά και το κοινό, έβλεπαν ακιζόμενες καλλίπυγες νεαρές και αναιδή μειράκια, κρατώντας στο χέρι το μικρόφωνο ή την κάμερα, να υποβάλλουν ερωτήσεις με αγένεια από τον περαστικό διαβάτη μέχρι στον πολιτικό, με ύφος εκατό καρδιναλίων. Κάθε έννοια σωστής χρήσης της γλώσσας εξοβελίστηκε από την ιδιόλεκτο των επελαύνοντων νέων «λειτουργών» της δημοσιογραφίας. Αδίστακτα φιλόδοξοι, αμετροεπώς αγενείς και, κυρίως, ημιμαθείς, τα μέλη της νέας φουρνιάς, στο δρόμο προς τη κορυφή, πατούσαν όχι μόνο σε πτώματα, αλλά τσαλαπατούσαν, ταυτόχρονα, κάθε έννοια δεοντολογίας και ηθικής. Οι εκδότες άλλο που δεν ήθελαν. Ακόμη κυκλοφορεί εν είδη ανεκδότου η φράση «έλα σ’ εμένα, θα παίρνεις ένα μισθό και τα παραπάνω θα τα βγάλεις από την πιάτσα», υπονοώντας την παράλληλη απασχόληση σε γραφεία τύπου κρατικών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων. Στην ουσία επρόκειτο για αργομισθίες εξαγοράς συνειδήσεων και υπογραφών. Δημόσια έχει καταγγελθεί η περίπτωση «δημοσιογράφου» μεγάλης και σοβαρής (υποτίθεται) κυριακάτικης εφημερίδας για απασχόληση σε επτά (7) κρατικές ή ημικρατικές θέσεις, ταυτόχρονα. Το αυτί όμως κανενός δεν ίδρωσε.
Ήταν η εποχή που τα κόμματα σχημάτιζαν ολόκληρους στρατούς δημοσιογράφων, οι οποίοι σε μηνιαία βάση περνούσαν από τα γραφεία τους προκειμένου να εισπράξουν το βοήθημα τους. Ήταν η εποχή όπου συντεταγμένα οι «δημοσιογράφοι» μετέφεραν τις «πληροφορίες» τους, βασισμένοι σε non paper που τους μοίραζαν τα τμήματα πολιτικού σχεδιασμού των κομμάτων. Ήταν η εποχή όπου δεν μετρούσε πια η «υπογραφή» του συντάκτη, οι γνώσεις του, η αναλυτική του ικανότητα, αλλά η συμμετοχή του ή όχι στην «παρέα» των διαδρομιστών της εκάστοτε εξουσίας. Έτσι, χάθηκε η αξιοπιστία της υπογραφής, που μέχρι σήμερα δεν έχει ανακτηθεί. Συνοπτικά θα μπορούσε να ονομαστεί ως η εποχή των ασπαλάκων και σφωγγοκωλάριων δημοσιογράφων.
Το δεύτερο μεγάλο χτύπημα, η εν Ελλάδι δημοσιογραφία το δέχτηκε με το «χρηματιστηριακό έπος». Χιλιάδες, άγνωστοι μέχρι πρότινος, άνθρωποι, θεωρώντας εαυτούς δημοσιογράφους, χρηματιστηριακούς αναλυτές, οικονομολόγους, συνέβαλαν τα μέγιστα στην διόγκωση του φαινομένου κι έκαναν τον κοσμάκη να πιστέψει στο «θαύμα» του λαϊκού καπιταλισμού. Οι ίδιοι, βέβαια, πλούτισαν. Άνθρωποι που πριν την έλευση τους σε μια εφημερίδα δεν είχαν δεύτερο παντελόνι να φορέσουν, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, άρχισαν να κυκλοφορούν με πολυτελή αυτοκίνητα και να αγοράζουν σπίτια στις ακριβές περιοχές των Βορείων και Νοτίων προαστίων της Αττικής. Μεγάλο μέρος της ευθύνης αναφορικά με τη τραγωδία της μεγαλύτερης ανακατανομής πλούτου που έλαβε ποτέ χώρα στον τόπο μας, ανήκει στους δημοσιογράφους. Κι ας μη βιαστούν μερικοί να πουν ότι απλά υπάκουαν στις εντολές των ανωτέρων τους. Είναι γνωστό ότι άνθρωποι δίχως καμιά εκπαίδευση, με πλήρη άγνοια των βασικών αρχών της οικονομίας, άνθρωποι που με απλά λόγια δεν ήταν σε θέση να διαβάσουν έναν ισολογισμό, έγραφαν πολυσέλιδα πονήματα για το πώς το χρηματιστήριο θα φτάσει τις 6.000 μονάδες. Επηρμένοι, αλαζονικοί ιεροφάντες των αχράντων μυστηρίων του χρηματιστηριακού τζόγου, κατέστρεψαν τον κοσμάκη και μετά ως Πόντιοι Πιλάτοι ένιψαν τα χείρας τους στην υγεία των κορόιδων. Είναι η εποχή που οι άφρονες «δημοσιογράφοι» νόμισαν ότι θα γίνουν ισότιμοι συνδαιτυμόνες των πλουσίων και των αφεντικών. Είναι η εποχή της εισόδου των εκδοτικών οργανισμών στο Χ.Α.Α. Είναι η εποχή των δυσθεώρητων αυξήσεων μετοχικών κεφαλαίων, τα οποία είτε χάθηκαν, είτε επενδύθηκαν σε άλλους κλάδους, είτε απλά ενθυλακώθηκαν από τις ιδιοκτήτες των εταιρειών αυτών. Εννοείται πως καμία αρχή δεν τους έλεγξε ποτέ. Μόνο ένας νεόκοπος επενδυτής που εισήλθε πρόσφατα στο χώρο των ΜΜΕ, μόλις έκανε έλεγχο στα οικονομικά στοιχεία δύο εξ αυτών, λάκισε τρέχοντας.
Το πάρτι συνεχίστηκε με την Νέα Μεγάλη Ιδέα του 21ου αιώνα, τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Αλίμονο στο δημοσιογράφο που εξέφρασε σκεπτικισμό ως προς τη σκοπιμότητα της διοργάνωσης, το κόστος, τις υπερβολές. Αμέσως γινόταν αποσυνάγωγος, ένα βδελυρό μίασμα, έμπαινε στο περιθώριο. Όλοι και όλα ήταν «ταγμένα» στην υπηρεσία του ευγενούς αυτού σκοπού και της τσέπης των επιτηδείων.
Στο μεταξύ διάφοροι τυχάρπαστοι είχαν αυτοχριστεί εκδότες διαφόρων λαθρόβιων εντύπων με μηδαμινές κυκλοφορίες, οι οποίοι λυμαίνονταν στην κυριολεξία την κρατική διαφήμιση σε ένα απίστευτης ανηθικότητας σύμπλεγμα διαπλοκής με την εξουσία. Ναι, είναι οι ίδιοι που από τα τηλεοπτικά παράθυρα παίζουν με θαυμαστή υποκριτική ικανότητα τους προστάτες των φτωχών και τους υπερασπιστές του δίκιου του λαού. Ναι, είναι εκείνοι που συνελήφθησαν κλέπτοντας οπώρας, με επιταγές δυσθεώρητου ύψους ενθυλακωμένες στα πανάκριβα παντελόνια τους. Ναι, είναι εκείνοι που ακόμη δεν μπορούν να δικαιολογήσουν στη κοινή γνώμη τις πηγές του πλουτισμού τους. Ναι, είναι εκείνοι που μετερχόμενοι μεθόδους που θυμίζουν μαφία, ευαγγελίζονται την προστασία του πολίτη, οι ίδιοι όμως ενθυλακώνουν ανερυθρίαστα το αντίτιμο της αιδήμονος σιωπής ή των υστερικών κραυγών τους, ανάλογα με τον ποιον εκβιάζουν. Είναι η εποχή της άνθισης του Κακού, της επονομαζόμενης «αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας», όπου αδαείς και αγράμματοι βαπτίζονται δημοσιογράφοι και εξαπολύουν οχετούς συκοφαντιών, αναπόδεικτων κατηγοριών, σπιλώνοντας συνειδήσεις, ονόματα, ολόκληρες κοινωνίες. Είναι η εποχή του τηλεοπτικού εισαγγελέα, του μεγάλου ιεροεξεταστή της μικρής οθόνης, του ανθρώπου που αγνοεί επιδεικτικά το τεκμήριο της αθωότητας, καταργώντας κάθε παράδοση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Είναι η εποχή που ορισμένοι προβεβλημένοι αστέρες της τηλοψίας, κυρίως, αυτονομούνται από τα αφεντικά τους κι αρχίζουν να παίζουν τα δικά τους ιδιοτελή παιχνίδια σε βάρος ολόκληρης της κοινωνίας.
Κάπως έτσι φτάσαμε η ελληνική κοινωνία να υιοθετήσει σύσσωμη το σύνθημα «Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιογράφοι». Είναι προφανές ότι άνθρωποι με μειωμένες ηθικές αντιστάσεις, κυρίως λόγω έλλειψης βαθύτερης παιδείας και πνευματικής συγκρότησης, μετατρέπονταν εύκολα, γρήγορα και σχεδόν ανέξοδα, σε φερέφωνα κάθε εξουσίας, κυρίως όμως των εργοδοτών τους.
Όση πίκρα κι οργή, δικαιολογημένη εν μέρει, κι αν συνοψίζει αυτό το σύνθημα, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η απόδοση συλλογικής ευθύνης σε ένα ολόκληρο κλάδο εκτός από ατυχής είναι και επικίνδυνη γιατί ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου. Όλα αυτά τα χρόνια που συνέβαιναν όσα πιο πάνω περιγράψαμε, χιλιάδες, κυριολεκτικά, έντιμοι εργάτες του Τύπου μοχθούσαν και μοχθούν καθημερινά να κάνουν με αξιοπρέπεια και εντιμότητα τη δουλειά τους. Υποαμειβόμενοι, άνθρωποι που ζουν από το μισθό τους και μόνο, οι δημοσιογράφοι αυτοί προσπαθούν καθημερινά για την καλύτερη ενημέρωση των πολιτών. Λοιδορούμενοι, μερικές φορές, και παραγνωρισμένοι τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να μεταφέρουν την είδηση, την πληροφορία, την αλήθεια. Είναι οι άνθρωποι που σήμερα απολύονται πρώτοι απ’ όλους. Γι’ αυτούς βλέπετε δεν θα τηλεφωνήσει κανείς κυβερνητικός εκπρόσωπος ή εκπρόσωπος τύπου μεγάλου κόμματος, προκειμένου να ζητήσει από τον εργοδότη την παραμονή του στην εργασία. Δεν πρόκειται να το κάνει κανείς από τους μεγάλους διαφημιζόμενους, όπως δεν πρόκειται να το κάνει και κανείς αναγνώστης. Ήταν αφανείς ήρωες, γίνονται αόρατοι άνεργοι.
Στο μεταξύ το συνδικαλιστικό όργανο και πνευματικό σωματείο η ΕΣΗΕΑ, έχει μετατραπεί σε κάτι που μοιάζει την ακέφαλη εδώ και δεκαετίες ΕΦΕΕ. Προσωπικοί εγωισμοί, παραταξιακές εμμονές, σωτηριολογικές υποσχέσεις και εσχατολογικές διακηρύξεις, συγκροτούν τον καμβά του παραλογισμού και της αυτοκαταστροφής. Με ένα εκλογικό σύστημα, μόνο κατ’ επίφαση δημοκρατικό, με άκρατο κομματισμό και ιδεολογική πόλωση, η ΕΣΗΕΑ πορεύεται προς τη καταστροφή και τον αφανισμό, στερώντας από τους εργαζόμενους το τελευταίο οχυρό προστασίας. Οι ευθύνες όλων των παρατάξεων είναι μεγάλες. Εκείνοι που σήμερα επιδιώκουν την κατάληψη των επίζηλων θώκων του Δ.Σ. θα γραφτούν στις χρυσές δέλτους της ιστορίας ως εκείνοι που έκλεισαν τελευταίοι την πόρτα πίσω τους. Το ίδιο θα συμβεί και με όλους εκείνους, που πονηρά σκεπτόμενοι, υπονομεύουν την ιστορία, τη θέση και το ρόλο της ΕΣΗΕΑ, επινοώντας διάφορες παρασυνδικαλιστικές συνάξεις «επαναστατικών προδιαγραφών».
Η κρίση, που δεν είναι απλά οικονομική, μα βαθύτατα πολιτισμική, είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για την ελληνική δημοσιογραφία να ανακτήσει τη χαμένη της τιμή. Να αποκαθαρθεί από τα παράσιτα, απ’ όλους εκείνους που θυσίασαν στο βωμό του άνομου πλουτισμού τις αρχές και τις αξίες της έντιμης δημοσιογραφίας ως λειτούργημα, ταγμένο να υπηρετεί το κοινό καλό και το κοινωνικό σύνολο, ως λειτούργημα ταγμένο να ελέγχει την εξουσία και όχι να αποτελεί τη θεραπαινίδα της. Έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα η δημοσιογραφία είναι μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης του, γιατί είναι μια δημοσιογραφία υποταγμένη, καθημαγμένη, εξαρτημένη.
Η κρίση θα πρέπει να αποτελέσει τόσο το έναυσμα όσο και το πλαίσιο μέσα από το οποίο η ελληνική δημοσιογραφία θα πρέπει να ορθώσει το ανάστημα της. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι 1000 περίπου απολύσεις δημοσιογράφων που έγιναν μόνο τους τελευταίους μήνες. Το διακύβευμα είναι, πλέον, τι είδους δημοσιογραφία θέλουμε. Τη δημοσιογραφία του παρελθόντος την οποία καταδικάζουν οι παραλήπτες του έργου μας ή μια δημοσιογραφία αμερόληπτη, μαχητική, νουνεχής και τεκμηριωμένη, μια δημοσιογραφία που θα αποτελεί πυλώνα για την ανάπτυξη του τόπου, μια δημοσιογραφία που θα ενημερώνει υπεύθυνα, σφαιρικά και αμερόληπτα, μια δημοσιογραφία η οποία θα ανακτήσει την πνευματική της υπόσταση και τον πολιτισμικό της ρόλο, κυρίως όμως θα ανακτήσει τη χαμένη, ηθική ακεραιότητά της ως κλάδος της ελληνικής διανόησης. Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο οι δημοσιογράφοι. Μόνο που ο δρόμος αυτός είναι μακρύς, δύσκολος και κακοτράχαλος. Είτε όμως θα το τολμήσουν, είτε θα σαρωθούν από το κύμα των αλλαγών που συντελούνται στη χώρα μας. Και στη μια, και στην άλλη περίπτωση θα είναι άξιοι της μοίρας τους.
Ξέρετε τι είναι τα πρόσθετα «Ε» που αναγράφονται στα τρόφιμα;
Πριν από 6 ώρες